του Κ. Γ. Νικολουδάκη
Το ζήτημα για τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τα πράγματα και
να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της Φιλοσοφίας, έχει απασχολήσει όλους τους φιλόσοφους από τα
αρχαία χρόνια. Τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες βρίσκουμε στους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Τις
σκέψεις και τις απόψεις που συγκλίνουν στη θέση, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την
πραγματικότητα και ιδιαίτερα την αλήθεια που αναζητάει για την ύπαρξη του Θεού ή των θεών, για
τον προορισμό της ζωής και για την ουσία ή την αιτία των πραγμάτων τις υποδηλώνουμε συνήθως με
τους όρους "σκεπτικισμός" και "αγνωστικισμός".
Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται από στοχαστές για να χαρακτηριστούν
συνολικά ορισμένες φιλοσοφικές θεωρίες, που καταλήγουν σε αυτή τη θέση για τη γνωστική αδυναμία
του ανθρώπου, είτε σαφώς και συστηματικά, είτε με τους θεωρητικούς προβληματισμούς τους και με
την αμφιβολία που καλλιεργούν. Στην εποχή μας, χρησιμοποιούνται
εύκολα με την πιο ευρεία έννοια τους. Ο όρος "σκεπτικισμός" χρησιμοποιείται ευρύτερα, σε κάθε
περίπτωση που είναι δύσκολο να παρθεί μια απόφαση και να βρεθεί η λύση στο πρόβλημα που έχει
τεθεί και συζητιέται. Σε αντίθεση με τον "δογματισμό" χαρακτηρίζει ακόμα, την τάση αμφισβήτησης
της αξιοπιστίας και την απαίτηση να δοθούν περισσότερες αποδείξεις και εξηγήσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί η γνώση.
Ο "αγνωστικισμός" είναι ένας νεότερος όρος που η
επινόησή του αποδίδεται στον ένθερμο υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου,
στον Άγγλο φυσιοδίφη Τόμας Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley 1825-1895). Ο
τελευταίος χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να συνοψίσει τις απόψεις
απέναντι στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν ακόμα ένα πλήγμα
από την επιστημονική θεωρία της φυσικής επιλογής.
Όπως προδίδει η ετυμολογία της λέξης, πρόκειται για μία
φιλοσοφική θεώρηση και κατεύθυνση που αποκλείει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε σωστά τον κόσμο και
την αλήθεια, υποβαθμίζοντας τη γνώση σε απλή πληροφορία που λαμβάνουν οι άνθρωποι από τα
αισθητήρια όργανά τους με σκοπό να σκεφτούν και να δράσουν όπως εκείνοι νομίζουν και βολεύονται.
Ο αγνωστικισμός δεν χαρακτηρίζει (μόνο) τις φιλοσοφικές απόψεις και τα επιχειρήματα που
καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν αποδείξεις, αφού αυτές τις απόψεις πρέπει να τις εντάξουμε
κάτω από τον όρο "σκεπτικισμός". Πηγαίνει ένα βήμα πίσω και καταλήγει στις απόψεις που
αποκλείουν τη γνώση και ενισχύουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη
φύση να κατανοήσουμε τους φυσικούς νόμους. Έτσι, αφήνει το πεδίο
ανοιχτό για να συζητηθούν και για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και
παράλογες απόψεις... Τη φιλοσοφική θεώρηση του Αγνωστικισμού ενίσχυσαν οι απόψεις νεότερων
στοχαστών και επιστημόνων, ιδιαίτερα με αφορμή την
αναστάτωση που προκάλεσαν στις αρχές του 20ου αιώνα στη φυσική, οι νέες επιστημονικές θεωρίες της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής.
Από τους αρχαίους φιλόσοφους, ο Πύρρων ο Ηλείος (360-270 π.Χ.), ο
ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, θεωρείται βασικός εκφραστής
αυτής της φιλοσοφικής κατεύθυνσης προς τον Αγνωστικισμό. Σύμφωνα με τον Πύρρωνα, ούτε οι
αισθήσεις ούτε ο νους δίνουν ασφαλή γνώση. Οι αισθήσεις πληροφορούν διαφορετικά τον κάθε άνθρωπο
και οι απόψεις (γνώμες, δόξες) που σχηματίζουμε με τη σκέψη μας μπορούν
να είναι αντίθετες και αντικρουόμενες, χωρίς να αναιρούν η μια την άλλη. Έτσι, όπως ο Σωκράτης
υποστήριζε τη δυνατότητα να βασιστεί η Ηθική στη λογική γνώση, που ήταν επίσης εφικτή, ο Πύρρων
αμφισβητούσε την αξιοπιστία όλων των απόψεων που σχημάτιζαν οι άνθρωποι περί του καλού και του
κακού, αφού οι απόψεις τους εκφράζουνε τις προσωπικές
επιθυμίες τους και τι αρέσει στον καθένα και όχι τους νόμους του κόσμου. Το ίδιο πράγμα
μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, καλό ή κακό και να είναι διαφορετικό μεταξύ των ανθρώπων
και μεταξύ των λαών. Η μόνη ηθική είναι να σταματήσουμε να κάνουμε γενικές κρίσεις για το καλό
και το κακό και αντί να προσπαθούμε μάταια και διχαστικά, να επιδιώκουμε την αταραξία και την
ψυχική ηρεμία.
Η διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Σωκράτη "εν οίδα ότι ουδέν οίδα"
και η φιλοσοφική διδασκαλία του που εισαγάγει λογικά την αμφιβολία στη σκέψη με σκοπό τη γνώση
και τη βεβαιότητα, ήδη αποτελούν μία αφετηρία για τον αγνωστικισμό. Αλλά, ο Σωκράτης (470~399 π.Χ.)
θεωρούσε δυνατή την απόκτηση της γνώσης. Με τη διδασκαλία του, όπως
περιγράφεται από τον Πλάτωνα, περισσότερο ενδιαφερόταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκέφτεται και
να μην πέφτει θύμα πλάνης, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ο Σωκράτης παρατηρούσε τους κανόνες με τους
οποίους η ανθρώπινη σκέψη επιτυγχάνει λογικά τη γνώση και είχε εφεύρει το διάλογο σαν απαραίτητο
εργαλείο της λογικής σκέψης. Ο Σωκράτης είδε πιο μακριά και συνέδεσε την ικανότητα της γνώσης
και τη λογική του ανθρώπου με την προοπτική του ελέγχου της συμπεριφοράς και αντιλήφθηκε την
ανάγκη να βασιστεί η Ηθική επάνω στη Λογική, ανεξάρτητα από τις
προσωπικές απόψεις, που μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Αντιθέτως, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης (490 ~ 411π.Χ.), πέρα από τη διαπίστωση των ελλιπών
στοιχείων για να αποφανθεί σχετικά με ορισμένα ζητήματα, δίδασκε και την
αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει ουσιαστικά τον κόσμο, αφού συμφωνούσε με τη βασική παρατήρηση
του Ηράκλειτου για την αέναη μεταβολή όλων των πραγμάτων.
Από αυτή την παρατήρηση έβγαζε το συμπέρασμα,
ότι δεν μπορούμε να πούμε για τα πράγματα τι είναι ή δεν είναι, αλλά μόνο
πως μας φαίνονται. Ο κόσμος είναι αυτός που φαίνεται από τις αισθήσεις μας, διαφορετικός για τον
καθένα και η αλήθεια σχετική, όπως και εκείνος είναι ρευστός. Αυτή τη φιλοσοφική θεώρηση
του Πρωταγόρα συνοψίζει το γνωστό απόφθεγμά του "Πάντων χρημάτων
μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων, ως ουκ έστιν". Δηλαδή: "
Όλων των πραγμάτων κριτήριο είναι ο άνθρωπος ο ίδιος, για τα όσα μεν υπάρχουν, ότι υπάρχουν, για
όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν".
Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε
την παρακάτω απάντηση (όπως αποδίδεται σε σύγχρονα ελληνικά):
" Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω
τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά
όσα μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία
της ανθρώπινης ζωής" (Απόσπ. 4 ). Για αυτή τη δήλωση ο Πρωταγόρας καταδικάστηκε για αθεϊα
και τα βιβλία του ρίχτηκαν στη φωτιά. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και το πλοίο που τον
μετέφερε στη Σικελία ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε... Ο Πρωταγόρας ήταν διάσημος σοφιστής και
παιδαγωγός και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του και σε πολλούς από τους μεταγενέστερούς
του.
Στην ινδική μυθολογία και στις αρχαίες θρησκευτικές διδασκαλίες του ινδοϊσμού, αποτελεί κεντρική ιδέα υψίστης σημασίας για τον προορισμό του
ανθρώπου, να καταλάβει ή να αναγνωρίσει πως ο κόσμος των αισθήσεων είναι απατηλές εικόνες και
μεταμορφώσεις μιας και της ίδιας πραγματικότητας, την οποία τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε με
ορισμένους ιδιαίτερους τρόπους ζωής και όχι με τη
σκέψη ούτε από τις αισθήσεις. Κοντά σε αυτή την κεντρική ιδέα της πλούσιας ινδικής μυθολογίας,
πολλούς αιώνες αργότερα πλησίασε με λογικά επιχειρήματα και με καθαρές φιλοσοφικές σκέψεις, ο
επίσκοπος Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (Georg Berkeley
1685-1753).
|