ΚΥΚΛΙΚΟΣ
ΧΡΟΝΟΣ – ΠΛΗΡΕΣ & ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟ ΣΥΜΠΑΝ
Θεωρία του τελειωμένου χρόνου και της σχετικότητας της ενέργειας
(Ενιαία θεωρία περί χρόνου, χώρου και ύλης)
Ε Π Ι Λ Ο Γ
Ο Σ Κ Α Ι
Α Π Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ (3)
Η
κοσμολογική θεωρία πριν και μετά τη μαθηματική διερεύνηση
|
Ποιες νεότερες σκέψεις και
απόψεις έγιναν κατά τη μαθηματική διερεύνηση, οι οποίες διόρθωσαν ή
ανέπτυξαν τη φυσική ερμηνεία της προηγούμενης θεωρίας του Τελειωμένου
Χρόνου και της Σχετικότητας της Ενέργειας.
> Στη θεωρία
του Τελειωμένου Χρόνου και του Ολοκληρωμένου Σύμπαντος έχουμε συμπεράνει γρήγορα και
ορθολογικά (και από διαφορετικούς συλλογισμούς) την ύπαρξη ενός ελάχιστου Tmin και ενός
μέγιστου χρονικού διαστήματος Tmax, χωρίς να τα υπολογίσουμε. Στην διατύπωση όπως είχε
γίνει πριν από πολλά χρόνια, γινόταν μέχρι και ταύτιση των διαφορετικών φαινομένων, όπως
αυτό το γενικότερο που ορίζουμε σαν χρόνο: " Ο μέγιστος χρόνος, που αντιστοιχεί στη
μέγιστη ενέργεια του χώρου και ο ελάχιστος χρόνος, που αντιστοιχεί στην ελάχιστη
ενέργεια των υλικών φορέων, αποτελούν όρια σταθερά και καθοριστικά για τις έμμεσες
αλληλεπιδράσεις". (σ197-198,
ISBN 960-385-019-5 ©
2000)
Από τη
στιγμή που βάζουμε όριο στο μέγιστο χρονικό διάστημα και στη διαίρεση του χρόνου,
προκύπτουν και τα όρια για όλα τα υπόλοιπα φαινόμενα, μεταξύ των οποίων τα όρια μίας
ελάχιστης και μίας μέγιστης απόστασης και το όριο στην αύξηση της ταχύτητας Vmax (η
οποία είναι ένας συνδυασμός μήκους και χρόνου που παρουσιάζεται με την κίνηση). Η
συσχέτιση της μέγιστης ταχύτητας Vmax με μία συχνότητα fmax με ελάχιστο μήκος λmin
= h που έγινε από τη διερεύνηση με τους όρους της φυσικής, οδήγησε στα πιθανά
όρια για τα υπόλοιπα φαινόμενα της κίνησης. Τα αποτελέσματα ήταν μέσα στα όρια των
ποσοτήτων και των μεγεθών που είναι γνωστά στη φυσική.
Από τους υπολογισμούς για να
βρεθούν τα ελάχιστα και τα μέγιστα όρια στις μεταβολές των φαινομένων και πως αυτά
αυξομειώνονται, συναντούμε μερικές αριθμητικές συμπτώσεις, όπου βρίσκουμε το ίδιο
αποτέλεσμα με διαφορετικές μονάδες. Δηλαδή, βγαίνουν αποτελέσματα που συγκρούονται με
τις παραδεκτές μονάδες της φυσικής. Μετά από πιο ψύχραιμη και προσεκτική σκέψη, μπορούμε
να δούμε, ότι δεν πρόκειται για ακύρωση των μονάδων μέτρησης όπως έχουν οριστεί στη
φυσική, ούτε για αλλαγή των μονάδων μέτρησης στα γνωστά φαινόμενα. Αυτή η σύγκρουση με
τη φυσική, οφείλεται στην πολύ μικρή αριθμητική διαφορά που έχουν μεταξύ τους ορισμένες
θεμελιώδεις ποσότητες όπως είναι η σταθερά h και το ελάχιστο μήκος κύματος λmin, που
είναι τόσο μικρή, ώστε να μην μπορούν να γίνουν οι υπολογισμοί! Να σκεφτούμε, ότι η
θεμελιώδης σχέση που χρησιμοποιεί η φύση και σχετίζεται με την περίοδο είναι η γνωστή
σχέση του κύκλου με την ακτίνα που την συνοψίζουμε με το γράμμα π. Όπως γνωρίζουμε, η
σχέση αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια και μετά την υποδιαστολή
ακολουθούν πολλές χιλιάδες αριθμοί. Αφού, λοιπόν, από την πιο βασική σχέση που η φύση
χρησιμοποιεί για να ρυθμίζει τα χρονικά διαστήματα και τις μεταβολές στην κίνηση,
υπάρχει κάποια ελάχιστη ανακρίβεια, να αναμένουμε ότι αυτή η ελάχιστη διαφορά είναι
σημαντική για να προκαλεί αποκλίσεις και για να δημιουργεί διαφορές στα φαινόμενα.
Σημαντική, διότι τα πιο μικρά χρονικά διαστήματα είναι αδύνατον να μετρηθούν με τα πιο
σύγχρονα τεχνικά μέσα και όμως από αυτά ξεκινούν οι μεταβολές σε όλο το φυσικό κόσμο, οι
οποίες γίνονται σε πιο μεγάλα χρονικά διαστήματα και μήκη.
Έπειτα, η ύπαρξη ενός σταθερού
ορίου σε μια φυσική διεργασία ή στη μεταβολή ενός φαινομένου επηρεάζει όλη τη διαδικασία
και τις μεταβολές που γίνονται ενδιάμεσα. Το σταθερό ανώτερο ή το σταθερό ελάχιστο όριο
συμπίπτει με μια σταθερή χρονική στιγμή, όπου συγχρόνως γίνονται πολλές άλλες μεταβολές,
με σχέσεις προς μια μονάδα του χρόνου. Το σταθερό ανώτερο ή το σταθερό ελάχιστο όριο στη
μεταβολή της κίνησης, "βάζει" τις μονάδες του στα φαινόμενα που περιορίζει και στα
φαινόμενα που δημιουργούνται, ακριβώς επειδή επιβάλλονται αυτά τα σταθερά όρια. Λ.χ. τη
στιγμή που η κίνηση γίνεται με τη μέγιστη ταχύτητα, η επιτάχυνση είναι η ελάχιστη και
στην περίπτωση του φωτός, τα φαινόμενα του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου
λαμβάνουν τις οριακές τιμές τους, σε εξάρτηση με την ταχύτητα του φωτός. Όταν η ποσότητα
ενέργειας hf γίνει μέγιστη, τότε προκύπτει μέγιστη και μια αδράνεια Mmax και η
στοιχειώδης ποσότητα h προκαθορίζει τα όρια της ενέργειας που μπορεί να μεταβιβαστεί στη
μονάδα του χρόνου t.
Σχέσεις που συμπίπτουν όπως Em
x λm = c x h .Δηλαδή,
το ίδιο όπως αν πούμε Vm x λm
= Vmax x λmin.
Η κυκλική συχνότητα ω = f 2π = V/r . Δηλαδή για το ηλεκτρόνιο με την
εφαρμογή του ίδιου τύπου προκύπτει ωe
= Ve /
rmin
= fe 2π → Ve
= fe 2π
rmin
(με ταχύτητα Ve = 81,871 x10-15
m/s που είναι η ενέργεια του ηλεκτρονίου και ακτίνα r = hbar).
Γενικά, είναι αξιοπρόσεκτο ότι με τα όρια που προκύπτουν (max-min) όταν η ποσότητα h
θεωρηθεί ελάχιστο μήκος κύματος λmin
μπορούμε να βρίσκουμε τις γνωστές ποσότητες της φυσικής, αλλά με μονάδες που δεν έχουν
ποσότητα μάζας (kg). Με τις ίδιες σχέσεις αποκαλύπτεται το φαινόμενο της μάζας σαν
αποτέλεσμα κυματικών κινήσεων με τις πιο υψηλές συχνότητες (δηλαδή σαν φαινόμενο εξ
αρχής ενοποιημένο με τα υπόλοιπα φαινόμενα της κίνησης και όχι σαν ξεχωριστό φαινόμενο).
> Από τις πιο απρόσμενες και
σημαντικές παρατηρήσεις που έγιναν στην πορεία της μαθηματικής διερεύνησης είναι η
δυνατότητα με τις πιο απλές αριθμητικές πράξεις και από μερικούς αρχικούς αριθμούς να
προκύψουν μικροί αριθμοί τους οποίους συναντούμε στη μικροσκοπική δομή της ύλης και μαζί
μεγάλοι αριθμοί που περιγράφουν χαρακτηριστικά του μεγάκοσμου. Μεγέθη και σχέσεις του
υποατομικού κόσμου, στις μικροσκοπικές διαστάσεις προκύπτουν χρησιμοποιώντας
μεγέθη και σχέσεις του κόσμου στις πιο μεγάλες διαστάσεις του και αντιστρόφως. Με
τους ίδιους αρχικούς αριθμούς που υπολογίζουμε αόρατες ποσότητες και τις σχέσεις μεταξύ
τους, με τις ίδιες μπορούμε να "κατασκευάσουμε" το δικό μας ορατό Σύμπαν ! Οι
αριθμητικές σχέσεις και οι τύποι που χρειάζονται για την περιγραφή μεταβολών και
κινήσεων σε μικροσκοπικές διαστάσεις, χρειάζονται για την περιγραφή του κόσμου των πιο
μεγάλων διαστάσεων. Φυσικά, αυτή η δυνατότητα επιβεβαιώνει την προηγούμενη θεωρητική
διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία η θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου εισαγάγει γενικά και
θεωρητικά την αναγκαία σχέση σύνδεσης και συνύπαρξης του ελάχιστου ορίου με του μέγιστου
ορίου και μία σχέση διατήρησης παρά τη μεταβολή τους. Τα όρια (χρόνου, μήκους,
ταχύτητας, ενέργειας) τα οποία εύκολα προκύπτουν θεωρητικά, μπορούν να αναζητηθούν με
την ίδια ευκολία στο χώρο της κανονικής φυσικής και να επεκταθούν σε πολλές ιδιαίτερες
περιπτώσεις. Από την προηγούμενη φιλοσοφική ερμηνεία, ήταν ήδη γνωστό, αναμενόμενο και
έβγαινε αμέσως από τον αρχικό ορισμό του Σύμπαντος, ότι τα ακραία όρια (ελάχιστα και
μέγιστα) είναι καθοριστικά για το σύνολο των πραγμάτων, τα οποία στην ουσία τους
υπάρχουν από ταχύτατες μεταβολές και ανταλλαγές ενέργειας σε μια σταθερή ποσότητα. Όμως
τότε, ευτυχώς, από αδυναμία και περιφρόνηση, δεν είχε γίνει κανένας μαθηματικός
υπολογισμός...
> Η λεγόμενη " Κοσμολογική Αρχή
" είναι μια πιο περιορισμένη έκφραση των αξιώσεων της Φιλοσοφίας. Η διερεύνηση για την
ανεύρεση μερικών μαθηματικών σχέσεων, οι οποίες ενισχύουν την άποψη για την ύπαρξη ορίων
στη φύση (πρωταρχικά στο χρόνο, στο μήκος και στην ενέργεια, όπως προέβλεπε η φιλοσοφική
ερμηνεία της φύσης) ξεκίνησε από τους πιο απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς με τρεις
φυσικές σταθερές και με τους πιο γνωστούς τύπους της φυσικής. Γρήγορα προέκυψαν πολλές
συμπτώσεις και απρόσμενες σχέσεις, οι οποίες ενίσχυσαν και συμπλήρωσαν την αρχική φυσική
ερμηνεία, η οποία ξεκίνησε με τις ενθαρρυντικές σκέψεις τις οποίες έχουν κάνει πολλοί
φιλόσοφοι: Ότι όλα τα πράγματα συνδέονται πάντοτε μεταξύ τους, αποτελούν ένα κοινό
σύνολο, ρυθμίζονται από μερικές σταθερές σχέσεις και ότι μπορούμε να γνωρίζουμε πράγματα
μακρινά και πράγματα που δεν είδαμε μέσα από παρατηρήσεις στα πιο συνηθισμένα φαινόμενα
και με την εμπειρία μας από τα πλησιέστερα πράγματα. Αυτές οι αισιόδοξες φιλοσοφικές
σκέψεις, που δεν αγνοούν την ανθρώπινη λογική ούτε την εμπειρία, αποτελούν μια άλλη
έκφραση με ευρύτερη σημασία από την λεγόμενη "Κοσμολογική Αρχή" που επαναδιατυπώνουν οι
σύγχρονοι αστροφυσικοί (μόνο για τις απαιτήσεις της δικής τους έρευνας). Αυτές οι
αισιόδοξες φιλοσοφικές σκέψεις, επέτρεψαν στον άνθρωπο να ξεκινήσει να σκέφτεται για όλο
τον κόσμο με κλειστά τα μάτια και με ελάχιστη γνώση της φύσης, από τα πιο αρχαία έτη, με
αυτές τις σκέψεις αναπτύχθηκε και η φυσική ερμηνεία του Ολοκληρωμένου Σύμπαντος. Αφού
αυτές επιβεβαιώνονται έτσι εύκολα μέσα από τις πιο γνωστές παρατηρήσεις της σύγχρονης
φυσικής, μπορούμε να φτάσουμε στην πιο ακραία αισιοδοξία μέχρι βλακείας και να
σκεφτούμε, ότι ακόμα και οι ποσότητες και τα μεγέθη ορισμένων φυσικών φαινομένων δεν
πρέπει να είναι τυχαίοι αριθμοί.
Από την αρχή της μαθηματικής
διερεύνησης, έγιναν χιλιάδες αριθμητικοί υπολογισμοί ξεκινώντας από τους πιο γνωστούς
και πιθανούς αριθμούς με σκοπό να βρεθούν ορισμένοι τυχαίοι αριθμοί που στη φυσική
εκφράζουν τις φυσικές σταθερές και μερικές ποσότητες που εμφανίζονται σαν πιο σημαντικές
μέσα στη φύση, όπως λ.χ. αριθμητικές σχέσεις με το ηλεκτρόνιο. Από τη δυσκολία να
βρεθούν οι συνηθισμένες ποσότητες της γνωστής φυσικής ξεκινώντας από τις πιο γνωστές
αριθμητικές σχέσεις έγινε αμέσως αντιληπτό, ότι οι μονάδες μέτρησης που έχουν
χρησιμοποιηθεί στην Επιστήμη είναι τυχαίες και επιλεγμένες για την καθημερινή ζωή του
ανθρώπου στον πλανήτη Γη. Δεν απηχούν μεγέθη που είναι ξεχωριστά για το Σύμπαν και δεν
αποτελούν μέτρο σύγκρισης που θα χρησιμοποιούσαν άλλα λογικά πλάσματα κάπου αλλού μέσα
στο Σύμπαν. Και πρώτα από όλα το μέτρο του χρόνου και του μήκους, τα οποία έχουν οριστεί
σε σχέση με τις κινήσεις της Γης και με τυχαίες διαστάσεις.
> Ύστερα από τη διερεύνηση για
τη μαθηματική διατύπωση της φυσικής ερμηνείας του Τελειωμένου Χρόνου και του
Ολοκληρωμένου Σύμπαντος, η βασική άποψη για τον τρόπο που διατηρείται το Σύμπαν
αποσαφηνίστηκε, συμπληρώθηκε με περισσότερες παρατηρήσεις και πλησίασε πιο κοντά στη
σωστή περιγραφή. Με βεβαιότητα 100% παρέμεινε η κεντρική άποψη για το
αδημιούργητο του κόσμου ως σύνολο, για τη σταθερή παρουσία του ολοκληρωμένου Σύμπαντος
την ίδια στιγμή, που αυτό φαίνεται (με τη μορφή του κενού χώρου) να απουσιάζει (στα
μικρότερα χρονικά διαστήματα) και για την παρουσία της ύλης σαν αρχικές ελαττώσεις της
ισοσταθμισμένης ενέργειας του πεπερασμένου χώρου. Με ποσοστό σχεδόν πλήρους βεβαιότητας
μπορούμε επιπλέον να πούμε με το καθημερινό λεξιλόγιο και σε λίγες γραμμές ότι:
Ο κενός χώρος βρίσκεται σε μία
κατάσταση ενεργειακής ισορροπίας (ή σταθερότητας) όχι επειδή είναι μία συμπαγής ουσία,
αλλά επειδή είναι μία σχετική απουσία, με δυναμική ενέργεια προς την ύλη, και
διαρκώς μεταβιβάζει την ελάχιστη ποσότητα ενέργειας με την πιο υψηλή συχνότητα.
Στα σημεία που η μεταβίβαση της ενέργειας δεν αναπληρώνει την απώλεια που
προκαλεί η ίδια η μεταβίβαση της ενέργειας παρουσιάζονται οι ελλείψεις με τη μορφή
σωματιδίων. Η μεταβίβαση της ενέργειας γίνεται με κυματικό τρόπο και ισότροπα (από
όλες τις διευθύνσεις και με σχέση ακτίνας-κέντρου) και αυτό προκαλεί φαινόμενα
εξασθένισης ή ενίσχυσης και κυματικά φαινόμενα που είναι γνωστά από την κλασική
φυσική. Η περιοδική μεταβολή στην ποσότητα της ενέργειας και στη μεταβίβαση της
ενέργειας (ταλάντωση, με το όριο πάντα μίας μέγιστης συχνότητας και μίας μέγιστης
ποσότητας ενέργειας που μπορεί να μεταβιβαστεί στη μονάδα του χρόνου) αποτελεί την αρχή
για την εμφάνιση περιοδικών κινήσεων και στάσιμων καταστάσεων. Συνυπάρχουν δύο
αντίθετα φαινόμενα που είναι η συγκέντρωση ποσοτήτων ενέργειας για την αντιστάθμιση
κάποιας ελάττωσης και συγχρόνως η αποκέντρωση ποσοτήτων ενέργειας που διαρκώς
επιστρέφουν για να αντισταθμίσουν σημεία ελάττωσης. Στη διαδικασία αυτή συγκεκριμένες
συχνότητες ευνοούν φαινόμενα συντονισμού, στάσιμα κύματα και αναίρεσης. Ο
πυρήνας αντιστοιχεί στο σημείο μίας μέγιστης ενίσχυσης των κυμάτων και μίας
μέγιστης ποσότητας αποκέντρωσης ή συγκέντρωσης ενέργειας. Συγκεκριμένα μήκη σε στάσιμα
κύματα αντιστοιχούν στο πεδίο γύρω από τον πυρήνα. Οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές
στην ποσότητα της ενέργειας που μεταβάλλεται με τη μορφή στάσιμων κυμάτων, κατά την
αλληλεπίδρασή τους με το φως παρουσιάζονται σαν σωματίδια που περιφέρονται. Μπορούμε
ποιητικά να τα παρομοιάσουμε με τα θραύσματα που εκτοξεύονται αστραπιαία από μία
σύγκρουση υψηλής ενέργειας που γίνεται στο κέντρο.
Η παραπάνω διαδικασία
συντελείται διαρκώς και σε όλη την έκταση του αδημιούργητου χώρου, αλλά με κενές
αποστάσεις που ρυθμίζονται από τις ποσότητες ύλης που συγκεντρώνονται. Η συμβολική
ονομασία της "Μεγάλης Έκρηξης" θα γίνει πιο εύστοχη εάν αποκαλέσουμε τη διαδικασία
διατήρησης και αναδημιουργίας της ύλης "Μικροσκοπικές Εκρήξεις". Είναι σημαντική
η θεωρητική παρατήρηση (η οποία έχει γίνει πριν από το ξεκίνημα αυτής της μαθηματικής
διερεύνησης), ότι η διαδικασία ταλάντωσης της ενέργειας εμφανίζεται πάντα και παντού με
δύο αντίθετους τρόπους κυκλικής κίνησης, λόγω της ισότροπης και ισοσταθμισμένης
παρουσίας του πεπερασμένου χώρου. Ο ένας τρόπος γίνεται με κυκλικά συγκεντρωτικά
κύματα και η ενέργειά του λέγεται βαρύτητα. Ο άλλος τρόπος γίνεται με κυκλικά
αποκεντρωτικά κύματα του ίδιου χώρου και τον λέμε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Η
σταθερή παρουσία της ύλης συνεπάγεται σταθερή συνύπαρξη των δύο αυτών κυματικών
φαινομένων, αφού στην ουσία πρόκειται για την ίδια ενέργεια που πάλλεται στην
"προσπάθεια" να αποκατασταθεί η ισορροπία του "κενού" χώρου. Η ισορροπία
συνυπάρχει και διατηρείται μαζί με αυτή τη δυναμική διαδικασία επαναφοράς και όχι με
την πλήρη ακινησία, αφού τότε η ενέργεια χωρίς μεταβολή δεν θα είχε κανένα νόημα. Η
κατάσταση της "διαταραχής" και της μεταβολής της ενέργειας (του κενού χώρου) είναι ένα
φαινόμενο "ανισορροπίας" που συντελείται στα πιο μικρά χρονικά διαστήματα και με
τις πιο μικρές αποκλίσεις. Οι ελάχιστες αυξομειώσεις της ενέργειας με τις οποίες
διατηρείται ο υλικός κόσμος προϋποθέτουν και ξανά συντελούν στη διατήρηση των σταθερών
ορίων εντός των οποίων, το Σύμπαν είναι ολοκληρωμένο και πάντοτε το ίδιο.
Μαθηματικώς, αυτή η διατήρηση των ορίων προδίδεται από τις παγκόσμιες φυσικές
σταθερές και γι' αυτό η επιλογή των παγκόσμιων φυσικών σταθερών υπήρξε το πιο εύκολο
ξεκίνημα για τούτη εδώ τη μαθηματική διερεύνηση.
*