ΧΡΟΝΟΣ: Γενικά,
συμπίπτει με την κίνηση, τη μεταβολή, την αλλαγή σε κάτι, κάπου και κάπως. Χρόνος χωρίς κανένα μέσο-φορέα ή χωρίς καμία αλλαγή δε νοείται.
Τι πρέπει να αλλάξουμε στον αρχικό ορισμό μας για να μπορούμε να μετρήσουμε τη ροή του χρόνου,
δηλαδή τη μεταβολή; Χρόνος είναι ο ρυθμός σε μια μεταβολή, ο ρυθμός ο οποίος
για να μετρηθεί χρειάζεται προηγουμένως να έχουμε ορίσει μία στιγμή αρχής μέχρι μια στιγμή
τέλους σε μια οποιαδήποτε άλλη μεταβολή και να πάρουμε αυτό το χρονικό διάστημα σαν μονάδα
μέτρησης. Έτσι στην περίπτωση της μέτρησης του
χρόνου για τη ανάγκη να ρυθμίσουμε την καθημερινή ζωή μας, έχουμε ορίσει μια αρχή και ένα τέλος
στη μεταβολή της θέσης του ήλιου στον γήινο ουρανό (ημερονύκτιο) και αυτό το χρονικό διάστημα το κάναμε μονάδα
μέτρησης του χρόνου για όλες τις άλλες μεταβολές. Όπως διαφαίνεται ήδη από τον ορισμό του
χρόνου, ο ρυθμός μιας μεταβολής, στη φύση δεν είναι ο ίδιος με το ρυθμό που γίνονται όλες οι
άλλες μεταβολές. Ο αφηρημένος ευθύς χρόνος είναι φανταστικός και υποθετικός
χρόνος για τον υπολογισμό της διάρκειας όλων των πραγμάτων με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως του αν και πώς αυτά αλλάζουν. Είναι ένας κοινός χρόνος, εντός των ορίων του οποίου, γίνεται ένας αριθμός μεταβολών, οι οποίες μεταξύ τους η μία προς την άλλη δεν γίνονται στην αυτή στιγμή, την οποία εμείς ορίσαμε σαν μία κοινή στιγμή για όλα,
ούτε με τον ίδιο ρυθμό. Οι
μεταβολές μεταξύ τους μπορεί να συνδέονται σε διαφορετικούς χρόνους, αν και η παρουσία τους μέσα στο χώρο μπορεί να είναι ταυτόχρονη. Η συνύπαρξη των πραγμάτων δεν είναι και ταυτόχρονη ύπαρξη του ενός προς το άλλο, όπως δεν είναι και ταυτόχρονη
(με όλους τους τρόπους) αλληλεπίδρασή τους.
(Αυτό για να το συμπεράνουμε και να το καταλάβουμε δεν χρειαζόταν να διατυπωθεί η θεωρία της
σχετικότητας). Ο χρόνος που δεν συμβαίνει κάτι, ο
χρόνος μέχρι να γίνει κάτι και μέχρι να υπάρξει κάποια αλληλεπίδραση δεν είναι ο πραγματικός χρόνος. Είναι ο δυνατός χρόνος και πρέπει να τον ξεχωρίζουμε.
ΧΩΡΟΣ:
Η μέγιστη απόσταση απομάκρυνσης που είναι η ίδια
(κοινή) για όλα τα υλικά πράγματα. Η
δυνατότητα να γίνονται πολλές μεταβολές στον ίδιο χρόνο
(συγχρονισμός) και κατά συνέπεια για να γίνονται συνδυασμοί πολλών υλικών φορέων, με πιο σύντομο τρόπο και να διαμορφώνονται πιο
σύνθετα πράγματα μέσα στα μέγιστα όρια ενός ευρύτερου χρόνου (μιας περιόδου).
Η δυνατότητα της συνύπαρξης των πραγμάτων (του συνδυασμού και του ταυτόχρονου) δεν δημιουργείται από τα επιμέρους υλικά πράγματα και τις κινήσεις τους. Αντιθέτως, προϋπάρχει κάτι κοινό για όλα τα επιμέρους πράγματα, για όλους τους χρόνους που εκείνα αλληλεπιδρούν και ανεξάρτητα από τους τρόπους που διασυνδέονται εκείνα.
Το Σύμπαν προϋπάρχει σαν σταθερό και ολοκληρωμένο και
θέτει τα όρια ενός ελάχιστου και ενός μέγιστου δυνατού χρόνου αλληλεπίδρασης. Έτσι σχετικά (εκ των υστέρων ανάμεσα στα μεταβαλλόμενα πράγματα), αυτό το κοινό προϋπάρχον εξαναγκάζει σε σύνδεση, σε δημιουργία και στη διαμόρφωση των υλικών φορέων
(αφού τα πράγματα δεν μπορούν να γίνονται τελείως απομονωμένα, απεριόριστα ξεκομμένα
και σαν να ήταν δημιουργημένα μόνο από εξωτερική ενέργεια). Το Σύμπαν στο σύνολο του χρόνου είναι ολοκληρωμένο πριν από τη σχετική στιγμή στην οποία ξεκινούν να υπάρχουν τα μέρη του και η σχετική
και σταθερή απουσία του έχει τη μορφή του πεπερασμένου χώρου.
ΥΛΗ: Στην έννοια της ύλης συνοψίζουμε τα δομικά
στοιχεία που συγκροτούν τα πιο σύνθετα πράγματα. Τεμαχίζοντας τα πράγματα δεν καταλήγουμε σε
συμπαγείς και αμετάβλητες ποσότητες. Καταλήγουμε σε στοιχειώδεις ποσότητες κίνησης και σε
ελάχιστες ποσότητες ενέργειας που ανταλλάσσονται με τον πιο γρήγορο τρόπο και στις πιο μικρές
αποστάσεις. Στο μικροσκοπικό χώρο τα δομικά στοιχεία συνδέονται άμεσα με μία άλλη
πραγματικότητα, η οποία σε σχέση με αυτές τις κινήσεις και τις ταλαντώσεις, εκείνη είναι σταθερή
και ακίνητη ποσότητα.
Η στιγμή που αρχίζει να γίνεται το αδημιούργητο
Σύμπαν δεν βρίσκεται πριν από τη στιγμή που αυτό τελειώνει. Το Σύμπαν διαρκώς αρχίζει να γίνεται
(με σχετικό τρόπο) μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του και αυτό δεν είναι όλο παρόν και ταυτόχρονο
σε σχέση με τα επιμέρους πράγματα. Συνεχίζει να γίνεται σαν έμμεσο-εξωτερικό διαμέσου των υλικών
φορέων, ενώ αυτό έχει γίνει ανέκαθεν και είναι ολοκληρωμένο, έξω από το χρόνο και το χώρο.
Στον ελάχιστο χρόνο της φύσης αναλογούν ορισμένες
ελάχιστες ποσότητες ενέργειας και αυτές οι ελάχιστες ποσότητες αποτελούν διαρκώς μεταβολές μιας
σταθερής συνολικής ποσότητας, η οποία σχετικά βρίσκεται σε ισορροπία και υπάρχει ισότροπα με το
φαινόμενο του κενού χώρου. Με τη
συγχρονισμένη αλληλεπίδραση μεταξύ των δομικών στοιχείων συγκροτούνται τα πιο σύνθετα πράγματα,
σαν αποτελέσματα μιας ανταλλαγής ενέργειας που γίνεται σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα και συγχρονισμένα.
Η λεγόμενη ύλη δεν υπάρχει εξωτερικά ως προς το
σύνολο των λεγόμενων πραγμάτων ούτε πριν από κάθε ποιότητα πραγμάτων. Με άλλα λόγια, τα δομικά
στοιχεία είναι οι φορείς της έμμεσης αλληλεπίδρασης και διαμόρφωσης των πιο σύνθετων πραγμάτων
και η πραγματικότητα με την πιο αφηρημένη ποιότητά της.
Είναι η σχετική πρώτη πραγματικότητα μέσα στο
ποιοτικό σύνολό της, είναι μία σχετική έλλειψη ποιότητας και πραγματικότητας μέσα στο τελειωμένο
σύνολο της πραγματικότητας, μία σχετική αρχή του Χρόνου μέσα στον συνολικό Χρόνο, μέσα στα όρια
του οποίου υπάρχει άμεσα (και ταυτόχρονα) το αυτοτελές Σύμπαν.
Η ύλη, χωρίς μία προηγούμενη ποιότητα πραγμάτων ή χωρίς καμία προηγούμενη διαμόρφωσή της σε
ποιότητες δεν θα μπορούσε να έχει κάποια δομή και σχετικά σταθεροποιημένη παρουσία. Θα παρέμενε
για πάντα τυχαία και εξωτερικά καθορισμένη ποσότητα, χωρίς τη δυνατότητα να δημιουργήσει
σταθερούς τρόπους σύνδεσης (δηλαδή να συγχρονιστεί).
Η ύλη, είτε εδώ κοντά είτε μακριά μας, συνδέεται με κάτι κοινό, με μία κοινή πραγματικότητα και μάλιστα έτσι, που η ύλη διατηρεί παντού την ίδια δομή. Η κίνηση στο εσωτερικό της μικροσκοπικής ύλης και η σταθερότητα στη δομή της δεν μπορούν να εξηγηθούν από την ενέργεια
και την κίνηση των εξωτερικών (και τυχαίων) επιδράσεων.
Όταν μιλάμε για ένα Σύμπαν το οποίο υπάρχει ολοκληρωμένο και ταυτοχρόνως, αυτό δεν σημαίνει
αναγκαστικά, ότι έπρεπε να υπάρχει εδώ και τώρα με όλη την ενέργεια ή την ύλη του. Αφού το Σύμπαν δεν παρουσιάζεται όλο σαν ταυτόχρονο σε σχέση με τα υλικά πράγματα, αυτό μας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα, ότι ο υλικός κόσμος δεν είναι από μόνος του όλο το Σύμπαν και ότι με κάποιον τρόπο πρέπει να συνδέεται με το Σύμπαν που λείπει. Το Σύμπαν που δεν
υπάρχει εδώ και τώρα και με το οποίο ο υλικός κόσμος κάπως συνδέεται δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από την παρουσία του πεπερασμένου χώρου και των δυνάμεών του. Η σχέση, λοιπόν, της ύλης με το χώρο προκύπτει από τη αξεχώριστη σχέση στη παρουσία του υλικού κόσμου με τον κόσμο που λείπει. Και ο κόσμος που λείπει συμμετέχει στην ενέργεια του υλικού κόσμου
μέσα από τη μικροσκοπική δομή της ύλης (με τη μορφή του χώρου). Δεν υπάρχει χρόνος, Σύμπαν και χώρος χωρίς την ύλη, δηλαδή ένα Σύμπαν μόνο άμεσα, χωρίς ποιότητα και έμμεσες αλληλεπιδράσεις. Όπως δεν υπάρχει μια συνολική στιγμή χωρίς τις μικρότερες στιγμές. Η ενέργεια του χώρου "ρέει" για να ισορροπήσει και η ροή της δημιουργεί και διατηρεί ξανά τις
ελαττώσεις της, τις οποίες ονομάζουμε "ύλη".
ΒΑΡΥΤΗΤΑ: Η αιτία της συγκέντρωσης των υλικών φορέων
(δηλαδή το βαρυτικό πεδίο) είναι η κυματική ροή της χωρο-ενέργειας
προς αντιστάθμιση των ελαττώσεών της, που
παρουσιάζονται σαν υλικοί φορείς και σαν τοπική αυξομείωση (ταλάντωση) στην ενέργεια του χώρου. Η ελκτική ροή περιορίζει
(τι θα πει παραμορφώνει;)
το χώρο και το χρόνο, στον οποίο αλληλεπιδρούν
τα απλούστερα υλικά στοιχεία. Επειδή η ενέργεια του χώρου μεταβιβάζεται απ' όλες τις διευθύνσεις (δηλ. συγκεντρωτικά) και ισότροπα προς τους υλικούς φορείς, αυτή η κυκλική ροή από όλες τις διευθύνσεις περιορίζει του υλικούς φορείς στην έκταση του χώρου και τους εξαναγκάζει σε πιο γρήγορους τρόπους
αλληλεπίδρασης και σε πιο συχνή ανταλλαγή ενέργειας.
Η βαρύτητα ενεργεί επάνω στη μάζα, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση ή από το είδος της ύλης, όπως είναι γνωστό. Αυτό εξηγείται διότι η παρουσία της ( εντοπισμένης σαν σώμα ) ύλης γίνεται με την ενέργεια που “αποσπάει” ισότροπα από τον κοινό χώρο. Ο ορισμός που είναι ο πιο εύστοχος για τη φυσική: Βαρύτητα
είναι η ενέργεια που αντλεί κυματικά η ύλη από τον ισότροπο χώρο για να διατηρείται η ίδια σαν αποσπασμένο σώμα. Κατά συνέπεια, πεδίο βαρύτητας μπορεί να θεωρηθεί ο σφαιρικός (ή ακτινωτός) χώρος από τον οποίο αντλείται ισοτροπικά και ομόκεντρα η χωρική ενέργεια για να διατηρείται και να δημιουργείται η ύλη.
Ένα κύμα στην ισότροπη ενέργεια του χώρου βασικά μπορεί να αποκεντρώνεται ή να επικεντρώνεται ακτινοειδώς και κατ' αυτό τον τρόπο να εξασθενεί κυκλικά απομακρυνόμενο ή αντιθέτως, να ενισχύεται κυκλικά προσεγγίζοντας.
Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ενώ στη δεύτερη ανήκει η βαρυτική ακτινοβολία. Η σχέση της βαρύτητας με την ταχύτητα του φωτός και με των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων προδίδεται μαθηματικώς
(από μια πρώτη διερεύνηση), από τους υπολογισμούς που μπορούν να γίνουν ξεκινώντας μόνο με αυτές
τις δύο φυσικές σταθερές της G και της c (G· c, c/G και
c2 /G).
Η διαρκής μεταβολή μέσα στη μικροσκοπική δομή της ύλης, με τάση η χωρο-ενέργεια να αποκεντρωθεί από τη μία, ενώ από την άλλη η (ελκτική) ροή της ενέργειας του χώρου που συγχρόνως επικεντρώνεται,
αυτά τα αντίθετα φαινόμενα δημιουργούν σε γενικές γραμμές το φαινόμενο του εγκλωβισμού στη μεταβίβαση της ενέργειας, την παρουσία στάσιμων (βαρυτικών ή χωρικών) κυμάτων με την πιο υψηλή συχνότητα και προκαλούν την εμφάνιση της μάζας με τη μορφή των ελάχιστων σωματιδίων .
Η μόνιμη μεταβίβαση ενέργειας του χώρου προς τα σημεία που παρουσιάζεται με τη μορφή της ύλης και το βαρυτικό πεδίο σχετίζονται άμεσα και με τη μόνιμη εκπομπή κυμάτων σε περιοχές συχνοτήτων που ανιχνεύονται τοπικά σαν θερμότητα. Η ελκτική δύναμη του συνόλου της μάζας του Σύμπαντος εμφανίζεται
στην
ελάχιστη απόσταση του χώρου και έτσι “ανάποδα” στη μικροσκοπική δομή της ύλης την αποκαλούμε "πυρηνική" δύναμη.