ΣΥΧΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ | ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
|
Αυτό το αφελές ερώτημα, η Θεωρία για ένα πλήρες Σύμπαν που φαίνεται απών ως χώρος (του Τελειωμένου Χρόνου) το μεταβάλλει σε σύμμαχό της και δίνει αναπάντεχα την εξήγηση. Οι τεράστιοι αριθμοί που περιγράφουν το Σύμπαν δείχνουν, ότι όλα τα πράγματα πρέπει να συνδέονται πολύ έμμεσα, να δημιουργούνται με μεγάλα χρονικά περιθώρια, να μπορούν να συνδυάζονται με όλους τους δυνατούς τρόπους και να συνυπάρχουν, χωρίς ποτέ το ταυτόχρονο Σύνολο να αποσταθεροποιείται. Όλα μπορούν να συμβούν με προκαθορισμένα όρια (εφόσον η ισορροπία του Συνόλου είναι αδιατάρακτη). Χρειάζεται αρκετός χρόνος και λεπτομέρεια ώστε όλα να μπορούν να συμβούν και να υπάρξουν ανεξάντλητα πράγματα με τη δυνατότητα εξέλιξης, χωρίς το σύνολο να αποσταθεροποιείται, επομένως και αρκετός χώρος, αποστάσεις, ενέργεια και ύλη.
Αυτή η απλή απάντηση θα είναι ακριβέστερη αν πούμε: Για να μπορούν τόσα πολλά πράγματα να υπάρξουν σαν ξεχωριστά και να έχουν χώρο να κινηθούν, χωρίς να υπάρχουν όλα μαζί στην ίδια στιγμή ή με όλους τους τρόπους σύνδεσης μεταξύ τους, πρέπει αντιθέτως το Σύμπαν να μην είναι ολοκληρωμένο (σε σύντομο χρόνο). Αυτό στη φύση επιτυγχάνεται με ένα σχετικό τρόπο, με το πλήρες Σύμπαν να υπάρχει συγχρόνως σε ελάχιστα χρονικά διαστήματα, από τα οποία ξεκινούν τα πιο πολύπλοκα πράγματα και σε όλα τα δυνατά χρονικά διαστήματα. Αυτή η σχετική απουσία του Σύμπαντος (ηλικία που το Σύμπαν προς τα μέρη του λείπει και φαίνεται ως χώρος) μαθηματικώς συνδέεται 1) με τη σχέση της μέγιστης χρονικής περιόδου και της συνολικής ποσότητας ενέργειας και 2) με ένα όριο (πιο σύντομου χρόνου) στη διαίρεση της μέγιστης χρονικής περιόδου και αντίστοιχα στη διαίρεση της συνολική ποσότητας της ενέργειας (με όριο μια ελάχιστη ποσότητα στη μονάδα του χρόνου).
Έως τώρα, απάντηση διχασμένη, ανατρεπόμενη από την αντίθετή της, αναγωγή στην άγνοια με τη μετάθεση του προβλήματος σε φανταστικές υπάρξεις, αδιέξοδα και μετάθεση της πρώτης αιτίας έξω από τα πράγματα ή σε ορισμένα μόνο μέρη τους. Εμείς απαντήσαμε καθαρά : Το Σύμπαν σαν ένα σύνολο δεν άρχισε να υπάρχει. Το Σύμπαν δεν είναι μόνο στο δικό μας παρόν και αυτό είναι πάντοτε το ίδιο στο σύνολο των στιγμών του, μαζί με όλες τις αλλαγές του, σαν τελειωμένος και πραγματοποιημένος Χρόνος. Όμως έχει μια σχετική αρχή ύπαρξης μεταξύ των επιμέρους πραγμάτων και αυτή η αρχή δεν είναι έξω από το Σύμπαν. Όπως δεν μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη χρονική περίοδος χωρίς μικρότερα χρονικά διαστήματα, έτσι το πλήρες Σύμπαν εξακολουθεί να γίνεται μεταξύ των πραγμάτων που υπάρχουν στα μικρότερα χρονικά διαστήματα. Τα ελάχιστα χρονικά διαστήματα στα οποία το Σύμπαν γίνεται συνδέονται με ελάχιστα ποσά ενέργειας και συγκροτούν τα δομικά στοιχεία, τα οποία έχουμε ονομάσει ύλη. Αντιθέτως, το πλήρες Σύμπαν σχετικά απουσιάζει, όμως το σύνολο της σταθερής ενέργειας χρησιμεύει σαν πεπερασμένος χώρος για όλα τα δομικά στοιχεία. Το Σύμπαν δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ύλη ούτε η ύλη χωρίς το Σύμπαν, διότι η ύλη αποτελεί τη σχετική έναρξη του χρόνου και του συγχρονισμού για την αλλαγή μέσα στο Σύμπαν και δίνει νόημα στην ενέργεια, αφού η ενέργεια δεν θα υπήρχε εάν δεν ελαττωνόταν έτσι σχετικά με την παρουσία της ύλης.
Χιλιάδες φιλοσοφικές θεωρίες, επανάπαυση σε θρησκευτικές προκαταλήψεις και ανόητος περιορισμός της έννοιας του Σύμπαντος από την επιστήμη για τη διάσωση των μαθηματικών τύπων της ή από την παρερμηνεία τους. Για εμάς, τα ερωτήματα πώς, πότε και γιατί άρχισε το Σύμπαν να υπάρχει, αυτοκαταστρέφονται και δεν έχουν νόημα. Έχουν ένα αρνητικό νόημα, μόνο για να ερμηνευτεί πως γίνεται να είναι το Σύμπαν αδημιούργητο τη στιγμή που δημιουργούνται τα επιμέρους πράγματα, τα οποία προς το εξωτερικό τους έχουν μια αρχή ύπαρξης. Η κοινή πραγματικότητα ανέκαθεν συνεχίζει να γίνεται έμμεσα και εξωτερικά σε σχετικά μικρότερες στιγμές, ενώ αυτή σαν σύνολο είναι ανέκαθεν τελειοποιημένη μέσα στα σταθερά όρια μιας ευρύτερης στιγμής/περιόδου. Η επαρκής αιτία των περιορισμένων πραγμάτων δε λείπει και δεν μπορεί να είναι άλλη από το κοινό και άμεσο Σύνολό τους. Μπορούμε να δούμε τον κόσμο με δύο αντίθετους τρόπους: σε εξέλιξη ή σταθερό. Σαν αφηρημένη, εξωτερικά καθορισμένη και τυχαία υλική ύπαρξη ή σαν συνολική ποιότητα άμεσα και αυτοτελώς καθορισμένη από τον εαυτό της. Είναι και οι δύο αληθινοί.
Ακατάληπτο για τον μη ειδικό, γνωστό μόνο από μαθηματική σχέση για τη φυσική. Στο βάθος, με αυτό το ερώτημα επαναλαμβάνουμε την φιλοσοφική απορία για τη σχέση της ενότητας με την πολλαπλότητα των πραγμάτων και ζητάμε να μας εξηγήσουν γιατί υπάρχει ροή χρόνου. Ο χρόνος είναι σχετικός γιατί το Σύνολο των πραγμάτων Είναι ταυτοχρόνως. Αυτό σημαίνει, ότι η στιγμή που γίνεται κάτι δεν είναι μια άλλη (απόλυτα) ξεχωριστή στιγμή στην εξέλιξη του Σύμπαντος, όπως θα ήταν αν το Σύμπαν δεν ήταν το ίδιο στο σύνολό του. Η στιγμή που γίνεται κάτι είναι ξεχωριστή σε σχέση με τα χρονικά διαστήματα των άλλων επιμέρους πραγμάτων. Τα ίδια τα πράγματα είναι τρόποι αλληλεπίδρασης και διασύνδεσης σε ευρύτερους χρόνους, με αρχικούς τρόπους τους υλικούς φορείς. Συνεπώς, τα πράγματα υπάρχουν σαν μέρη-στιγμές ενός ευρύτερου Χρόνου-Παρόντος, που αποτελεί το 100% σύνολό τους. Τα επιμέρους πράγματα υπάρχουν σαν ξεχωριστά μέσα στο χρόνο και εξελίσσονται όχι επειδή το Σύμπαν δεν είναι ολοκληρωμένο και σταθερό, αλλά διότι το Σύμπαν είναι σταθερά και πάντοτε απών, σε σχέση με τα μικρότερα χρονικά διαστήματα των επιμέρους πραγμάτων.
Μία από τις απορίες που γεννιέται στη σκέψη ενός άσχετου, εκφράζεται με το ερώτημα, πώς από μία τέτοια δυναμική δομή της ύλης, όπου αναρίθμητα
μικροσκοπικά άτομα συνδέονται και μάλιστα με τη μεσολάβηση των αεικίνητων ηλεκτρονίων, πώς τελικά διαμορφώνονται πράγματα που μας φαίνονται
κάπως σταθερά. Πώς μικροσκοπικές ποσότητες που κινούνται ασταμάτητα και ανταλλάσσουν ενέργεια, ή κυματικές κινήσεις καταφέρνουν και αποκτούν μια
πιο σύνθετη και σταθερή μορφή. Την ίδια αφελή απορία προκαλεί η σκέψη, ότι ζούμε επάνω σε ένα πλανήτη που αυτοπεριστρέφεται και περιφέρεται
γύρω από τον ήλιο και όλα μαζί πάλι κινούνται μέσα στο γαλαξία. Εάν τα κινούμενα φαίνονται σαν ακίνητα ή με πολύ αργό ρυθμό μεταβαλλόμενα, τότε
μην μας παραξενεύει ότι το Σύμπαν στο σύνολό του είναι αμετάβλητο αλλά σε εμάς φαίνεται αντιθέτως.
Αδιανόητο το ερώτημα και όχι απλώς αναπάντητο! Υπάρχει αστάθεια, αλλαγή και διαφορά στα πράγματα, παρά το ατελείωτο παρελθόν τους, επειδή η πολλαπλότητα και η ύπαρξη των μερών προϋποθέτουν να μην είναι όλα τα πράγματα και με όλους τους δυνατούς τρόπους αλληλεπίδρασης και στην ίδια εξωτερική στιγμή. Δεν υπάρχουν όλα τα πράγματα και με όλους τους δυνατούς τρόπους, διότι τα λεγόμενα πράγματα εξ αρχής είναι τρόποι που ξεκινούν να γίνονται από τα ελάχιστα χρονικά διαστήματα, στα οποία τα δομικά στοιχεία δεν προλαβαίνουν να συγχρονιστούν μεταξύ τους με όλους τους δυνατούς τρόπους. Τα λεγόμενα πράγματα αποτελούν συγχρονισμένες αλληλεπιδράσεις, όχι όμως με όλους τους δυνατούς τρόπους αφού το Σύμπαν γίνεται σχετικά σαν ελλιπές, εμμέσως και εξωτερικά στις μικρότερες στιγμές του (δηλ. γίνονται με υλικούς τρόπους, σε κάποια απόσταση και μετά από κάποιο χρόνο αλληλεπίδρασης). Ενώ στο σύνολο του χρόνου, το οποίο αποτελεί το μέγιστο χρονικό διάστημα, το Σύμπαν είναι άμεσα ολοκληρωμένο, αμετάβλητο, με όλους τους δυνατούς τρόπους και δεν υπάρχει σε σχέση με κάτι άλλο.
Για τον ίδιο λόγο τα πράγματα δεν είναι χωρίς καμία σταθερότητα ή τελείως διαφορετικά, πάντοτε αποτελούν μέρη ενός και του ίδιου συνόλου (ή σαν
συγχρονισμένες μεταβολές σε μια σταθερή ποσότητα) και έτσι μπορούν να διαφέρουν και να γίνονται. Όλα έχουν μία αρχή και ένα τέλος (σε σχέση με
τα πράγματα των άλλων εξωτερικών στιγμών), δεν υπάρχουν με απεριόριστες δυνατότητες, οι ενεργειακές μεταβολές και οι κινήσεις ρυθμίζονται από
τις ίδιες σχέσεις, μπορούν να συγχρονίζονται και όλα αυτά τα όρια και οι σταθερές σχέσεις θα ήταν τυχαία φαινόμενα αν το Σύνολό τους δεν ήταν
σταθεροποιημένο. Η αρχή και το τέλος της ύπαρξης επίσης θα ήταν επίσης ένα τυχαίο φαινόμενο, με τελείως διαφορετικά όρια από πράγμα σε πράγμα
και σε στιγμές άσχετες από τις στιγμές που γίνονται τα άλλα πράγματα.
Ένα από τα πιο μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα, με μεγάλες και εκπληκτικές αντιπαραθέσεις, με απρόσμενες και συνταρακτικές ανακαλύψεις στον 20ό αιώνα. Η έννοια της ύλης δεν έπαψε να είναι στην επιστήμη αναιτιολόγητα ορισμένη και διαστρεβλωμένη. Σε γενικές γραμμές, η ύλη είναι οι αρχικοί (ελάχιστοι) τρόποι με τους οποίους το Σύμπαν γίνεται σχετικά έμμεσα και εξωτερικά στις ευρύτερες εξωτερικές στιγμές του (οι ελάχιστες στιγμές του σταθερού ευρύτερου παρόντος). Είναι η σχετική πρώτη πραγματικότητα μέσα στο τελειωμένο σύνολό της, έξω από το οποίο δεν θα υπήρχε. Αυτοί οι αρχικοί τρόποι αποτελούν στοιχειώδη ποσά ενέργειας που μεταβάλλονται σταθερά στα πιο μικρά χρονικά διαστήματα της φύσης και αποτελούν τους φορείς της έμμεσης και εξωτερικής ύπαρξης, με άλλα λόγια τους φορείς των δυνατοτήτων για να υπάρχουν πιο πολύπλοκα πράγματα σε ευρύτερους χρόνους αλληλεπίδρασης (μετά από συγχρονισμό μεταξύ τους). Έξω από μία προηγούμενη και άμεσα τελειωμένη πραγματικότητα, τα υλικά στοιχεία θα αλληλεπιδρούσαν τελείως απροσδιόριστα, καθορισμένα μόνο από το εξωτερικό τους, χωρίς να έχουν σταθερές ιδιότητες, χωρίς να μπορούν να συνδυαστούν με σταθερούς τρόπους μεταξύ τους και να δημιουργήσουν πιο σύνθετες ποιότητες. Τα ίδια θα ήταν τελείως ασταθή και χωρίς προκαθορισμένες δυνατότητες στον τρόπο δράσης και αντίδρασής τους.
Η αποκάλυψη του ρόλου της ύλης για τα σύνθετα πράγματα και η παρατήρηση, πως η ύλη χρειάζεται να υπάρχει σε ένα Σύμπαν ολοκληρωμένο μέσα στο διάστημα μιας Μέγιστης Περιόδου, μπορεί να γίνει από τις πιο απλές σκέψεις του κόσμου, από την αρχική (φιλοσοφική) ανάλυση των γενικών εννοιών. Κάθε πράγμα σαν μέρος ενός κοινού συνόλου εξαρτάται πιο έμμεσα από τα υπόλοιπα, ανεξάρτητα από τη θέση και τη στιγμή που υπάρχει. Τα πράγματα συνυπάρχουν μέσα στα όρια μίας κοινής συνολικής στιγμής και δεν υπάρχουν έμμεσοι επηρεασμοί, που να γίνονται ύστερα από ατελείωτο (άπειρο) χρόνο. Ο πιο έμμεσος τρόπος, με τον οποίο συνδέονται και επηρεάζονται τα πράγματα, πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί ανέκαθεν, να είναι ο ίδιος για κάθε πράγμα και τα αποτελέσματά του κάπως να παραμένουν. Αυτά τα πιο έμμεσα αποτελέσματα αποτελούν τους σταθεροποιημένους τρόπους επηρεασμού, που ονομάζουμε ύλη. Βγάζοντας την έννοια της ύλης με τη σκέψη ότι τα πράγματα είναι ήδη (από πριν) δημιουργημένα και έχουν από πριν μια ορισμένη πιο μακρινή σχέση, η ύλη βγαίνει με το γνώρισμα του ελάχιστου αποτελέσματος, μιας ελάχιστης μεταβολής και σαν κοινό στοιχείο στα πράγματα και όχι σαν αρχική αιτία που δημιουργεί τα πράγματα.
Εκπληκτικό, ότι μπορούσε κάποιος να μιλήσει για την ύλη με περισσότερη ευστοχία από μερικούς αιώνες πριν! Μετά από την ανάπτυξη του συλλογισμού
-εισάγοντας την έννοια της ευρύτερης Συμπαντικής στιγμής- η ύλη προσδιορίστηκε σαν ένας αριθμός φορέων ελάχιστης αλληλεπίδρασης (οι ελάχιστες
στιγμές δράσης) και νοήθηκε καθαρά η άμεση σχέση της με το χρόνο και τη περιοδική μεταβολή. Αργότερα, από τη σύζευξη της φυσικής με τη
φιλοσοφική ερμηνεία, επιβεβαιώθηκαν ο γενικός ορισμός της και οι αρχικές φιλοσοφικές παρατηρήσεις: 1) για τη σχέση του ελάχιστου χρόνου με
αντίστοιχες μεταβολές ενέργειας, 2) για τη σχέση της ύλης με τις πρώτες διακυμάνσεις που επίσης γίνονται στα πιο σύντομα χρονικά διαστήματα της
φύσης και τις οποίες ονομάζουμε (ηλεκτρομαγνητική) ακτινοβολία.
Σε γενικές γραμμές, τα λεγόμενα πράγματα συνδέονται, έχουν κοινά στοιχεία και εξελίσσονται, γιατί προσδιορίζονται από το εξωτερικό τους μόνο κατά ένα μέρος. Όμως, δεν προσδιορίζονται μόνο έμμεσα, τυχαία και όπως αν ξεκινούσαν από μηδενικό χρόνο ή όπως αν δεν υπήρχε μια προηγούμενη πραγματικότητα που συμμετέχει στις επιμέρους εξελίξεις. Όλα τα πράγματα αρχίζουν να υπάρχουν σαν μέρη του ίδιου ευρύτερου Σύμπαντος, με τις ίδιες ελάχιστες διαδικασίες και στην ουσία δεν διαφέρουν, παρά μόνο στον τρόπο, στο χρόνο και στην ποσότητα των δομικών στοιχείων με τα οποία αυτά γίνονται, όπως παρόμοια έχουν παρατηρήσει μερικοί μεγάλοι φιλόσοφοι. Η ύπαρξη των δομικών στοιχείων τα οποία ονομάζουμε ύλη, συνδέονται μόνιμα με μια κοινή πραγματικότητα και η δομή τους δεν γίνεται από μια τυχαία εξωτερική συνάντηση σωματιδίων. Η δομή τους ξεκινάει από στοιχειώδεις μεταβολές που γίνονται σε ελάχιστα χρονικά διαστήματα σε μια σταθερή και την ίδια ποσότητα ενέργειας.
Οι δυνατότητες των υλικών στοιχείων, ο αριθμός τους και η δυνατότητα συνδυασμού και σύνθεσής τους είναι προκαθορισμένα για όλα τα πράγματα από την πεπερασμένη και σταθερή ενέργεια (του κενού χώρου), από τα σταθερά όρια της μέγιστης και της ελάχιστης απόστασης, από τις ίδιες σχέσεις στη μεταβολή μιας σταθερής ποσότητας ενέργειας και σε τελική ανάλυση από το Κοινό Σύνολό τους. Η δυνατότητα να υπάρχουν τα δομικά στοιχεία σαν φορείς της δημιουργίας και για να γίνονται υλικές-έμμεσες αλληλεπιδράσεις, προϋποθέτει σταθερότητα των δομικών στοιχείων, επαναλαμβανόμενη ανταλλαγή της ενέργειας, διαδικασίες και μεταβολές ενέργειας που γίνονται με σταθερές σχέσεις, αλληλεπίδραση των υλικών φορέων που μπορεί να γίνεται σε ελάχιστα χρονικά διαστήματα και τελικά προϋποθέτει να αλληλεπιδρούν οι φορείς μεταξύ τους σε μια κοινή στιγμή (δηλαδή συγχρονισμό. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις και οι σταθερές δυνατότητες δεν εξαρτώνται μόνο από το εξωτερικό περιβάλλον και από τις μεμονωμένες στιγμές επίδρασης των εξωτερικών πραγμάτων. Δεν είναι το τυχαίο αποτέλεσμα από την τυχαία εξωτερική σύνδεση των πραγμάτων, αλλά από τη μόνιμη εφαρμογή σταθερών ορίων στο μήκος, στο χρόνο και στην ενέργεια με τα οποία όλα τα πράγματα γίνονται και παρουσιάζονται σαν ξεχωριστά μεταξύ τους. Το Κοινό Σύνολο των πραγμάτων, λοιπόν, με τη σταθερή, άμεση και ολοκληρωμένη παρουσία του αποτελεί την προηγούμενη ενιαία αρχή για όσα μπορούν να συμβούν πιο έμμεσα και τυχαία (στην πορεία του εξωτερικού χρόνου).
Η ενότητα, η σταθερότητα του ολοκληρωμένου Σύμπαντος (στο συνολικό χρόνο), η ταυτόχρονη (άμεση) παρουσία του (η αμεσότητα της ύπαρξής του) και η
συνολική ποσότητα της ενέργειας υπάρχουν από πριν σχετικά προς την ύλη σαν κοινή βάση για τη διατήρησή της και σχετίζεται με την εσωτερική τάση
για αλληλεπίδραση μέσα στη δομή της ύλης. Έτσι βάζει τους όρους για τη διατήρηση της ενεργειακής ισορροπίας και της σταθερότητας, αφού θέτει με
φυσικό τρόπο τα σταθερά όρια στην κίνηση και στην ανταλλαγή της ενέργειας, όρια από τα οποία κανένα πράγμα δεν μπορεί να απαλλαγεί. Όμως, η
παρουσία της ύλης είναι στιγμιαία διακοπή της ενότητας, γρήγορη μεταβολή (αυξομείωση) της ενέργειας, ένα σύντομο χρονικό διάστημα μεταβίβασης
της ενέργειας, διατάραξη της ισορροπίας σε μια σταθερή ποσότητα ενέργειας, "απομάκρυνση" από την "κοινότητα" και η αρχή μιας απουσίας... Στις
πιο μεγάλες ποσότητες της ύλης, η τάση για αναπλήρωση της ενέργειας (και επαναφορά σε κατάσταση ισορροπίας) εμφανίζεται εξωτερικά και ομοιόμορφα
με τη βαρυτική δύναμη, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές και σχετικές ιδιομορφίες των πραγμάτων.
Η μοναδική φυσική ερμηνεία που μπορεί να απαντήσει σε αυτή τη δυνατότητα της ανθρώπινης λογικής χρειάζεται την αρχική παραδοχή/αξίωμα/υπόθεση για ένα Σύμπαν πλήρες και πάντοτε το ίδιο εντός των ορίων μιας μέγιστης χρονικής περιόδου. Ένα τέτοιο Σύμπαν, το οποίο σύμφωνα με την αρχική παραδοχή, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικό, τη στιγμή που παρατηρούμε γύρω μας ένα ανεξάντλητο πλήθος επιμέρους πραγμάτων να μεταβάλλονται, αυτή η σταθερότητα του κοινού Συνόλου θα ήταν ατυχές, αν όχι ανόητο, να θεωρηθεί τυχαία. Για να είναι το Σύμπαν πάντοτε το ίδιο και στο ίδιο χρονικό διάστημα μιας μέγιστης περιόδου, πρέπει όλα τα επιμέρους πράγματα με τις κινήσεις τους, να γίνονται με καθορισμένα όρια και όχι απεριόριστα και με τους τρόπους εκείνους που εξασφαλίζουν την "παγκόσμια ισορροπία".
Από τα πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν σύμφωνα με την αρχική παραδοχή, είναι η ανάγκη να διακόπτεται η συνέχεια της ύπαρξης των πραγμάτων για να μην υπάρχει άπειρος αριθμός πραγμάτων. Σε λίγες σειρές συλλογισμών, από την ίδια αρχική παραδοχή προκύπτει η διακοπή της συνέχειας ακόμα και στα "ζωντανά" πράγματα και τότε τη διακοπή αυτή την μετονομάζουμε σε "θάνατο"! Γενικότερα, προκύπτει αμέσως η ύπαρξη ορίων σε πλήθος άλλων περιπτώσεων, όπως στον πιο έμμεσο τρόπο αλληλεπίδρασης μεταξύ των πραγμάτων, στον αριθμό των πραγμάτων, στη διαίρεση του χρόνου και στη διαίρεση των πραγμάτων. Επίσης, έτσι θεωρητικά, μέσα από τους πρώτους συλλογισμούς προκύπτει η σχέση της αφηρημένης "αρχής διατήρησης της ενέργειας" με τη σταθερότητα του ολοκληρωμένου Σύμπαντος. Όλα τα επιμέρους πράγματα με όλες τις διαφορές τους, υπάρχουν και γίνονται ανάμεσα στα χρονικά όρια ενός μέγιστου Συνολικού Χρόνου (στον οποίο Υπάρχει όλο το Σύμπαν) και ενός ελάχιστου δυνατού χρόνου (στον οποίο υπάρχει το "ελάχιστο" του Σύμπαντος). Τα υλικά πράγματα, όπως και να συνδεθούν, με οποιοδήποτε τρόπο, σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο, θα υπάρχουν και θα γίνονται με προκαθορισμένα χρονικά και χωρικά όρια και με τις σταθερές προδιαγραφές μίας κοινής πραγματικότητας για όλα. Η ύπαρξη μίας κοινής και σταθερής ενεργειακής ποσότητας (του πεπερασμένου χώρου), η σχέση της με το χρόνο, που αυτή μεταβιβάζεται κατά κύματα και κατά ελάχιστες ποσότητες και υπό τις συνθήκες που διατηρείται η δομή της ύλης σαν στάσιμη κυματική κατάσταση, μας επιτρέπουν να περιγράφουμε το πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων με ποσοτικές σχέσεις, όπως και με γενικές έννοιες.
Επειδή προκύπτει, ότι τα δομικά στοιχεία των πραγμάτων, η λεγόμενη ύλη, είναι ταχύτατες μεταβολές σε ιδιαίτερα μικρά χρονικά διαστήματα και στοιχειώδεις ανταλλαγές ενέργειας (ταλαντώσεις και περιοδικές μεταβολές), ή τρόποι που γίνονται σε μια κοινή ουσία όπως θα έλεγε ο Σπινόζα, γι' αυτό τα όρια που προκύπτουν για το χρόνο (ελάχιστο και μέγιστο χρονικό διάστημα) πρέπει να εφαρμόζονται και στις υλικές διαδικασίες. Επομένως, τα χρονικά αυτά όρια της ελάχιστης και της μέγιστης χρονικής περιόδου του Σύμπαντος επιβάλλουν όρια και κυκλικές διαδικασίες (πολλαπλάσιες ή υποπολλαπλάσιες στιγμές, αυξομειώσεις, ελάχιστες και μέγιστες τιμές, συχνότητα, αναστροφή, μέσες τιμές, καθετότητα, διακοπή, αναίρεση) για τη διατήρηση και την επαναφορά των ορίων στην κίνηση και στην ενέργεια. Τα όρια εξ΄ αρχής διέπουν, αντιστοιχούν και επιβάλλονται στην ενέργεια, στο μήκος, στη μεταβολή της ενέργειας και της ύλης, στο συγχρονισμό και στη δημιουργία των πραγμάτων, τα οποία εμφανίζονται να δημιουργούνται μόνο σαν εξωτερικά και τυχαία, ενώ οι όροι της δημιουργίας τους επιβάλλονται "εσωτερικά" από την ίδια την ουσία τους. Η κοινή ουσία με την οποία υπάρχουν οι δομικοί λίθοι του κόσμου και η ισότροπη παρουσία του πεπερασμένου χώρου (ο οποίος υπάρχει δυναμικά και άμεσα συνδεδεμένος με τα δομικά στοιχεία) "εσαναγκάζει" εκ των προτέρων τα υλικά σε ορισμένους συνδυασμούς, με σχέσεις αναλογίας, επανάληψης με ενδιάμεσα όρια και δεν επιτρέπουν την "ανεξέλεγκτη" σύνδεση, αλληλεπίδραση και μεταβολή τους μέσα στο χώρο και στο χρόνο.
Με την εισαγωγή των πληροφοριών και των όρων της φυσικής, γίνεται πιο φανερός ο καθοριστικός ρόλος της ύπαρξης σταθερών ορίων στις μεταβολές και της
σταθερότητας ενός ολοκληρωμένου Σύμπαντος. Για να είναι το Σύμπαν πάντοτε το ίδιο και στο ίδιο χρονικό διάστημα μιας μέγιστης περιόδου και για να έχει νόημα η
αρχή διατηρήσεως της ενέργειας, πρέπει όλα τα επιμέρους πράγματα με τις κινήσεις τους να γίνονται: με ελάχιστα min και με μέγιστα max όρια, στο χρόνο t και Τ,
στο μήκος l και λ, στην ταχύτητα V, στη συχνότητα f, στο ρυθμό μεταβολής της ταχύτητας ±a, στην αύξηση της μάζας M, στη μεταβίβαση της ενέργειας hf, στο μέγεθος
της δύναμης F. Ακόμα, τα επιμέρους πράγματα πρέπει να γίνονται συγχρονισμένα με την ταυτόχρονη δυναμική συμμετοχή του Κοινού Συνόλου τους και από την
πλησιέστερη απόστασή του, που σε εμάς φαίνεται από μακριά σαν απουσία του κενού χώρου, ενώ από πολύ κοντά σαν πυρηνική δύναμη.
Μία απλή έννοια, όπως ο χώρος, στη φυσική ανακάλυψαν τη φαινομενικότητα της απλότητάς του, αφού επί αιώνες είχαν καλλιεργήσει την άποψη του απόλυτου
κενού. Για να απορήσει ένας άνθρωπος τι είναι ο κενός χώρος και για να σκεφτεί ότι ο κενός χώρος υπάρχει σαν ένα φαινόμενο από ορισμένες (δυναμικές)
διαδικασίες, ξεπερνάει τα όρια της Φιλοσοφίας και πλησιάζει την τρέλα. Στη φυσική ακόμα αδυνατούν να εξηγήσουν τη σχέση του κενού χώρου με την ύλη και
με τις άλλες φυσικές δυνάμεις και κατά συνέπεια δεν μπορούν να ορίσουν ακριβώς την έννοιά του.
Από πρώτη σκέψη, ο χώρος είναι η σχετική δυνατότητα να αλληλεπιδράσουν πιο άμεσα και με πολλούς τρόπους στην ίδια στιγμή (συγχρονισμένα), τα εξωτερικά
και έμμεσα (με υλικούς φορείς) πράγματα, δυνατότητα αλληλεπίδρασης η οποία έχει ένα όριο (χρόνου και μήκους). Ο πεπερασμένος χώρος είναι ο σχετικά
δυνατός χρόνος ν’ αλληλεπιδράσουν και να διαμορφώσουν ποιότητες τα υλικά στοιχεία, τα οποία σαν ελάχιστες διακυμάνσεις μιας σταθερής ποσότητας, επίσης
ξεκινούν και γίνονται από τις πιο γρήγορες μεταβολές χρόνου και μήκους.
Ο χώρος σαν αφηρημένη πραγματικότητα χωρίς ποιότητα είναι η συνολική ενέργεια και το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορούν να γίνουν όλες οι
αλληλεπιδράσεις με τους υλικούς φορείς. Με άλλα λόγια, το ολοκληρωμένο Σύμπαν στο σύνολο του χρόνου (μέγιστη χρονική περίοδος ΤΣυμπαν ) υπάρχει σχετικά
σαν πεπερασμένος χώρος και σαν σταθερή ποσότητα ενέργειας για όσα μπορούν να συμβούν εμμέσως με τους υλικούς φορείς. Επειδή οι υλικοί φορείς αποτελούν
γρήγορες διακυμάνσεις ενέργειας σε μια κοινή και σταθερή ποσότητα, αυτή η κοινή και σταθερή ποσότητα προκαθορίζει τα μέγιστα και τα ελάχιστα όρια (του
μήκους και του χρόνου) στις διακυμάνσεις και στην ποσότητα της ενέργειας που μεταβιβάζεται ή μεταβάλλεται στη μονάδα του χρόνου μεταξύ των δομικών
στοιχείων.
Ο χώρος σαν συνολική και κοινή ενέργεια του σταθεροποιημένου Σύμπαντος δεν είναι απεριόριστος. Αυτός ο περιορισμός και η σταθερότητα της συνολικής
ενεργειακής ποσότητας, σημαίνουν για τα λεγόμενα πράγματα: ένα μέγιστο όριο μήκους στην απομάκρυνση, απόκλιση από την ευθεία απόσταση, κανένα ξεχωριστό
σημείο για τη μέτρηση του μέγιστου μήκους, ισοτροπία, κύματα ενέργειας (βαρυτικό πεδίο) που συγκεντρώνονται προς τα σημεία ελαττωμένης ενέργειας που
υπάρχουν στη δομή της ύλης και σφαιρικότητα του χώρου. Ο κενός χώρος και ο ρόλος του είναι αξεχώριστα από την παρουσία των δομικών στοιχείων της φύσης,
τα οποία υπάρχουν και έχουν τη δομή τους, όχι μόνο επειδή αυτά βρίσκονται μέσα σε ένα κενό χώρο και μεταξύ άλλων πραγμάτων, αλλά διότι συγχρόνως
αποτελούν διακυμάνσεις του χώρου.
Η ερμηνεία της παρουσίας της ύλης ως φαινόμενο από τη μεταβολή στην ενέργεια του ίδιου του χώρου ή από τη δυναμική μεσολάβηση του πεπερασμένου χώρου μας
αποτρέπει από την παγίδα των αδιέξοδων ερωτημάτων και στρέφει την αναζήτηση στα πραγματικά φαινόμενα που μπορούν να ερμηνεύσουν τα μεγάλα κενά στο
μοίρασμα της ύλης. Διότι αυτά τα κενά του χώρου "αντανακλούν" ποσότητα ενέργειας και χρόνου που λείπει από τις εξελίξεις του υλικού κόσμου. Έτσι ο χώρος
επιτρέπει μέσα σε προκαθορισμένα όρια χρόνου, μήκους και ενέργειας να εξωτερικευτούν (σχετικά και έμμεσα) δια μέσου των υλικών φορέων, όσα υπάρχουν
ανέκαθεν με ταυτόχρονο και άμεσο τρόπο (στη μέγιστη χρονική περίοδο του Ολοκληρωμένου Σύμπαντος, το οποίο σχετικά είναι απών). Εάν το Σύμπαν δεν υπήρχε
ταυτόχρονα σε πολλές υπο-στιγμές ή δεν ήταν τελειωμένο πριν από τη στιγμή, που ακόμα γίνεται ως προς εμάς, τότε δε θα υπήρχε ο κενός χώρος, ή αυτός θα
ήταν μια τυχαία και ασταθής ποσότητα, όπως θα ήταν και τα δομικά στοιχεία. Το Σύμπαν στο σύνολο του χρόνου είναι ολοκληρωμένο πριν από τη σχετική στιγμή
στην οποία ξεκινούν να υπάρχουν τα μέρη του και η σχετική και σταθερή απουσία του έχει τη μορφή του πεπερασμένου χώρου.
Τα χρονικά όρια για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των επιμέρους πραγμάτων "εκφράζονται" από την παρουσία μίας σταθερής ποσότητας ενέργειας που για τον
υλικό κόσμο φαίνεται απούσα με τη μορφή του κενού χώρου, επειδή αυτή η ενέργεια βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. Η παρουσία του ολοκληρωμένου
Σύμπαντος είναι η ίδια για όλα τα επιμέρους πράγματα και δεν ξεχωρίζει σε κανένα σημείο με συνέπεια να φαίνεται σαν απούσα και ανενεργή! Η αόρατη
παρουσία του αποκαλύπτεται από την ισότροπη μεταβίβαση ενέργειας προς τη δομή της ύλης (βαρυτικό πεδίο) και από το δυναμικό ρόλο του κενού χώρου στις
μικροσκοπικές διαστάσεις, όπου το μήκος κάπου έχει ένα ελάχιστο όριο.
Ο κενός χώρος βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας όχι επειδή απλώς είναι κάτι ακίνητο, αλλά επειδή ο χώρος ταλαντώνεται με τη μέγιστη δυνατή συχνότητα. Αυτή είναι μια νέα διαπίστωση, που προέκυψε από την πρώτη προσπάθεια να ανιχνευτούν μαθηματικές σχέσεις στη φυσική ερμηνεία του Τελειωμένου Χρόνου και καθοδηγήθηκε από την ανάγκη :
1) να ερμηνευτούν οι ταχύτατες μεταβολές σε μικροσκοπικά μήκη, οι οποίες δεν ξεκινούν και δεν συγχρονίζονται από τις κινήσεις των μεγάλων σωμάτων, αλλά από την άμεση σύνδεσή τους με μια κοινή ποσότητα,
2) να ερμηνευτεί η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης των κυματικών διαταραχών του χώρου (με την ταχύτητα του φωτός), η οποία δεν φαίνεται να ξεκινάει από μηδενική ταχύτητα και από μια κίνηση όπως των ορατών σωμάτων και
3) να ερμηνευτεί η δημιουργία των δομικών στοιχείων και η έννοια του σώματος, με κυματικές κινήσεις και φαινόμενα, τα οποία μπορούν να περιγραφούν χωρίς
τον όρο του σώματος.
Δύο φημισμένες μαθηματικές εξισώσεις του Alb. Einstein αποκάλυψαν με εκπληκτικό τρόπο, πως η ύλη με τη μορφή σωματιδίων και η ενέργεια δεν είναι
αντίθετες ή διαφορετικές ουσίες και πως σαν δύο μορφές της ίδιας ουσίας μπορούν να γίνονται η μία από την άλλη. Το πλήθος των περιπτώσεων που
παρατηρούμε να μεταβιβάζεται ενέργεια στον ορατό κόσμο εμφανίζει την ενέργεια σε πλήρη αντίθεση με το φαινόμενο της ύλης που συγκροτεί τα σταθερά
σώματα. Από την άλλη πλευρά, οι μαθηματικές σχέσεις που εξισώνουν την ύλη με την ενέργεια και ο μετασχηματισμός των σωματιδίων που γίνεται μεταξύ τους
στις μικροσκοπικές διαστάσεις, και η δημιουργία σωματιδίων μέσα από διαδικασίες που η κινητική ενέργεια είναι αυξημένη, εμφανίζουν την ενέργεια και την
ύλη σαν να μην έχουν διαφορά μεταξύ τους. Η συνηθισμένη εμπειρία από τη μια πλευρά και η ασυνήθιστη επιστημονική εμπειρία από την άλλη, έκαναν
παρεξηγήσιμες τις μαθηματικές διατυπώσεις των σχέσεων μεταξύ της ύλης και της ενέργειας.
Έπρεπε να έχει καθοριστεί η θεμελιώδης διαφορά στις έννοιες της ενέργειας και της ύλης, ώστε να σταματήσει να γίνεται η συνταύτισή τους, όπως αν δεν
υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ τους, αλλά και για να σταματήσει η αντιπαράθεσή τους σαν να ήταν τελείως διαφορετικά φαινόμενα. Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ
της ενέργειας και της ύλης, σε τελική ανάλυση ανάγεται (ή προέρχεται) σε μια διαφορά μεταξύ της κίνησης που μεταβάλλεται ομαλά και ανεμπόδιστα και της
κίνησης που εμποδίζεται ή γίνεται σαν ισορροπημένη όπως μια στάσιμη κυματική μεταβολή. Ή, με άλλη διατύπωση, ανάγεται σε μια διαφορά μεταξύ μιας
ποσότητας που μεταβιβάζεται και μιας ποσότητας που εμποδίζεται και καθυστερεί ή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί. Υπάρχει πράγματι μια αντίθεση στα δυο
φαινόμενα (την οποία συναντάμε και στις μαθηματικές σχέσεις), αυτή όμως η αντίθεση είναι σύμφυτη με την κίνηση, διότι ακόμα και η ευθύγραμμη ομαλή
κίνηση αν δεν γίνεται σε μηδενικό χρόνο ή δεν γίνεται με άπειρη ταχύτητα, τότε περιέχει την έννοια της καθυστέρησης, της έλλειψης χρόνου μέχρι την άφιξη
και την έλλειψη κίνησης. Η ύπαρξη και μόνο ενός ορίου ταχύτητας στην κίνηση μέσα στη φύση, αποτελεί ένα εμπόδιο στην κίνηση και την φέρνει σε αντίθεση
με τον εαυτό της, αφού η χρονική καθυστέρηση μπορεί να θεωρηθεί σαν αδράνεια και το όριο της ταχύτητας μπορεί να αποδοθεί επίσης σε κάποια αδράνεια.
Επομένως, η κίνηση και η αδράνεια δεν λείπουν ποτέ από τη φύση και αυτά είναι τα θεμελιώδη φαινόμενα που δημιουργούν και διατηρούν τη φύση. Η κίνηση με
τις πιο υψηλές ταχύτητες ή συχνότητες προκαλείται από την διατάραξη μιας ελάχιστης αδράνειας (που έχει ο κενός χώρος) ενώ η ελάττωση της ταχύτητας και η
ακινησία επιτυγχάνονται με τις συγχρονισμένες κινήσεις ή ανταλλαγές ενέργειας των σωματιδίων και με την αύξηση της αδράνειας, που τελικά ελαττώνει και
το ρυθμό ανταλλαγής της ενέργειας μεταξύ των σωμάτων που κινούνται με χαμηλές ταχύτητες.
Η κίνηση δεν λείπει από την ύλη ούτε η αδράνεια από την ενέργεια. Η αδράνεια που έχει ένα πράγμα χρησιμεύει για να μπορέσει να λάβει ενέργεια, για να κινηθεί και να αναμεταδώσει μια ποσότητα ενέργειας. Η κίνηση πάλι, προκαλεί τη μεταβίβαση ενέργειας και μεταβολή σε μια σταθερή ποσότητα που απελευθερώνει ενέργεια, αργά ή γρήγορα, συχνά ή σπανιότερα. Όπως δεν έχει νόημα η κίνηση χωρίς την ακινησία, την ισορροπία και τη μεταβολή, το ίδιο δεν έχει νόημα η ενέργεια χωρίς την ύλη και αντιστρόφως. Στη φύση δεν προηγείται το ένα φαινόμενο από το άλλο και δεν παράγει συνολικά το ένα το άλλο. Στην περίπτωση της ύλης, η κίνηση γίνεται έτσι συγχρονισμένα και περιοδικά μεταβαλλόμενη με τους πιο γρήγορους ρυθμούς, που δημιουργεί κατάσταση ισορροπίας.
Η ίδια η ύλη είναι τρόποι αλληλεπίδρασης και μεταβολή ενέργειας σε πολύ μικρό χρόνο και επαναλαμβανόμενα. Η ενέργεια δεν είναι μόνο εξωτερική
μετακίνηση, περαστική μεταβίβαση και κυματική διάδοση, για τον ίδιο λόγο, που η κίνηση δεν είναι μόνο ευθύγραμμη και ομαλή. Τα υλικά στοιχεία γίνονται
και διατηρούνται με ροή και ανταλλαγή ενέργειας (με σταθεροποιημένο τρόπο, που ερμηνεύεται από το φαινόμενο της διακύμανσης). Ο τρόπος ν’ αλλάξουν θέση
τα πράγματα μέσα στο χώρο και η εφαρμογή δυνάμεων επηρεάζει τον τρόπο και το χρόνο στη ροή ενέργειας, που γίνεται ασταμάτητα στα δομικά στοιχεία της
ύλης τους. Πέρα από ένα όριο μεταβολής της κίνησης των σωμάτων ή μεταβίβασης ενέργειας σε αυτά, τα δομικά στοιχεία και οι συνδυασμοί τους
αποσταθεροποιούνται. Με τις πιο γενικές σκέψεις, οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις των υλικών πραγμάτων μέσα στο χρόνο είναι ξανά τα πράγματα, όταν
αυτά θεωρηθούν στο σύνολο του χρόνου (σαν έξω από το χρόνο). Οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις τους «υλοποιούνται» και γίνονται πράγματα και τα
τελευταία «ενεργούν» και δημιουργούν τα πρώτα.
Η ύλη δεν είναι μέσα στο χώρο σαν κάτι εξωτερικό ή σαν μία αρχική αυτο-προσδιορισμένη ουσία. Είναι τροποποίηση στη σχετική ενέργεια του χώρου, μία ταχύτατη μεταβολή στη ροή ενέργειας, μία ελάχιστη στιγμή δράσης στην ταυτόχρονη πραγματικότητα. Διαλύοντας και διαιρώντας την ύλη δεν διαιρούμε συμπαγείς και αμετάβλητες ποσότητες. Διαιρούμε ποσότητες κίνησης και μικροποσότητες που διατηρούνται με ασταμάτητη δράση μεταξύ τους και όχι από στατική σύνδεση. Η διαίρεση της ύλης επηρεάζει το χρόνο ροής και ανταλλαγής ενέργειας, στον οποίο γίνεται και διασυνδέεται αυτή η ίδια η ύλη στο μικροσκοπικό χώρο, επηρεάζει και την ενέργεια του «ταυτόχρονου» χώρου. Οι υλικοί φορείς είναι στιγμές στη μεταβολή της ενέργειας, δηλαδή στιγμές που αρχίζει και τελειώνει και κατά συνέπεια στιγμές, που η ενέργεια ελαττώνεται και ξανά αντισταθμίζεται στον ελάχιστο χρόνο.
Το ερώτημα αυτό εστιάζεται σε πιο συγκεκριμένα φαινόμενα και η απάντησή του είναι ίδια όπως στο πιο γενικό ερώτημα: Γιατί όλα τα πράγματα σχετίζονται κάπως μεταξύ τους, έχουν κοινά στοιχεία στο χώρο και στο χρόνο και εξελίσσονται; Ποιοι νόμοι της φύσης εξασφαλίζουν ότι τα μαθηματικά μπορούν να εφαρμόζονται με επιτυχία στα πράγματα; Για την επιστήμη είναι αυτονόητο και άτοπο να το ρωτάμε. Αυτή η εξωτερική «αντανάκλαση» της συνολικής σταθερότητας και της αμεσότητας του συνόλου της φύσης είναι η προϋπόθεση για να αναπτύσσεται η επιστήμη. Τα πράγματα αποτελούν στιγμές μιας και της ίδιας συνολικής πραγματικότητας, συγχρονισμένες κινήσεις και ανταλλαγές ενέργειας που γίνονται με πιο καθυστερημένο τρόπο μέσα στα όρια ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος, έχουν όρια αρχής-τέλους, ξεκινούν με τις ίδιες ελάχιστες αλληλεπιδράσεις των υλικών φορέων, δεν γίνονται με τυχαίες δυνατότητες και δεν είναι ποτέ ανεξάρτητα από μία προηγούμενη πραγματικότητα. Το Σύμπαν επαναπροσδιορίζεται σχετικά σαν έμμεσο και εξωτερικό μέσα στο χρόνο και στο χώρο, ενώ πάντα υπήρχε άμεσα και ολοκληρωμένο. Το κοινό και σταθερό σύνολο αποτελεί την αρχή της ενότητας και της σταθερότητας στις έμμεσες αλληλεπιδράσεις των υλικών φορέων και προκαθορίζει σταθερές σχέσεις και κοινά όρια για την ενέργειά τους και για τις αλληλεπιδράσεις τους.
Η επιστημονική εμπειρία το διαβεβαιώνει από την αρχαιότητα. Η εμπειρία αυτή προϋποθέτει τη γενικότερη αρχή της σταθερότητας του Σύμπαντος και την ύπαρξη χρονικών ορίων, που αποτελούν το ευρύτερο Παρόν για το σύνολο όλων των δυνατών υλικών εξελίξεων. Σταθερότητα, η οποία αλληλοεξηγείται με την αμεσότητα της Ύπαρξης του Κοινού Συνόλου.
Υπάρχει ένα μέγιστο χρονικό όριο, η Συμπαντική Στιγμή, η οποία δεν μπορεί να διαιρεθεί απεριόριστα. Συνεπώς, υπάρχει και μία ελάχιστη στιγμή, από την οποία προκαθορίζονται χρονικά όρια στις έμμεσες (ή υλικές) αλληλεπιδράσεις και στην ουσία στα ίδια τα πράγματα (που υπάρχουν σαν τρόποι αλληλεπίδρασης και έτσι έχουν μία άμεση σχέση με το χρόνο). Υπ’ αυτήν την έννοια εξηγείται με εκπληκτικό γενικό τρόπο, η τόσο σημαντική εμπειρική διαπίστωση για την ύπαρξη σχέσεων αναλογίας και ποσότητας στα πράγματα και η δυνατότητα της επιστήμης των αριθμητικών σχέσεων!
Η υλική-έμμεση πραγματικότητα δε δημιουργείται συνολικά σε μία στιγμή ούτε εκμηδενίζεται συνολικά. Όπως, δεν υπάρχει συνολικός χρόνος χωρίς τις μικρότερες στιγμές, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με άλλο τρόπο. Το Σύμπαν χωρίς την ύλη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν πρωταρχικά στοιχεία που συνθέτουν εξωτερικά όλο το Σύμπαν. Ένα Σύμπαν χωρίς ύλη θα ήταν μόνο άμεσα, χωρίς ποιότητα και χωρίς αλληλεπίδραση σε διάφορες χρονικές στιγμές. Η ύλη χωρίς το Σύμπαν θα ήταν μόνο έμμεσα και τυχαία προσδιορισμένη και σε τυχαίες περιπτώσεις συγχρονισμένη.
Με την ορολογία της φυσικής, το Σύμπαν είναι η συνολική ενέργεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λείπει ενέργεια. Ακριβώς αυτή η σχετική έλλειψή της ορίζει το νόημά της και την κάνει ταυτόσημη με το χρόνο, δηλαδή με τη μεταβολή και την επίδραση. Η συνολική ενέργεια του Σύμπαντος που φαίνεται απούσα σαν κενός χώρος είναι «διαταραγμένη» και οι υλικοί φορείς είναι στιγμές στη μεταβολή της (διακυμάνσεις), δηλαδή στιγμές που αρχίζει και τελειώνει η ροή της. Η μεταβολή και η μεταβίβαση της ενέργειας προϋποθέτουν πάλι στιγμές που αυτή ελαττώνεται ή αντισταθμίζεται. Όπως η ροή του χρόνου προϋποθέτει την αλλαγή και κάποια σχετική έλλειψη χρόνου. Η ελάττωση της χωρο-ενέργειας γίνεται με όριο ποσότητας στη μονάδα του χρόνου και αντισταθμίζεται ξανά από την ταυτόχρονη ροή της υπόλοιπης και δεν ελαττώνεται στο σύνολό της.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση της δομής της ύλης, η ενέργεια μεταβιβάζεται κυματικά προς την ύλη για την επαναφορά του κενού χώρου στην κατάσταση ισορροπίας και αυτό συμπίπτει με το φαινόμενο του βαρυτικού πεδίου, αφού αυτό είναι η κυματική κίνηση του κενού χώρου που συγκεντρώνει ενέργεια στα σημεία που την χάνει. Σε αντίθεση με την αποκεντρωτική κίνηση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία απομακρύνονται από ένα κέντρο, τα βαρυτικά κύματα προσεγγίζουν σε ένα κέντρο. Η βαρυτική έλξη είναι αποτέλεσμα της ενέργειας που αντλείται σε αυτή την αντίστροφη κυματική διαδικασία από τον ίδιο το χώρο, διαδικασία η οποία προκαλείται από κυματικά φαινόμενα και με τις ιδιότητες του κενού χώρου.
Τελικά, η ενέργεια στο σύνολο του χρόνου που υπάρχει όλο το Σύμπαν είναι πάντοτε η ίδια και ο χώρος με τα ίδια όρια μήκους και δεν λείπει ποτέ προς τις
μικρότερες χρονικές στιγμές των υλικών μερών. Το ίδιο δεν λείπει ποτέ η υλική πραγματικότητα, η οποία αναλογεί σε στιγμές ελάττωσης (και αντιστάθμισης)
της ίδιας συνολικής ενέργειας. Σε γενικές γραμμές, η ενέργεια του χώρου "ρέει" για να ισορροπήσει και η ροή της δημιουργεί και διατηρεί ξανά τις
ελαττώσεις της, τις οποίες ονομάζουμε «ύλη». Έτσι, η σταθερότητα του κενού χώρου και της συνολικής ενέργειας είναι ένα φαινόμενο που επιτυγχάνεται
δυναμικά και όχι ένα στατικό φαινόμενο.
> Από την προσεκτική ανάλυση του βασικού ορισμού του Σύμπαντος (σαν συνολικής πραγματικότητας στο σύνολο του Χρόνου) χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις μπορούμε ήδη να δούμε απρόσμενες και συνταρακτικές απαντήσεις στα μεγάλα κοσμολογικά ζητήματα. Ωστόσο, θα διαπιστώσουμε πολλά αναπάντητα ερωτήματα και ειδικά εκείνα που βρίσκονται στα όρια της κοσμολογίας και σχετίζονται άμεσα με τη ζωή, με το θάνατο, με το Θεό και με τον προορισμό μας. Ποια η σχέση των υλικών αλληλεπιδράσεων με την εμβιότητα (με την αρχή της ζωής και με την ψυχή); Ποια η θέση της ζωής και ειδικά του ανθρώπου μέσα σε ένα τέτοιο χωροχρονικό Σύμπαν; Η κοσμολογική γνώση μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε αν υπάρχει ο Θεός, ποια είναι η σχέση του με τον κόσμο και αν η ζωή μας τελειώνει για πάντα; Η κοσμολογική θεωρία του Τελειωμένου Συνολικού Χρόνου (ή του Ταυτόχρονου Συνολικού Σύμπαντος) γίνεται ακόμα πιο εκπληκτική και αξιόπιστη από την ανάπτυξή της προς αυτήν την κατεύθυνση. Βάσει αυτής μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και να δώσουμε εξηγήσεις με απίστευτα σύντομο τρόπο για τεράστια ζητήματα!
Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, που υπάρχει με ορισμένα σταθερά και κοινά όρια για όλα τα μέρη της και
στην οποία βρισκόμαστε σαν ένα από τα μέρη της σε άμεση επαφή μαζί της και όχι μόνο σαν ένα εξωτερικό της φαινόμενο. Από τη στιγμή που μπορούμε και
αντλούμε πληροφορίες για τα πράγματα που μας περιβάλλουν και με τα οποία είμαστε σε επαφή, είναι εξασφαλισμένο ένα μέρος γνώσης της πραγματικότητας και
αδύνατο να αγνοούμε ή να μη γνωρίζουμε τίποτε σωστά. Η αντιστοιχία της γνώσης με τα ίδια πράγματα, η αναπαράσταση των πραγμάτων μέσα στη σκέψη και τη
μνήμη μας και η συνέπεια της γνώσης επί των πραγμάτων δεν είναι μόνο προϋποθέσεις για να μπορούμε να επιβιώνουμε αλλά και επιβάλλονται από την ύπαρξή
μας. Το πρόβλημα να γνωρίσουμε αν υπάρχει Θεός, τι είναι η ζωή και αν η ζωή τελειώνει θα ήταν οριστικά άλυτο και άσκοπο να το θέτουμε, αν ο Θεός και η
αρχή της ζωής ήταν έξω από την πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε, αντιλαμβανόμαστε και γνωρίζουμε, αν ο Θεός και η πηγή της “ψυχής” ήταν τελείως
άσχετα από τα επιμέρους πράγματα ή αν η πραγματικότητα ήταν κάτι που καθόλου δεν γνωρίζαμε: Θέση, η οποία υποστηρίχτηκε υπερβολικά από τον Καντ, όπως
και από άλλους φιλόσοφους από τα αρχαία χρόνια και παραμένει μία δεδομένη άποψη μέχρι το δικό μας αιώνα και πέρα των φιλοσόφων.
Από τα πιο μεγάλα και πολυσυζητημένα ερωτήματα επί πολλές χιλιετίες, από φιλόσοφους και από αγράμματους ανθρώπους. Η σπουδαιότητά του παρασέρνει σε τυφλές απαντήσεις, σε προκαταλήψεις, σε κοινωνικά φαινόμενα. Ο Θεός είναι η Αμεσότητα στην Ύπαρξη του Κοινού Συνόλου της υλικής πραγματικότητας στο σύνολο του Χρόνου. Είναι η συνολική και κοινή Ενέργεια, η οποία σχετικά έμμεσα-εξωτερικά αποτελεί την αρχή για την ύπαρξη όλων των επιμέρους πραγμάτων, μέσα από τις έμμεσες-υλικές αλληλεπιδράσεις στις μικρότερες χρονικές στιγμές. Ο Θεός είναι η κοινή πραγματικότητα, η οποία υπάρχει άμεσα, εσωτερικά, αυτο-προσδιορισμένα και όχι προσδιορισμένη από έξω ούτε με έμμεσο τρόπο. Η αυτοτέλεια και η ταυτόχρονη αμεσότητα του Σύμπαντος σχετίζονται με την εσωτερικότητα και τη διανοητική αυτενέργεια. Και η εσωτερικότητα στο υλικό Σύμπαν δεν μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πλησιάζουν οι λέξεις “άμεσο, ταυτόχρονο και αυτοτελές Σύμπαν”.
Με άλλα λόγια, το Σύμπαν είναι αυτοτελές και υπάρχει σαν κοινό σύνολο για όλα τα επιμέρους πράγματα μέσα στο χώρο και στο χρόνο και το ίδιο δεν έχει
δημιουργηθεί από κάτι άλλο ούτε με τη μεσολάβηση εξωτερικών πραγμάτων. Πολλοί στοχαστές και φιλόσοφοι επικαλούνται αυτή την άποψη του αυτοτελούς
Σύμπαντος για να απομακρύνουν το ρόλο του Θεού, αντιθέτως από εδώ και όπως το σκέφθηκε ο Σπινόζα. Ένα Σύμπαν το οποίο είναι αδημιούργητο και υπάρχει
ταυτόχρονα προς τον εαυτό του, ένα τέτοιο Σύμπαν που υπάρχει χωρίς ενδιάμεσες φάσεις, χωρίς τη μεσολάβηση άλλων πραγμάτων, χωρίς να βρίσκεται σε
περιβάλλον (δηλαδή που υπάρχει άμεσα), ένα τέτοιο Σύμπαν στο οποίο δεν γίνεται τίποτε που δεν είχε ξαναγίνει και παραμένει το ίδιο στο σύνολο των
μεταβολών του, ένα τέτοιο Σύμπαν είναι ενεργό με κάποιο άλλο τρόπο. Τα "πράγματα" και οι εξελίξεις στο εσωτερικό του υπάρχουν σαν διανοητικές πράξεις
του και όχι μόνο σαν εξωτερικά υλικά φαινόμενα που συναντήθηκαν και συνδυάστηκαν τυχαία. Τα πράγματα και οι εξελίξεις στο εσωτερικό του υπάρχουν και
γίνονται όχι μόνο με τις εξωτερικές επιδράσεις των άλλων υλικών πραγμάτων με τα οποία συνδέονται, αλλά και με τις "προδιαγραφές" που έχει όλο το Σύμπαν
σαν ά-μεσο (και με την ενέργεια του οποίου συνδέονται άμεσα τα υλικά πράγματα). Σε ένα τέτοιο ά-μεσο και ταυτόχρονο Σύμπαν γίνονται νοητικές πράξεις ή
σκέψεις που στα μάτια μας έμμεσα και εξωτερικά φαίνονται σαν υλικές μεταβολές. Εάν αποδείξουμε ότι η εμφάνιση του εσωτερικού φαινομένου που υποδηλώνουμε
με τη βολική χρήση της λέξης "ψυχή" σχετίζεται με την παρουσία μιας ταυτόχρονης ενέργειας του Σύμπαντος, τότε θα φθάσουμε πολύ κοντά στο ρόλο του Θεού.
Η δυσκολία να απαντηθεί από την επιστημονική εμπειρία προέρχεται για τον απλό λόγο, ότι δεν υπάρχουν άυλες έμβιες ουσίες (ή ψυχές). Τα εσωτερικά και διανοητικά φαινόμενα δεν υπάρχουν ξεχωριστά από τις υλικές και βιολογικές δραστηριότητες. Τα φαινόμενα αυτά δημιουργούνται σχετικά έμμεσα, εξωτερικά και εκ των υστέρων με τη διαμόρφωση πιο άμεσων και σταθερών τρόπων αλληλεπίδρασης των υλικών φορέων. Αλλά και χωρίς τα βιολογικά και εσωτερικά φαινόμενα η ύλη δε θα ήταν κατ’ αυτό τον τρόπο διαμορφωμένη (σε όλες τις λεπτομέρειές της και με ενιαία ποιότητα). Δεν υπάρχουν άυλες έμβιες υπάρξεις ή ζωή χωρίς την ύλη ούτε εξέλιξη της ύλης, χωρίς αυτό… που της επιτρέπει να σταθεροποιηθεί και να αλληλεπιδράσει με τους πιο άμεσους τρόπους. Η ύπαρξη χρονικών ορίων, μέσα στα οποία είναι άμεσα η συνολική πραγματικότητα σαν τελειωμένος και κοινός Χρόνος, β) η αυτοτέλειά της και γ) η ταυτότητα της διανοητικότητας με την αμεσότητά της είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για το φαινόμενο της ζωής. Από την αρχική προσέγγιση στην απάντηση αυτού του μεγάλου ζητήματος, το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί πιο εύστοχα: Από ποια σχέση της ύλης και της ενέργειας γίνεται δυνατή η εμφάνιση της ζωής;
Το πλήθος των ψυχικών φαινομένων και ιδιοτήτων ξεκινούν από την ικανότητα που αποκτάει η οργανωμένη ύλη να “αφαιρεί” όλη την πραγματικότητα και να “λαμβάνει” μόνο τις επιδράσεις εκείνες που επηρεάζουν την ύπαρξή της. Το έμβιο ον, η εμφάνιση ψυχής στην οργανωμένη ύλη δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα που δεν “υπολογίζει” ολόκληρο το Σύμπαν, και που λαμβάνει σαν πραγματικότητα μόνο όσα το “αγγίζουν” !
Η ζωή αρχίζει με το συγχρονισμένο συνδυασμό των ελάχιστων υλικών στοιχείων, τα οποία είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίθετο του συνόλου και του Σύμπαντος. Δηλαδή τα υλικά στοιχεία είναι η ελάχιστη πραγματικότητα και όχι το πλήρες Σύμπαν. Όταν λοιπόν, δημιουργούνται οι πρώτες μορφές ζωής, αυτές 1) ξεκινούν από το σχεδόν τίποτα της απλής ύλης (1η αφαίρεση) 2) μέσα σε ένα κόσμο που είναι ασύλληπτα πιο πολύπλοκος, πιο μεγάλος και σχεδόν άγνωστος (2η αφαίρεση) 3) και αυτές οι μορφές ζωής πληροφορούνται μέσω των αισθήσεων μόνο τοπικά και για ένα ελάχιστο αριθμό επιδράσεων του περιβάλλοντος (3η αφαίρεση) 4) και κινούνται, αντιδρούν και βιώνουν με αυτές τις ελάχιστες πληροφορίες που τους είναι απαραίτητες (συνέπεια της αφαίρεσης) 5) και φυσικά αγνοούν και δεν υπολογίζουν το σύνολο του κόσμου και όσα δεν πέφτουν στα αισθητήρια όργανά τους (αφαίρεση δηλαδή).
Οι πληροφορίες που λαμβάνουν από τα αισθητήρια όργανά τους είναι ελάχιστες σε σύγκριση με τις πληροφορίες που θα μπορούσε να δώσει η πραγματικότητα. Τα έμβια όντα αισθάνονται και αντιλαμβάνονται φυσικά μόνο όσα μπορούν με τα όργανα που διαθέτουν και όσα είναι απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Όμως στην ίδια στιγμή τα πράγματα γύρω τους είναι περισσότερα, συνδέονται με πιο πολύπλοκους τρόπους, επιδρούν και αλλάζουν με περισσότερους τρόπους, ενώ εκείνα δεν αντιλαμβάνονται όλα αυτά. Οι πληροφορίες, λοιπόν, που λαμβάνουν από τα αισθητήρια όργανά τους είναι ελλιπείς, αποσπασματικές και αφηρημένες, κατά παρόμοιο τρόπο που και οι λέξεις στη γλώσσα μας εκφράζουν ελλιπώς και αποσπασματικά τα πράγματα. Αναπόφευκτη συνέπεια της αποσπασματικής και της ελλιπούς πληροφόρησης, εκτός από την άγνοια είναι και η διαστρεβλωμένη γνώση και η πλάνη.
Η ίδια η νόηση με την οποία παρατηρούμε τα πράγματα και αντιλαμβανόμαστε υπάρχει επειδή διατηρείται μία εμπειρία, από τη συνήθεια κάποιων κοινών
χαρακτηριστικών των πραγμάτων και από την παρατήρηση σταθερών σχέσεων, ομοιοτήτων και επαναλαμβανόμενων καταστάσεων στο χρόνο.
Αυτό το ερώτημα εκφράζει περισσότερο κάποια απαισιοδοξία για την εμπειρικά γνωστή πραγματικότητα. Ζωή χωρίς την ύλη σημαίνει ζωή χωρίς έμμεσες ή εξωτερικές αλληλεπιδράσεις και χωρίς διαφορά στο χρόνο σύνδεσής του με τα άλλα. Σημαίνει, ένα αμερές πράγμα, χωρίς δυνατότητα αλληλεπίδρασης, έξω από περιβάλλον, χωρίς εμπειρία και σε τελική ανάλυση ένα πράγμα, το οποίο δεν είναι μέρος της κοινής πραγματικότητας και δεν καθορίζεται από τίποτε εξωτερικό. Αντιθέτως, όλα τα μέρη υπάρχουν σαν τρόποι (υλικής) αλληλεπίδρασης και εξωτερίκευσης (ή εμμεσοποίησης) της άμεσης και συνολικής πραγματικότητας. Δε διαφέρουν στην ουσία, παρά μόνο στους τρόπους και στους χρόνους που είναι, γίνονται και αλληλεπιδρούν ανάμεσα στα άλλα μέρη. Αυτή η χρονική και χωρική διαφοροποίηση, τους δίνει ύπαρξη. Γι’ αυτό και οι δυνατότητές τους δεν είναι απεριόριστες και τελείως απροκαθόριστες. Τα πράγματα υπάρχουν σαν τρόποι αλληλεπίδρασης και συνδυασμού των υλικών φορέων.
Ο εσωτερικός κόσμος με την ποιότητα και τις δυνατότητές του είναι σχετικά έμμεσα μέσα στο χρόνο και ανάμεσα στα άλλα πράγματα το σύνολο των υλικών
φορέων μαζί με τις αλληλεπιδράσεις τους. Η ύλη υπάρχει, γιατί τα πράγματα δεν υπάρχουν ούτε αρχίζουν όλα στην ίδια εξωτερική (και σχετική) στιγμή, δεν
αλληλεπιδρούν με όλους τους δυνατούς τρόπους ταυτόστιγμα και έχουν μια αρχή ύπαρξης ως προς τα εξωτερικά τους. Τα πράγματα δε θα ήταν εξωτερικά (δε θα
υπήρχαν), αν συνδεόντουσαν μόνο άμεσα, σε μια κοινή εξωτερική στιγμή. Αλλά δεν μπορούν να αποκοπούν τελείως και να μην αλληλεπιδρούν με κανένα τρόπο.
Είναι η σταθερότητα στους έμμεσους τρόπους αλληλεπίδρασης των υλικών φορέων, είναι ο σχετικά ταυτόχρονος (μέσα στα όρια μιας κοινής στιγμής) και συνολικός αυτο-προσδιορισμός τους. Στην απλή ύλη φαίνεται σαν αδράνεια, ενώ μετά την εμφάνιση της αμεσότητας-εσωτερικότητας (με τη διαμόρφωση των υλικών φορέων) φαίνεται σαν προσαρμογή.
Η δυνατότητα των υλικών φορέων να συνδέονται και να αλληλεπιδρούν με τον πιο άμεσο τρόπο, να συνδυάζονται και να διατηρούν σταθερούς τρόπους σύνδεσης και τελικά να διαμορφώνουν πιο σύνθετα πράγματα, προϋποθέτει τη σταθερότητα και την αμεσότητα του Κοινού Συνόλου που ονομάζουμε Σύμπαν. Η ποιοτική εξέλιξη της ύλης και η εμφάνιση της ψυχής και της σκέψης, δηλαδή η δυνατότητα των πραγμάτων να είναι άμεσα (ή ταυτόχρονα) για τον εαυτό τους, ενώ έμμεσα (και ετερόχρονα) είναι μέρη μέσα στο χρόνο, επιτυγχάνεται από αυτή τη δυνατότητα των υλικών φορέων. Ο ρόλος της ταυτόχρονης (ή με τον πιο γρήγορο τρόπο) αλληλεπίδρασης αποκαλύπτει αυτή την εσωτερική πραγματικότητα σαν ένα φαινόμενο με έμμεσο και εξωτερικό τρόπο. Η σχετική έμμεση εξέλιξη του υλικού κόσμου αντιστοιχεί και αποκαλύπτει την ποιοτική αμεσότητα που υπήρχε ανέκαθεν, δηλαδή τη Συμπαντική Διάνοια.
Όταν μια έμβια ποιότητα επηρεάζεται με τρόπους που δεν την αποσταθεροποιούν (που συμφωνούν με αυτήν), τότε με αυτούς τους τρόπους ευαρεστείται και
επιβεβαιώνεται. Αντίθετα, όταν επηρεάζεται με τρόπους που την αποσταθεροποιούν (που διαφωνούν με αυτήν), τότε βιώνει μια αβεβαιότητα για τον εαυτό της
και δυσαρεστείται. Οι εσωτερικές διαθέσεις είναι τρόποι επηρεασμού της σταθερότητας.
Είναι ο επηρεασμός της εσωτερικότητας (με ένα ή περισσότερους τρόπους στην ίδια στιγμή) από τις έμμεσες, εξωτερικές και υλικές επιδράσεις. Η αισθητικότητα είναι στην ουσία η περιορισμένη -σε εξωτερικές επιδράσεις- διανοητικότητα και όχι το αντίθετό της.
Η διάνοια δεν κάνει μόνο με συνειδητό και λογικό τρόπο την αφαίρεση γνωρισμάτων από τις εικόνες και δε δημιουργεί μόνο τις έννοιες των λέξεων. Η αφαίρεση γνωρισμάτων και η περιληπτική άποψη των πραγμάτων ξεκινάνε από τα ίδια τα αισθητηριακά δεδομένα και αυτό δείχνει, ότι οι αισθήσεις είναι νοητικές ενέργειες με "πρώτη ύλη" από έξω της διάνοιας. Τα πρώτα δεδομένα των αισθήσεών μας ήδη είναι αποσπασμένα γνωρίσματα και “σύντομες” απόψεις των πραγμάτων.
Αν με τον όρο "αισθητικότητα" εννοούμε την ικανότητα να βλέπουμε, να ακούμε, να αγγίζουμε και γενικά να λαμβάνουμε κάποια πληροφορία από εξωτερικούς
ερεθισμούς, τότε όπως σου εξήγησα σύντομα, η ικανότητα αυτή κάνει την ίδια λειτουργία, όπως η νόηση. Δηλαδή οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τα
αισθητήρια όργανα είναι αποσπασματικές και αφηρημένες, (όπως είναι οι έννοιες των λέξεων) και "καταγράφονται" στη μνήμη μας έτσι όπως μας θυμίζουν κάτι
σταθερό, κάτι το ίδιο, κάτι που επαναλήφθηκε, κάτι που μας προκάλεσε ιδιαίτερα ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση.
Είναι η αναγνώριση κοινών και σταθερών στοιχείων στα πράγματα και ο αυτοεπηρεασμός της ψυχής από τη διατήρηση και την αναζήτηση αυτών των κοινών στοιχείων –με αρχή τα αισθήματα. Η δυνατότητα άμεσης-εσωτερικής αυτενέργειας σχετίζεται με τη σταθερότητα στους τρόπους αλληλεπίδρασης των υλικών φορέων και με τον ελάχιστο κοινό χρόνο που αυτοί συνδέονται όταν δημιουργούν φαινόμενα ζωής.
Η αντίληψη είναι περιορισμένη και αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, όπως οι έννοιες του λόγου και αρχίζει από μία εσωδιανοητική αφαίρεση. Αν η αφαιρετική δυνατότητα ονομάζεται διάνοια ή είναι μία διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο πρέπει να ονομαστεί και η δυνατότητα της αντίληψης. Η ίδια η αντίληψη είναι ένα είδος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα εξωτερικά πράγματα. Η γνώση και η διανοητική δραστηριότητα έχει αρχίσει με το πρώτο αίσθημα και εκδηλώνεται με ήχους και με όλη τη συμπεριφορά του βιολογικού φορέα της. Η διάνοια σχετίζεται άμεσα με όλες τις ψυχικές δραστηριότητες με αρχή την πρώτη αίσθηση και είναι η ουσία της ζωής, ο λεγόμενος εσωτερικός κόσμος. Δεν υπάρχει πρώτα η ζωή ή μία α-νόητη εσωτερική ύπαρξη και μετά η γνώση. Ούτε μπορεί να διαμορφωθεί εσωτερικός κόσμος χωρίς καμία γνώση.
Η διάνοια αυτενεργεί στρέφοντας την προσοχή της ενώ με τη βοήθεια της γλώσσας μπορεί να διατηρεί την εμπειρία. Με τη διατηρημένη εμπειρία και τη γνώση των εξωτερικών πραγμάτων μπορεί να καθορίζει και να κατευθύνει τις εξωτερικές πράξεις και να αυτοεπηρεάζεται, χωρίς τα πράγματα να είναι παρόντα στις αισθήσεις και χωρίς εκείνα να υπάρχουν ή να μας επηρεάζουν πραγματικά. Η ανθρώπινη διάνοια διαμορφώνει απόψεις και αξίες και με όλη τη γνωστική δραστηριότητά της επηρεάζει και δημιουργεί την εξωτερική συμπεριφορά και τις περισσότερες διαθέσεις. Όταν κάποιος το αγνοεί αυτό, τότε οδηγείται σ’ έναν ανόητο διαχωρισμό των συναισθημάτων, των επιθυμιών, των ορμών ακόμα και της ψυχής από τη γνωστική δραστηριότητα και φαντάζεται τη διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα πιο μεγάλη και μεταφυσική.
Ψυχή, εσωτερικός κόσμος και εμβιότητα δεν υπάρχει χωρίς καμία μορφή γνώσης και χωρίς κάποιο τρόπο νόησης. Όλες οι δυνατότητες του εσωτερικού κόσμου
είναι τρόποι εννόησης, γνώσης και κάποια βεβαιότητα ή αβεβαιότητα που τους συνοδεύει.
Είναι η ολική αποσταθεροποίηση των τρόπων με τους οποίους αλληλεπιδρούσαν πιο άμεσα και ταυτόστιγμα οι υλικοί φορείς των έμμεσων αλληλεπιδράσεων. Συνεπώς και της διαμορφωμένης εσωτερικότητας.
|
Όλα τα πράγματα σαν μέρη μιας σταθεροποιημένης συνολικής πραγματικότητας έχουν μία σχετική αρχή και τέλος ανάμεσα στα άλλα. Τα πράγματα υπάρχουν (σαν ατελή) μέσα στο χρόνο και δεν μπορούν να είναι μόνο άμεσα και στην ίδια στιγμή με όλα τα άλλα. Ύστερα, η Συμπαντική Ποιότητα δεν είναι με απεριόριστες δυνατότητες, όπως θα ήταν αν τα πράγματα διαμορφωνόντουσαν μόνο από την τυχαία εξωτερική αλληλεπίδραση των υλικών φορέων. Συνεπώς ούτε τα επιμέρους πράγματα δεν έχουν απεριόριστες δυνατότητες και δεν μπορούν να γίνονται ατελείωτα στο χρόνο. Στα επιμέρους πράγματα συμπεριλαμβάνονται και αυτά τα οποία θεωρούμε έμβια.
Η Συμπαντική Ποιότητα δε θα μπορούσε να είναι σταθεροποιημένη, αν κάποια από τα λεγόμενα μέρη της είχαν μία ατελείωτα εξελισσόμενη ποιότητα ή
απεριόριστες δυνατότητες. Μιλώντας ειδικότερα για τον άνθρωπο και τα άλλα έμβια πράγματα, την παύση αυτήν την ονομάζουμε θάνατο. Αυτή η παύση της
ύπαρξης δεν μπορεί να είναι παντοτινή, για τον ίδιο λόγο που πρέπει να γίνεται.
Η απάντηση είναι ότι η προηγούμενή μας ζωή δε συνεχίζεται από την επόμενη με κανέναν τρόπο, παρά μόνο επαναλαμβάνεται σε σχέση με τα πράγματα που υπάρχουν σε μικρότερες στιγμές από τη συμπαντική στιγμή.
Πώς να θυμόμαστε προηγούμενες ζωές μας, οι οποίες δεν είναι πραγματικά προηγούμενες; Οι διαφορετικοί εαυτοί που ήμασταν και μπορούμε να θυμηθούμε
μερικές στιγμές τους, είναι ο συνολικός μέσα στα όρια όλης της διάρκειας της ύπαρξής μας. Αν θυμόμασταν στιγμές από την «προηγούμενη» ζωή μας, τότε θα
θυμόμασταν στιγμές αυτής της παρούσας, στιγμές που πέρασαν ή θα περάσουν (!) Εξάλλου, αυτοί που θα ήμασταν και όσα θα κάναμε σε άλλο χρόνο και τόπο ή
υπό διαφορετικούς όρους, είναι οι άλλοι.
Ίσως δεν υπάρχει άλλο ζήτημα, για το οποίο να έχουν γραφθεί τόσα πολλά.
Το Σύμπαν δεν είναι μια αιώνια ατέλεια της ανυπαρξίας. Είναι η άμεση και επαρκής αιτία του εαυτού του. Η ύπαρξη όλων των επιμέρους πραγμάτων είναι εκ
των προτέρων αιτιολογημένη επαρκώς από το Κοινό Σύνολό τους. Ο επαρκής σκοπός τους είναι ανέκαθεν επιτελεσμένος. Σαν μέρη μέσα στο χρόνο πραγματοποιούν
διάφορες δυνατότητες και όσα διαθέτουν νόηση μπορούν να προκαθορίζουν αποτελέσματα-σκοπούς. Αυτό είναι το σχετικό νόημα της εξωτερικής ύπαρξής τους. Τα
πράγματα στην ουσία είναι ο ίδιος ο Θεός σαν ατελής μέσα στο χρόνο και στο χώρο. Σχετικά έμμεσα σαν εξωτερικά, υπάρχουν, ενεργούν και γίνονται με την
προκαθοριστική αρχή της αυτογνωσίας και της αυτοτέλειάς του και όχι μόνο με τις αφηρημένες και αποσπασμένες σχέσεις των εξειδικευμένων επιστημών.
Αντιθέτως, οι τελευταίες προϋποθέτουν τη Συμπαντική Αμεσότητα και Σταθερότητα.
Τα ίδια τα πράγματα είναι μερικές αιτίες, γιατί η ύπαρξή τους είναι σαν ένα μέρος μίας και της ίδιας αυτο-προσδιορισμένης ποιότητας. Δεν υπάρχουν μόνο
σαν εξωτερικά, χωρίς δική τους δραστηριότητα και δεν προσδιορίζονται μόνο έμμεσα ή απ’ έξω τους. Η επαρκής αιτία τους δεν είναι μία εξωτερική πρωταρχική
ούτε μία εξωτερική τελική αιτία. Είναι το άμεσο σύνολό τους, μέρη του οποίου είναι άμεσα.
Η αλήθεια είναι, ότι οι απαντήσεις της θεωρίας του "Ολοκληρωμένου Σύμπαντος" δεν είναι αρκετά αισιόδοξες για την τύχη μας στον πλανήτη Γη και δεν επιβάλλουν κάποιο μοντέλο ζωής ή κάποιο πρότυπο συμπεριφοράς. Δεν μας υποχρεώνουν να αλλάξουμε κάτι στην κοινωνία και εξηγούν πώς οι αδυναμίες του ανθρώπου έχουν προέλθει από την ίδια τη φύση, ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν όλα τα ελαττώματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τα χειρότερα δεν αποκλείονται να συμβούν. Εάν αυτή η φυσική ερμηνεία δεν κατανοηθεί καλά, με την πρώτη σκέψη ίσως μοιάζει "εξωγήινη" και "φανταστική". Όταν όμως κάποιος καταλάβει τις θεμελιώδεις σκέψεις και το λεξιλόγιο με το οποίο η φυσική ερμηνεία είναι προσεκτικά διατυπωμένη, θα δει ότι είναι απογοητευτικά "ρεαλιστική" και προσγειωμένη θεωρία. Λείπουν αυτά τα "κόλπα", οι λέξεις, τα φανταστικά και τα ανεξήγητα, που κάνουν τους ανθρώπους να ονειρεύονται, να προσδοκούν και τα περιοδικά έντυπα να μεγαλώνουν τις πωλήσεις τους και οι εκπομπές την τηλεθέασή τους. Η κοσμοθεωρία αυτή δεν "συγκρούεται" με την εμπειρία μας για τα ελαττώματα, τις δυσκολίες και τα "κακά" της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα προβλέπει σαν απαραίτητα για να υπάρχει η ζωή, για να βρίσκει νόημα σχετικό στο περιβάλλον της και για να είναι δυνατές όλες οι εξελίξεις. Συγχρόνως, αυτή η φυσική ερμηνεία δεν στερεί τη ζωή από ένα νόημα, αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα στις εξελίξεις και αντιθέτως επιτυγχάνει να δώσει νόημα στο σύνολο του κόσμου, ο οποίος συμμετέχει ά-μεσα και πνευματικά στις υλικές εξελίξεις, με μικροσκοπικά φαινόμενα που ερευνούν ξεχωριστές επιστήμες. Η συμφωνία της "διαστημικής" θεωρίας και με τον προκλητικό τίτλο της, με τη γήινη και ανθρωποκεντρική εμπειρία μας για τη ζωή με τα όσα απίστευτα συμβαίνουν, δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, ο σκοπός αποδεικνύεται άμεσος και είναι η ίδια η ζωή, ενώ η αδικία ερμηνεύεται από τους περιορισμούς (φυσικούς, βιολογικούς, διανοητικούς) και αναδεικνύεται ο εσωτερικός προσανατολισμός του πνεύματος.
Ο Θεός είναι τέλειος, όχι γιατί έχει ατελείωτες δυνατότητες, όχι γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα, αλλά γιατί είναι άμεσα τα πάντα και δεν έχει καμιά δυνατότητα απραγματοποίητη. Αν μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά ή να κάνει κάτι ακόμα, τότε θα ήταν ατελής και ασταθής σαν ένα εξωτερικό μέρος.
Δε δημιούργησε το Σύμπαν, γιατί δεν είναι μία άλλη πραγματικότητα τελείως άσχετη, διαφορετική ή ανεπηρέαστη από εκείνο. Διαφορετικά δε θα μπορούσε να το δημιουργήσει ή δε θα ήταν αυτοτελής και τότε δε θα ήταν η κοινή ουσία των πραγμάτων, ενώ τα πράγματα υπάρχουν σχετικά σαν τρόποι διαμόρφωσης μίας ουσίας.
Ο Θεός δεν έχει αισθητικότητα και εξωστρεφικές-εγωκεντρικές δραστηριότητες, όπως εμείς. Η εμβιότητα πρώτα απ’ όλα είναι μία εσω-διανοητική σχέση της ουσίας με τον εαυτό της και αρχίζει με μεγάλη έλλειψη εμπειρίας και αυτογνωσίας. Ο Θεός που είναι αυτοτελής και δε βρίσκεται σε κανένα περιβάλλον πρέπει να έχει την τέλεια αυτογνωσία. Δε θέλει και δεν περιμένει τίποτε από κανέναν, γιατί όσα θα μπορούσε να θέλει εκ των υστέρων έχουν πραγματοποιηθεί εκ των προτέρων.
Γνωρίζει το μέλλον, γιατί αυτός είναι άμεσα όλη η πραγματικότητα απ’ όλες τις στιγμές και έχει άμεση γνώση αυτής, δηλαδή του Εαυτού του. Ο Θεός είναι ο Χρόνος* στο σύνολό του. Η κοσμολογία μετά την προσέγγιση στην εσωτερική αρχή των βιολογικών φαινομένων και της σχέσης τους με την αμεσότητα της ύπαρξης του Σύμπαντος στο σύνολο του Χρόνου πλησιάζει τη Θεολογία.
Είναι δίκαιος και αξιόπιστος. Δεν είναι μία εξωτερική αυτοτελής ύπαρξη, που αναμειγνύεται στην ανθρώπινη ζωή με ένα δικό του εξωτερικό σκοπό ή σαν αυταρχικός δικαστής. Αντιθέτως, οι σχετικές υπάρξεις είναι αυτός ο ίδιος σαν ατελής μέσα στο χρόνο και στο χώρο και όλες οι συνέπειες προσδιορίζονται από τα ίδια τα πράγματα με τρόπους, που δεν ανατρέπουν ποτέ τη σταθερότητα του Κοινού Συνόλου. Από την ποιότητα και τη δραστηριότητά τους δημιουργούνται οι ανάλογες σχέσεις και συνέπειες και αντιστρόφως, οι τελευταίες δημιουργούν τα πρώτα.
Ο Θεός είναι αυτο-προσδιορισμένος και ανεξάρτητος, δηλαδή ελεύθερος. Όχι γιατί μπορεί να ενεργήσει με άλλους τρόπους, όχι γιατί μπορεί να
πραγματοποιήσει ατελείωτες δυνατότητες και να κάνει ακόμα περισσότερα, αλλά γιατί, όπως είπε ο Σπινόζα, «ελεύθερο λέγεται το πράγμα που υπάρχει μόνον
από την αναγκαιότητα της φύσης του και που προσδιορίζεται μόνο από τον εαυτό του να ενεργήσει». Με αυτήν την έννοια, σαν μέρη αυτής της αυτοτελούς
ύπαρξης είμαστε και εμείς ως ένα όριο ελεύθεροι, ωστόσο όχι επαρκώς, όπως εκείνος. Εμείς με τις δυνατότητές μας δεν είμαστε προσδιορισμένοι ανεξάρτητα
από τον εαυτό μας ή μόνο από έναν εξωτερικό Θεό. Είμαστε αυτός ο ίδιος σαν ατελής μέσα στο χρόνο.
Η σχετικότητα του χρόνου, το όριο στην ανώτερη ταχύτητα, η ασυνέχεια και η περιοδικότητα, η σχέση χώρου-χρόνου, η αρχή διατήρησης της ενέργειας, η σχέση ενέργειας-μάζας, η καμπυλότητα και η ουσία του χώρου, η ύπαρξη της βαρύτητας και η σχέση της με την ύλη, η ύπαρξη των παγκόσμιων φυσικών σταθερών και ορισμένες αναλογίες τους, η ομοιότητα της κοσμικής ακτινοβολίας μικροκυμάτων των 2,73° Κ στις αντίθετες αποστάσεις, η έλλειψη μάζας από τους γαλαξίες (όπως υπολογίζεται), τα όρια στη διάρκεια της ύπαρξής τους, η πιθανολογική περιγραφή της θέσης και τη ορμής στα μικροσωμάτια, η σημασία της λεπτομέρειας στη φυσικομαθηματική περιγραφή της εξέλιξης του Σύμπαντος και πολλές άλλες, αν ψάξουμε.
Εάν δε βασιστούμε στην αρχική λογική θέση της Θεωρίας του Τελειωμένου Χρόνου, τότε οι παραπάνω θεωρητικές συνέπειες και πολλές άλλες ανατρέπονται. Τη
θέση τους θα πάρουν ανεπίλυτα προβλήματα και αντίθετες συνέπειες, οι οποίες δε συμφωνούν με τις γνωστές επιστημονικές αλήθειες. Ένα Σύμπαν χωρίς
σταθεροποιημένη ποιότητα δε θα είχε μία επαρκή αιτία, δε θα ήταν ενιαίο και τα πράγματα δε θα ήταν τρόποι διαμόρφωσης μίας κοινής ουσίας. Η ύλη θα ήταν
ανεξήγητη, δε θα υπήρχε ελάχιστη στιγμή αλληλεπίδρασης και ενέργειας, ο χρόνος δε θα ήταν σχετικός και ταυτόσημος με τα πράγματα. Η ποσότητα και η
διαίρεση της ύλης θα ήταν χωρίς όριο και η ουσία της δε θα είχε καμιά σχέση ταυτότητας με την ενέργεια. Τα πράγματα θ’ αλληλεπιδρούσαν με απεριόριστους
και απροσδιόριστους τρόπους, δε θα είχαν κοινά και σταθερά στοιχεία, πιο έμμεσα δε θα είχαν καμιά σχέση και δε θα υπήρχε περιοδικότητα. Ο χώρος θα ήταν
ένα είδος ανυπαρξίας, η αυτοσυντήρηση και η ζωή θα ήταν ανεξήγητα, όπως και η σχέση της ψυχής με την ύλη. Σε τελική ανάλυση η σταθερότητα, η αμεσότητα,
η συνέχεια και η ποιότητα δε θα υπήρχαν ή θα ήταν τελείως τυχαία φαινόμενα.
Διαβάστε στην ξεχωριστή ενότητα. >>>
Διαβάστε τις απαντήσεις σε ξεχωριστές σελίδες >>>
Οι πρώτες απαντήσεις στις πρώτες απορίες για τον κόσμο, με ορθολογική σκέψη, πριν από μετρήσεις και υπολογισμούς. Η Θεωρία του Ταυτόχρονου Ολοκληρωμένου Σύμπαντος αφήνει να δοθούν απαντήσεις ακόμα και σε αναπάντητα ερωτήματα της επιστήμης, που θα μπορούσε να θέσει απλοϊκά ένα μικρό παιδί ή θα χαρακτηριστούν ανόητα.
Ένα Πλήρες Σύμπαν σαν Κενός Χώρος και η Παγκόσμια Ηθική της Εσωτερικής Κατεύθυνσης (Κοσμονομία)©2020 ISBN 978-618-85170-0-4
Το σύνολο των φιλοσοφικών κειμένων και της κοσμολογικής θεωρίας περιλαμβάνεται σε μια ψηφιακή έκδοση (σε οπτικό δίσκο ή σε εικονικό ISO) μαζί με το γραφικό περιβάλλον και χωρίς αυτό. Για την προσεκτική ανάγνωση και τη μελέτη, στην ψηφιακή έκδοση συμπεριλαμβάνονται αρχεία μορφοποιημένου κειμένου (όπως είναι τα PDF) με τα ζητήματα διαιρεμένα σε ξεχωριστά βιβλία, από τα οποία η ανάγνωση θα είναι εύκολη, όπως και η εκτύπωσή τους χωρίς το γραφικό περιβάλλον. Η πιο προχωρημένη φυσική ερμηνεία (για τη δομή της ύλης και του κόσμου) έχει ξεκινήσει με το συνηθισμένο λεξιλόγιο και μέσα από αναμφίβολες γενικές αρχές, με σκέψεις και παρατηρήσεις που μπορεί να εκτιμήσει ο καθένας, χωρίς να είναι καθηγητής ή ερευνητής μέσα σε εργαστήριο. Επέτυχε να εισέλθει δημιουργικά στα ειδικά ζητήματα της Φυσικής κατευθύνοντας την έρευνα με τα σωστά ερωτήματα, δίνοντας ορθολογικές λύσεις και απαντήσεις, ξεκινώντας από τις απαραίτητες μαθηματικές σχέσεις και να ενοποιήσει πολλά ζητήματα, τα οποία συνήθως παρουσιάζονται μέσα από τυχαίες παρατηρήσεις και ανακαλύψεις και σαν να ήταν καθαρά ξεχωρισμένα στη φύση. Ξεπερνώντας κάθε προσδοκία αλλά και με μακροχρόνια προσπάθεια, τα ζητήματα δεν περιορίστηκαν στα φυσικά φαινόμενα και σε μια κοσμολογική ερμηνεία. Σε ξεχωριστά βιβλία και σε ξεχωριστές ενότητες έχουν διατυπωθεί οι απαραίτητες σκέψεις που εξηγούν τη δυνατότητα για γνώση και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της αξιοπιστίας. Τέλος, η βιολογική δυνατότητα αντίληψης, γνώσης και σκέψης συνδέεται αξεχώριστα με την ανθρώπινη συμπεριφορά και με μια παγκόσμια ηθική, που δεν νοείται χωρίς πνευματικό προσανατολισμό και χωρίς αμερόληπτη λογική. Περισσότερες από 5000 έντυπες σελίδες ~Α5 μοιρασμένες σε ξεχωριστά βιβλία με ανεξάντλητο, πολύπλευρο, πρωτότυπο και θεμελιακό περιεχόμενο. Είναι ένας θησαυρός σκέψεων που με τις μικρότερες προσδοκίες θα μας βάλουν... να φιλοσοφούμε για πολλά χρόνια.
|