|
ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εάν κάποιος έχει να καταθέσει μία άποψη και ενδιαφέρεται για να την κάνει αποδεκτή πρέπει να την καταθέσει με τέτοιο τρόπο που θα μπορούμε να τη βάλουμε κάτω… να την επεξεργαστούμε, να στοχαστούμε όλα τα λεπτά νοήματά της και να διαπιστώσουμε την αξιοπιστία ή την ανεπάρκειά της. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον φευγαλαίο και δυσμνημόνευτο προφορικό λόγο. Σε άλλη περίπτωση, για μεγάλα ζητήματα δεν πρέπει να περιμένουμε από μια συζήτηση ν’ ακούσουμε αποδείξεις, αναλυτικούς συλλογισμούς, ή την πιο εύστοχη διατύπωση. Παρόμοια, όπως δεν μπορούμε να λύσουμε στα λόγια ένα πολύπλοκο αριθμητικό πρόβλημα, να υπολογίσουμε και να μνημονεύσουμε όλα τα στοιχεία των πράξεων με την ανάλογη προτεραιότητα. Είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο, να συγκρατούμε στη μνήμη μας ακριβώς όσα ειπώθηκαν, να συλλογιζόμαστε με απίεστα χρονικά περιθώρια, να παρακολουθούμε και να αναπτύσσουμε χωρίς άλματα το συλλογισμό, να στεκόμαστε σε κάθε πρόταση για να δώσουμε τις αναγκαίες εξηγήσεις και με αναπόσπαστη την προσοχή μας. Αντιθέτως, παρασυρόμαστε από την ταραγμένη ροή του προφορικού λόγου και από τα διάφορα συναισθήματα, που δημιουργούνται στην προσπάθεια της άμεσης επικοινωνίας και συνήθως, χάνουμε τον αρχικό σκοπό όσων λέμε. Η αδυνατότητα να μνημονεύουμε λεπτομερώς όσα ακούσαμε, διαβάσαμε ή αντιληφθήκαμε είναι μια από τις συνηθισμένες και βασικές αιτίες της παρεκτροπής μας από την αλήθεια και κάνει σχεδόν αδύνατη τη συνεννόησή μας με τους άλλους.
Με τον προφορικό λόγο και την ακρόαση πρέπει να περιορίσουμε τις αξιώσεις μας και να αρκεστούμε σε μία όμορφη επικοινωνία, σε μία συζήτηση που θα μας τροφοδοτήσει για την πιο πέρα ανάπτυξη των απόψεών μας και σε μία πρώτη πρόχειρη γνώση για μερικές απόψεις του συνομιλητή. Πάντοτε με τη μεγάλη πιθανότητα να βγάλουμε βιαστικά και άστοχα συμπεράσματα. Μόνο με το σταθερό διατυπωμένο τρόπο εξωτερίκευσης των απόψεων και των σκέψεών μας πρέπει να συμμεριστούμε την αξίωση να τις λάβουμε με αρκετή προσοχή. Με το διατυπωμένο τρόπο κατάθεσης των απόψεών του ή με την παραπομπή σε εκείνες, ο υποστηριχτής τους δείχνει ότι έχει κάνει τουλάχιστον κάποια μικρή προσπάθεια για την ολοκλήρωση, την αποσαφήνιση και τη συνέπειά τους. Επιπλέον δίνει τη δυνατότητα σε εμάς να τις διαβάσουμε πολλές φορές, να παρακολουθήσουμε τις λεπτομέρειες των νοημάτων, να καταλάβουμε σωστά, να βγάλουμε συμπεράσματα και τελικά να πάρουμε μία θέση υπέρ, κατά ή ουδέτερη, με όλη την ευθύνη δική μας. Η προϋπόθεση να «αποτυπωθούν» κάπου οι απόψεις που υποστηρίζουμε, ακόμα και στην καθημερινή μας επικοινωνία, ίσως να φαίνεται υπερβολική και γελοία. Με το γράψιμο δεν διευκολύνουμε μόνο την αξιολόγηση και τον έλεγχο των απόψεων. Όταν οι σκέψεις και οι απόψεις μας πρόκειται να διατηρηθούν, τότε εξαναγκαζόμαστε να γίνουμε πιο προσεκτικοί και συνεπείς, ενώ με τη γραπτή διατύπωσή τους και ψάχνοντας για την πιο εύστοχη διατύπωση γίνεται δυνατή η επεξεργασία, η πιο πέρα ανάπτυξη των απόψεων και σε τελική ανάλυση η δική μας εσωτερική καλλιέργεια. Διότι και ο προφορικός λόγος δεν θα εκφράζει σωστά και όμορφα τις σκέψεις μας και δεν θα μπορεί να βοηθήσει να σκεφτούμε πιο έξυπνα και πιο αποτελεσματικά, όταν δεν έχουμε εξασκηθεί με τα εργαλεία της γραπτής έκφρασης. Όποιος δεν εκφράζεται ολοκληρωμένα, εύστοχα και με τις κατάλληλες λέξεις, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να ακούσει σωστά, σκέφτεται με άλματα, εκτρέπεται από τα συναισθήματα, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί και να διαβάσει και ομιλεί χωρίς να γνωρίζει τα θέματα. Θα σκεφτεί κανείς, ότι από την ανάγνωση θα συναντήσουμε απορίες και προτάσεις τις οποίες δεν καταλαβαίνουμε καλά, ενώ αν δίπλα μας βρισκόταν ο συγγραφέας του θα μας απαντούσε. Σωστά, αν όμως, βρισκόταν δίπλα μας χωρίς να είχε γράψει το βιβλίο, πιθανόν να μην είχαμε ακούσει αυτές τις σειρές που διαβάσαμε ή να μην τις παρατηρούσαμε στον προφορικό του λόγο και δεν θα συναντούσαμε την απορία ή δεν θα κάναμε τη σκέψη ότι κάτι λείπει. Αφήστε, την περίπτωση, ότι ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον δεν θα είχε το ίδιο καλή γνώση και μνήμη των ιδεών του, των σκέψεών του και των θεωρητικών συνεπειών τους. Έπειτα, δεν είπαμε ότι ο γραπτός λόγος εκφράζει πάντα με πληρότητα και σαφήνεια τις σκέψεις μας, αλλά μόνο ότι τις αποτυπώνει και μπορούμε να τις σκεφτούμε ξανά οποιαδήποτε άλλη στιγμή είτε για να τις συνεχίσουμε, είτε για να καταλάβουμε καλύτερα. Οι ίδιες οι σκέψεις που διατυπώνονται γραπτά μπορεί να μην είναι σαφείς και να μην είναι διατυπωμένες με τον καλύτερο τρόπο. Γι' αυτό γίνονται διορθώσεις και στα γραπτά κείμενα, η αναθεώρηση και η αναδιατύπωση και αν δεν μας περιόριζε ο χρόνος, θα μπορούσαμε να γράψουμε ξανά το ίδιο βιβλίο πιο ολοκληρωμένα, πολλές φορές ακόμα. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις θα ήταν προτιμότερο το γραπτό κείμενο να συνοδεύεται από βοηθήματα, όπως γίνεται για τα σχολικά βιβλία... για να μην αστειευτούμε και πούμε ότι αν πρόκειται για φιλοσοφικά κείμενα, τότε θα χρειαστεί και φροντιστήριο! Θα ήταν προτιμότερο ακόμα, το γραπτό κείμενο να συνοδεύεται από κάποιον που το έχει καταλάβει ή από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να διατυπώνουμε γραπτώς και καθαρά τις σκέψεις μας και να διαβάζουμε για να μάθουμε και να μην περιμένουμε να μάθουμε μόνο από τον προφορικό λόγο, όπως για παράδειγμα από μια ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή.
Η καθημερινή πολυλογία μας έχει συνηθίσει στην επιπολαιότητα. Μιλάμε περισσότερο για συναισθηματικούς λόγους και με κάποια προσδοκία και όχι για να εξασφαλίσουμε τη λύση, τη γνώση, τη συνέπεια και τη συνεννόηση. Δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο για να στοχαζόμαστε και να καταγράφουμε τις σκέψεις μας, δεν ανατρέχουμε στις πηγές και στα βιβλία, προσπερνάμε όσα δεν θυμόμαστε ή δεν μας βολεύουν, μετά το πέρας της επίσημης εκπαίδευσης σταματάμε να διαβάζουμε βιβλία, δεν συζητάμε με μορφωμένους ανθρώπους ή εποικοδομητικά με τους φίλους μας, αρκούμαστε στις εντυπώσεις και σκεφτόμαστε πως θα περάσουμε το μήνυμα που μας εξυπηρετεί. Η αναζήτηση της αλήθειας και της βεβαιότητας, η γραπτή έκφραση και επεξεργασία των απόψεών μας και το διάβασμα βιβλίων είναι από μόνα τους πολύ ωφέλιμα. Διότι εξ ορισμού η πνευματική καλλιέργεια, η αναζήτηση της αλήθειας και η επιδίωξη της γνώσης είναι η αναζήτηση της πραγματικότητας και των πραγματικών σχέσεών μας με τον κόσμο γύρω μας, και η ρύθμιση της ζωής μας σύμφωνα με την αλήθεια και όχι με το ψέμα και το λάθος. Δε θα μας φανεί αυτό υπερβολικό, εάν αναγνωρίσουμε τη διαρκή και σημαντική επίδραση της γνώσης και της σκέψης σε όλες τις κινήσεις μας.
* Αρχικές σκέψεις από το φιλοσοφικό βιβλίο "Η Θεολογία της Επιστήμης" ©2000 (σελ.32-33, 51)
> Σχετικές σελίδες
|