ΚΥΚΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ – ΠΛΗΡΕΣ & ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟ ΣΥΜΠΑΝ
Θεωρία του τελειωμένου χρόνου και της σχετικότητας της ενέργειας
(Ενιαία θεωρία περί χρόνου, χώρου και ύλης)
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
|
Την άμεση και αυτοτελή ποιότητα του συνόλου της υλικής πραγματικότητας, την οποία εμείς σαν υλικά μέρη αντιλαμβανόμαστε και γνωρίζουμε έμμεσα, εξωτερικά, αποσπασματικά και σε μερικές στιγμές, την ονομάζουμε Σύμπαν. Είναι λάθος ν’ απορούμε, πώς μπορούν να υπάρχουν οι πολυάριθμες διαφορετικές
ποιότητες πραγμάτων συνθεμένες από λίγες πρωταρχικές και κοινές ουσίες. Η ουσία είναι η σταθερή και αδημιούργητη αρχή των σχετικών πραγμάτων και αυτό δεν σημαίνει, ότι η ουσία τους είναι το υπόλοιπο από την αφαίρεση κάθε αλλαγής, σχέσης και δράσης. Από μια τέτοια ουσία θα έλειπε η ποιότητα και η συνθετότητα. Όχι μόνο χωρίς την ουσία δεν μπορούν να υπάρχουν
σχέσεις, αλλαγές, δυνατότητες, αλλά και χωρίς τα τελευταία δεν μπορεί να υπάρχει η ουσία.
Η έννοια της ουσίας είναι μια άλλη άποψη για την πρώτη αδημιούργητη αρχή των πραγμάτων και για τη δυνατότητα της σύνθεσης. Αυτή η πρώτη αρχή ή η δυνατότητα της σύνθεσης δεν μπορεί να είναι έξω ή πριν από τα πράγματα και να δημιουργεί από μόνη της, χωρίς
η ίδια να προϋποθέτει καμιά σύνθεση ή ποιότητα. Από μερικά κοινά ή πρωταρχικά πράγματα (μόνο με αυτά, χωρίς τη συν-επίδραση από άλλα σύνθετα) δε θα ήταν δυνατή η ύπαρξη πολλών διαφορετικών ποιοτήτων, παρά μόνο σύνολα διαφορετικών (και ασταθών) ποσοτήτων από τον τυχαίο εξωτερικό συνδυασμό αυτών των απροσδιόριστων πρώτων (και σταθερών;) στοιχείων. Οι
διαφορετικές σύνθετες ποιότητες πραγμάτων και οι δυνατοί τρόποι διαμόρφωσης τους δεν μπορούν να εξηγηθούν επαρκώς μόνο από μερικές κοινές και εξωτερικές ουσίες. Για τον ίδιο λόγο, που δε θα μπορούσε να εξηγηθεί η ύπαρξη διαφορών στις αρχικές, κοινές και απλές ουσίες.
Η ουσία είναι το Κοινό Σύνολο των πραγμάτων ταυτόχρονα, όχι το κάθε πράγμα σαν ποσότητα πλην τις διαφορές και τις αλλαγές του. Αυτό είναι η συνολική αιτία της συνθετότητας και της ποιότητας στις έμμεσες-υλικές αλληλεπιδράσεις και υπάρχει εκ των προτέρων όλων των επιμέρους πραγμάτων (με άμεσο τρόπο, αδημιούργητο,
σε μηδέν χρόνο). Αν το σύνολο των πραγμάτων δεν ήταν μια άμεση αιτία στον εαυτό του, αν δεν ήταν με σταθεροποιημένη ποιότητα (σαν συνολικός Χρόνος), τότε τα λεγόμενα πράγματα δε θ’ αποτελούσαν τρόπους μιας κοινής ουσίας. Θα υπήρχαν με απροσδιόριστους τρόπους και με απεριόριστες δυνατότητες, σε απροσδιόριστες στιγμές, χωρίς συνέχεια και δε θα μπορούσαν
να είναι με μία σχετικά σταθερή και ενιαία ποιότητα, ούτε να έχουν αναγκαστικά κοινά στοιχεία.
Η στιγμή και ο τρόπος, που επιδράει κάθε πράγμα και ειδικότερα τα υλικά στοιχεία, δεν εξαρτάται μόνο έμμεσα (ή εξωτερικά) από τη διαφορετική στιγμή, στην οποία επιδράει το κάθε άλλο σαν εξωτερικό ανεξάρτητο μέρος. Τα ίδια τα πράγματα και τα υλικά στοιχεία είναι στην ουσία διαρκώς κάποιοι τρόποι επίδρασης
(είναι άμεσα δραστήρια), πριν ακόμα να επηρεαστούν έμμεσα ή εξωτερικά. Έχουν εκ των προτέρων (και διατηρούν) μερικές σταθερές δυνατότητες (και ιδιότητες) και μπορούν ν’ αλληλεπιδρούν με ορισμένους σταθερούς τρόπους, παρά το ότι δεν επηρεάζονται μόνο με ένα σταθερό τρόπο από το εξωτερικό τους. Έτσι, αυτά τα ίδια επηρεάζουν και προκαθορίζουν τους
τρόπους, με τους οποίους μπορούν να επηρεαστούν, και να γίνουν εκ των υστέρων τους. Αυτή η δυνατότητα της δικής τους δράσης και σταθερότητας δε θα υπήρχε, αν τα πράγματα ήταν προσδιορισμένα μόνο έμμεσα, από κάποια άλλα προηγούμενα ή από μια εξωτερική τους αιτία. Χωρίς
την ταυτόχρονη συνύπαρξη του κοινού συνόλου της πραγματικότητας θα ήταν αδύνατα (αν όχι τελείως τυχαία), η ποιότητα, η συνθετότητα, η αμεσότητα εκ των υστέρων, οι σταθεροί τρόποι σύνδεσης, οι ταυτόχρονες εξωτερικές σχέσεις και η συνέχεια μέσα στη δραστηριότητα. Σε τελική ανάλυση, δε θα υπήρχε η δυνατότητα του ταυτόχρονου εκ των υστέρων, την οποία ονομάζουμε
«χώρο». Αν οι ποιότητες των μερών και οι αλλαγές τους ήταν προσδιορισμένες μόνο έμμεσα, εκ των προτέρων ή εξωτερικά, όλα θα ήταν ασταθή, χωρίς ποιότητα και χωρίς επαρκή αιτία.
Η ύλη υπάρχει, γιατί τα πράγματα δεν υπάρχουν ούτε αρχίζουν όλα στην ίδια εξωτερική (και σχετική) στιγμή, δεν αλληλεπιδρούν με όλους τους δυνατούς τρόπους ταυτόστιγμα και έχουν μια αρχή ύπαρξης ως προς τα εξωτερικά τους. Τα πρωταρχικά υλικά στοιχεία είναι οι ελάχιστες στιγμές της άμεσης και συνολικής πραγματικότητας
και χρησιμεύουν σαν μέσο, το οποίο δεν βρίσκεται έξω από μια σύνθεση ή έξω από μια προηγούμενη δημιουργημένη πραγματικότητα. Το ότι η λεγόμενη ύλη δεν μπορεί να διαιρεθεί ατελείωτα ή χωρίς να πάψει να είναι με την ίδια ποιότητα, αυτό εξηγείται γιατί δεν είναι ουσία, αλλά τρόπος ύπαρξης και διαμόρφωσης μιας κοινής ουσίας. Διαφορετικά, σαν ουσία δε θα
μπορούσε να διαιρεθεί ή θα έπρεπε να διαιρείται ατελείωτα, χωρίς να μετατρέπεται.
Από τα πρώτα ερωτήματα που
συνάντησαν όσοι σκέφτηκαν για την προέλευση των πραγμάτων και
επιχείρησαν μια φυσική ερμηνεία για τη συγκρότηση του κόσμου, ήταν
ερωτήματα που εισαγάγουν την έννοια της ουσίας. Αν τα πράγματα είναι από
μόνα τους κάτι πέρα από τις πληροφορίες των αισθήσεων, αυτό κάπως πρέπει
να ονομαστεί. Και αφού παρατηρούμε όλα τα πράγματα να γίνονται, να
συνδυάζονται και να διαλύονται, φανταζόμαστε ότι κάτι το ελάχιστο πρέπει
να βρίσκεται σε όλα τα πράγματα σαν δομικά στοιχεία τους, κατά παρόμοιο
τρόπο, που εμείς συναρμολογούμε ή κατασκευάζουμε χρησιμοποιώντας
ξεχωριστά κομμάτια και πρώτες ύλες. Αυτή η φιλοσοφική σκέψη μπορεί να
γίνει σε οποιαδήποτε εποχή και τόπο και δεν είναι παράξενο που τη
βρίσκουμε στις πιο αρχαίες πνευματικές προσπάθειες του ανθρώπου να
κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. Όσοι στέκονται στις εντυπώσεις των
αισθητηρίων οργάνων, χωρίς να αναζητούν τι βρίσκεται πιο πέρα από τα
φαινόμενα, μπορούν να αμφισβητήσουν την ανάγκη να υπάρχει κάτι
περισσότερο έξω από όσα παρατηρούμε (όπως έκανε χαρακτηριστικά και
καθαρά ο G. Berkeley).
Οι πιο συγκρατημένοι, που θα
σκεφτούν πολύ απλά και λογικά, ότι είμαστε βιολογικά πλάσματα με
αδυναμίες και περιορισμούς στις δυνατότητές μας μέσα σε μια απέραντη και
φοβερή φύση, θα σκεφτούν, ότι δεν παρατηρούμε τα πάντα και με όλες τις
λεπτομέρειες. Έτσι, συμπεραίνουν ότι πίσω από κάθε φαινόμενο πάντοτε
υπάρχει κάτι περισσότερο το οποίο δεν αντιλαμβανόμαστε και που συνεχίζει
να υπάρχει ανεξάρτητα από την τύχη των επιμέρους πραγμάτων που
παρατηρούμε. Η πραγματικότητα λογικά είναι μεγαλύτερη από αυτή που εμείς
αντιλαμβανόμαστε. Έπειτα προκύπτει η απορία τι μπορεί να είναι αυτό που
παραμένει να υπάρχει μετά από κάθε διακοπή ή μεταμόρφωση της ύπαρξης και
πίσω από κάθε μεταβολή. Από την παρατήρηση της ποικιλόμορφης φύσης αλλά
και από την κοινή διαπίστωση ότι για τη δημιουργική δράση ξεκινούμε με
κάποιο αριθμό προηγούμενων πραγμάτων, στα οποία επεμβαίνουμε, τα
μεταμορφώνουμε τα αναπλάθουμε και τα συνδυάζουμε διαφορετικά, ενισχύεται
λογικά η άποψη ότι η ουσία δεν είναι μια συνεχής ποσότητα και ότι κάτι
προηγείται πάντοτε (σε κάθε ξεκίνημα). Αντιθέτως ενισχύεται η άποψη, ότι
η ουσία είναι μια ποσότητα ξεχωριστών δομικών στοιχείων (ύλη)... τα
οποία στην σύγχρονη επιστήμη έχουν καταγραφεί με τα χαρακτηριστικά τους
και ονομάζονται σωματίδια. Οι φιλόσοφοι John Locke
και David Hume ήταν από τους πρώτους
που έβαλαν ένα φρένο στην φαντασία των φιλοσόφων και των θεολόγων, που
έκαναν κατάχρηση της ανθρώπινης σκέψης και των λέξεων ή υποβίβαζαν τη
χρησιμότητα της παρατήρησης της φύσης για τη μεγάλη απαίτηση που είχαν
να την ερμηνεύσουν. Στο ζήτημα για την ουσία των πραγμάτων, ο
David Hume απεύθυνε το παρακάτω ρητορικό
ερώτημα, έτσι όπως εκφράζει μέχρι σήμερα την άποψη των περισσότερων
ερευνητών της φύσης :
" Ευχαρίστως θα ρωτούσα τους φιλόσοφους,
οι οποίοι βασίζουν τόσο τους συλλογισμούς τους πάνω στην διάκριση
ανάμεσα στην ουσία και το συμβεβηκός, και φαντάζονται ότι έχουμε για την
μια και για τ' άλλο σαφείς ιδέες, αν η ιδέα της ουσίας εξάγεται από
εντυπώσεις αισθητηριακές ή από εντυπώσεις ενδοσκόπησης; Αν αυτή μας
μεταβιβάζεται μέσω των αισθήσεών μας, τότε, μέσω ποιας και με ποιον
τρόπο; Αν συλλαμβάνεται με τα μάτια, θα πρέπει να είναι ένα χρώμα' με τα
αυτιά, ένας ήχος' με τον ουρανίσκο, μια γεύση' και το ίδιο για τις άλλες
αισθήσεις. Αλλά πιστεύω, κανείς δεν θα βεβαιώσει ότι η ουσία είναι ένα
χρώμα, ένας ήχος ή μια οσμή. Η ιδέα της ουσίας πρέπει να εξάγεται από
μια εντύπωση ενδοσκόπησης, αν πραγματικά υπάρχει. Αλλά οι εντυπώσεις
ενδοσκόπησης αναλύονται σε πάθη και σε συγκινήσεις' καμιά απ' αυτές δεν
μπορεί βέβαια να παριστάνει μια ουσία. Δεν έχουμε λοιπόν καμιά ιδέα
ουσίας ξεχωριστής από κείνη που αποτελείται από μια συλλογή από
ιδιαίτερες ιδιότητες, και δεν θεωρούμε τίποτε άλλο όταν μιλάμε γι' αυτήν
ή όταν συλλογιζόμαστε πάνω στο θέμα μας. / Η ιδέα μιας ουσίας, όπως και
εκείνη ενός τρόπου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συλλογή από απλές
ιδέες ενωμένες απ' την φαντασία, στις οποίες έδωσαν ένα ιδιαίτερο όνομα,
που μας επιτρέπει να υπενθυμίσουμε αυτή την συλλογή είτε στον εαυτό μας
είτε στους άλλους (...) ". (Πραγματεία, τόμ. Ι,
σελ. 81).
Η έννοια της κοινής ουσίας αρχικά εξάγεται
από τη λογική σαν συμπέρασμα, στη βάση ορισμένων παρατηρήσεων, έτσι όπως
εξάγεται η έννοια της σχέσης και της αλληλεπίδρασης, αφού εμείς
παρατηρούμε μόνο εντοπισμένες και συγχρονισμένες μεταβολές και όχι την
ίδια τη σχέση. Η πρώτη παρατήρηση που επιτρέπει να σκεφτούμε γενικά την
ύπαρξη μιας ενιαίας ή κοινής ουσίας, είναι η κοινή παρατήρηση ότι κανένα
ξεχωριστό (και εξωτερικό) πράγμα δεν είναι αμετάβλητο. Ένας αριθμός
δομικών στοιχείων εξακολουθεί να είναι ένας αριθμός ελάχιστων πραγμάτων
και δεν προσφέρει την απάντηση για τις αρχικές ιδιότητες αυτών των
στοιχείων, από πού πηγάζουν, πώς διατηρούνται και τελικά πώς ρυθμίζονται
τα δομικά στοιχεία μεταξύ τους, έτσι ώστε να γίνονται οι πιο απίθανοι
συνδυασμοί που συγκροτούν ένα κόσμο με νόμους και σχετική σταθερότητα.
Μετά από πολλούς αιώνες, από τότε που οι γνωστοί αρχαίοι Έλληνες
φιλόσοφοι αντιλήφθηκαν το πρόβλημα του συνδυασμού των δομικών στοιχείων
και τώρα με την αφάνταστη εξέλιξη της τεχνολογίας, βλέπουμε ότι ακόμα
δεν μπορούν να απαντήσουν σε αυτή την απορία. Θα έπρεπε να είναι πιο
εύκολη η απάντηση, αν τα δομικά στοιχεία ήταν μια έννοια τόσο απλή και
σαφής, όπως τη φαντάστηκαν ο Δημόκριτος, ο Hume,
ο Newton και πολλοί σύγχρονοι ερευνητές. Η
εμπειρία, η επιστήμη και η τεχνολογία, ακόμα δεν έλυσαν αυτό το αίνιγμα
και αντιθέτως αποκάλυψε πολλά νέα αδιέξοδα και ιδιαίτερα φαινόμενα.
Τα δομικά στοιχεία είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ή εξακολουθούν να
συνδέονται με αναπόφευκτο τρόπο για να είναι έτσι όπως είναι; Αν την
ύπαρξή τους και τη διατήρηση των ιδιοτήτων τους τα οφείλουν σε κάποια
σύνδεση που έχουν (με οποιοδήποτε τρόπο), τότε τα δομικά στοιχεία χάνουν
τον πρωταρχικό ρόλο τους και η έννοια της ουσίας δεν μπορεί να αποδοθεί
μόνο σε αυτά. Όποιος έκανε αυτή τη σκέψη και κατάλαβε το αδιέξοδο των
ανεξάρτητων δομικών στοιχείων, αυτός διεύρυνε την έννοια ης ουσίας ή
χρειάστηκε μια ουσία σαν κόλλα για τα δομικά στοιχεία. Όποιος όμως
στάθηκε στην παρατήρηση ότι τα πράγματα υπάρχουν ξεχωριστά, σαν
ανεξάρτητα και με τα όρια τους μέχρι εκεί που φαίνονται σε μια στιγμή,
έπεσε σε μια μεγάλη παγίδα: σχημάτισε την εντύπωση ότι τα πράγματα
μπορούν να χωριστούν σε ουσίες και σε δυνάμεις ή ότι ένα από αυτά τα δύο
είναι πρωταρχικό στην φύση.
Παρατηρούμε να εφαρμόζονται σε όλα τα
πράγματα οι σταθερές προδιαγραφές για την ύπαρξη ενός ενιαίου κόσμου, με
κοινά στοιχεία και όρια μέσα στο χώρο και στο χρόνο, όπως αν τα πράγματα
ξεκινούσαν να υπάρχουν με την ίδια ουσία, ενώ σε κανένα ξεχωριστό πράγμα
δεν υπάρχουν ακριβώς τα ίδια συστατικά και αμετάβλητα δομικά στοιχεία.
Τα πράγματα όπως υπάρχουν και γίνονται, σε τελική ανάλυση χρειάζονται το
σύνολο του κόσμου και όχι απλά πρωταρχικά στοιχεία. Το λογικό αδιέξοδο
της ύπαρξης αυτοτελών δομικών στοιχείων και η ανάγκη να ερμηνευτούν
φαινόμενα που παρατηρούμε τα ίδια, στις πιο διαφορετικές μορφές της φύσης
και σε πιο άσχετα μεταξύ τους πράγματα, εύκολα φέρνει στη σκέψη την
εκδοχή μιας κοινής ουσίας ή μιας ρυθμιστικής ύπαρξης που βρίσκεται
παντού και με κάποιον τρόπο συγχρονίζει τα δομικά στοιχεία. Στην αρχαία
ελληνική φιλοσοφία, πρώτοι έτυχε και την ονόμασαν νου, θεό, λόγο, ιδέα,
ύδωρ, αήρ, πυρ, ο Σοπεγχάουερ την ονόμασε βούληση, ο Σπινόζα τόνισε την
έννοια της κοινής ουσίας. Εμείς σήμερα, που γνωρίζουμε περισσότερα
φυσικά φαινόμενα και έχουμε μια πληρέστερη εικόνα για τη φύση σε πιο
μακρινές αποστάσεις και σε πιο μικροσκοπικές διαστάσεις, μπορούμε να την
ονομάσουμε κενό χώρο. Το πιο σημαντικό δεν είναι το όνομα που θα δώσουμε
σε κάτι που βρίσκεται συνεχώς και διαρκώς μέσα στην ποικιλομορφία της
φύσης, αλλά οι δυο επόμενες διαπιστώσεις: 1) ότι μαζί με τα δομικά
στοιχεία συμμετέχει μόνιμα κάτι και παντού στη φύση και 2) η πιο δύσκολη
διαπίστωση, ότι αυτό το κάτι δεν είναι μακριά, δεν είναι πολύ μικρό, δεν
είναι υπερφυσικό, δεν είναι ένα από τα συνηθισμένα υλικά, είναι αυτό που
διαρκώς και συνεχώς απουσιάζει και εμείς το αντιλαμβανόμαστε σαν κενό
χώρο. Με τη δεύτερη διαπίστωση, σπάμε το φράγμα της σκέψης και
ανακαλύπτουμε σε τι θα εστιάσουμε την έρευνά μας, για να λύσουμε το
γρίφο της δημιουργίας του κόσμου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΥΛΗ;
Η ύλη, χωρίς την προηγούμενη ύπαρξη μίας σύνθετης πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να έχει κάποια δομή και σχετικά σταθεροποιημένη παρουσία.
|
* Η μόνιμη σχέση των πραγμάτων με το κοινό σύνολό τους προκύπτει από την παρουσία της ύλης, με την οποία όλα τα πράγματα ξεκινούν και υπάρχουν
Κοιτάξτε ακόμα:
" ΥΛΗ & ΚΙΝΗΣΗ
" , " ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΥΛΗ "
Η εξήγηση για την παρουσία του χώρου, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της θεωρίας του Τελειωμένου Χρόνου, φέρνει δια παντός τα πάνω κάτω στη φυσική, στη φιλοσοφία και στην αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο
|