MΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ - MARTIN HEIDEGGER (1889-1976) 

 

 

 

Ο Μάρτιν Χάϊντεγγερ αναζητώντας γενικά το νόημα του Είναι έφθασε να περιστρέφεται γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ζωής. Πολλοί στοχαστές και φιλόσοφοι επιχειρούν απαντήσεις σε φιλοσοφικά ζητήματα, αφήνοντας ολότελα απ' έξω τα ζητήματα για την αρχή του κόσμου, τη σχέση του κόσμου με το χρόνο και την αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων. Ο Χάϊντεγγερ δεν τα άφησε ολότελα απ' έξω από την προσπάθειά του, αλλά τα υποβάθμισε αποδεχόμενος τη δυσκολία του εγχειρήματος. Με λογική συνέπεια, να περιορίσει το νόημα και τον προορισμό του κόσμου μόνο στην ανθρώπινη ζωή για να αναζητήσει απελπισμένα ένα ρόλο για την ανθρώπινη ύπαρξη προς την ιστορία και την κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η γενική αναφορά του στο μέσο όρο του ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζει τις μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις, τις οποίες εμείς μπορούμε να δια­πιστώσουμε πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας και έπειτα μέσα στην κοινωνία. Η προτεραιότητα που έδινε στο υπαρξιακό ερώτημα για το νόημα του κόσμου και της ζωής είναι αρκετό για να προσελκύσει το έργο του την προσοχή μας.

 

Κ. Γ. Νικολουδάκης

 


Ο Κωνσταντίνος Ι. Βουδούρης στο ογκώδες σύγγραμμά του υπό τον τίτλο "ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΕΤΑ­ΦΥΣΙΚΗ", μία πανεπιστημιακή έκδοση του 1980, αναφέρει:

 

 "Το ερώτημα περί του Όντος είναι βασικό κατά τον Heidegger' όμως στο ερώτημα αυτό πρέπει να δώσουμε την κατάλληλη ερμηνεία και το ανάλογο βάθος. Η φιλοσοφία, κατά τούτον, ασχολείται με το ερώτημα περί του νοήματος του Όντος και όχι με την υφή των επί μέρους όντων. (...) Είναι έργο του φιλοσόφου, πιστεύει ο Heidegger, να καταστήσει σαφές το νόημα του Όντος. Όταν ρωτάμε για το Ον έχουμε ήδη κάποια αμυδρά αντίληψη γι' αυτό, γιατί διαφορετικά δεν θα ρωτούσαμε. Είναι όμως έργο μας να καταστήσουμε σαφέστερη την έστω κι αμυδρή γνώση μας σχετικά με το Ον, ακολουθώντας μια διαδικασία διευκρινίσεως των ασαφών στοιχείων που έχουμε σχετικά με αυτό. Έτσι διερευνώντας το ερώτημα περί του νοήματος του Όντος κατ' ανάγκην μπλεκόμαστε σε συζητήσεις και δεχόμαστε ότι υπάρχουν τα πράγματα, τα επί μέρους όντα που είναι δείγματα του Όντος. Υπάρχει όμως ένα απεριόριστο πλήθος από επιμέρους όντα. Μήπως, ερωτά ο Heidegger, κάποιο από τα όντα αυτά είναι το πιο κατάλληλο για να χρησιμεύσει ως αφετηρία των διερευνήσεών μας για το Ον; Ένα τέτοιο ον, κατά τον Heidegger, είναι ο άνθρωπος, δηλαδή εκείνο το ον που θέτει το ερώτημα περί του νοήματος του Όντος. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα επί μέρους όντα' γιατί όχι μόνο είναι (υπάρχει), αλλά και γιατί έχει τη δυνατότητα κατανοήσεως για το τι σημαίνει να υπάρχεις. Το είναι έχει σημασία για τον ίδιο τον άνθρωπο και τον αφορά άμεσα. (...)

Με αφετηρία λοιπόν τον άνθρωπο μπορούμε να ξεκινήσουμε την έρευνά μας για το Ον με σκοπό να κατανοήσουμε τη φύση του. Όμως η δουλειά που κάνει ο Heidegger μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "θεμελιώδης οντολογία" και όχι βέβαια ως ανθρω­πολογία (Κατά τη δεύτερη όμως φάση της φιλοσοφίας του ο Heidegger ασχολείται αμέσως με το ερώτημα περί του Όντος και ο άνθρωπος κατανοείται υπό το φως του Όντος).

Όπως είναι γνωστό, οι θεμελιώδεις έννοιες της οντολογίας του Heidegger υπάρχουν στο βασικό του έργο Είναι και χρόνος. Οι απόψεις του για τη μετα­φυσική έχουν ήδη εκτεθεί από το 1929 στον εναρκτήριο λόγο του με τον τίτλο "Τι είναι μετα­φυσική;" · έκτοτε υπέστησαν επεξεργασία και ανε­πτύχθησαν ευρύτερα, όπως φανερώνουν τα διάφορα δημοσιεύματά του (Ο Καντ και το πρόβλημα της μετα­φυσικής, Εισαγωγή στη μεταφυσική κ.α.)" .

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

(ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ)

" Το ερώτημα «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτεκάνει να εκπηδήσει το θεμέλιο όλων των αυθεντικών ερωτημάτων και έτσι είναι η πηγή. Πρέπει να το ανα­γνωρίσουμε ως το πιο πρωταρκτικό από όλα τα ερωτήματα. Όπως είναι το πιο ευρύ και το πιο βαθύ ερώτημα, έτσι είναι και το πιο πρωταρκτικό -και αντιστρόφως," (36)

" Η φιλοσοφία παραμένει πάντοτε μια γνώση που όχι μόνο δεν αφήνεται να γίνει επίκαιρη, αλλά αντίθετα επιβάλλει το μέτρο της επάνω στην εποχή της.

Η φιλοσοφία είναι ουσιαστικά ανεπίκαιρη, επειδή ανήκει σ' εκείνα τα σπάνια πράγματα, που μοίρα τους είναι να μη μπορούν να βρουν άμεση απήχηση στο εκάστοτε σήμερα, αλλά και ούτε επιτρέπεται να τη βρουν.

... Αυτό που είναι ανεπίκαιρο θα αποκτήσει τον δικό του καιρό. Αυτό ισχύει για τη φιλοσοφία... Μπορούμε μόνο να πούμε αυτό που δεν είναι η φιλοσοφία κι' αυτό που δεν μπορεί να μας παράσχει.

... Η φιλοσοφία είναι μία από τις λίγες αυτόνομες δημιουργικές δυνατότητες και ενίοτε αναγκαιότητες της ανθρώπινης ιστορικής ύπαρξης. Οι τρέχουσες παρανοήσεις της φιλοσοφίας, οι οποίες ωστόσο, λίγο ως πολύ, έχουν κάποια δικαιολογία, είναι άπειρες... Η πρώτη παρανόηση έγκειται στις υπερβολικές απαιτήσεις που έχομε από τη φιλοσοφία...

Αντίθετα, αυτό που η φιλοσοφία μπορεί, σύμφωνα με την ουσία της, να είναι και που πρέπει να είναι, είναι το εξής: Διανοητική διάνοιξη των οδών και των προοπτικών μιας γνώσης που θέτει τα μέτρα και την ιεράρχηση...

Οι παρανοήσεις, από τις οποίες η φιλοσοφία σταθερώς περιβάλλεται, δημιουργούνται κυρίως από τους ανθρώπους του είδους μας, δηλ. από τους καθηγητές της φιλοσοφίας. Των οποίων η συνήθης, αλλά και δικαιολογημένη, καθώς και χρήσιμη δουλειά τους είναι η μεταβίβαση της φιλοσοφικής γνώσης του παρελθόντος, σαν τμήμα της γενικής παιδείας. Πολλοί  υποθέτουν πως τούτο είναι η φιλοσοφία, ενώ στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για την επιστήμη της φιλο­σοφίας.

... Ακούει κανείς παρατηρήσεις σαν αυτές: " Η φιλοσοφία δεν οδηγεί πουθενά", " Δεν μπορεί να φτιάσει τίποτε". Αυτές οι δυο φράσεις, οι οποίες κυκλοφορούν κυρίως στους κύκλους των διδασκάλων και των επιστημόνων ερευνητών, αποτελούν εκφράσεις διαβεβαιώσεων που έχουν το αναμφισβήτητα δίκαιό τους. Αυτός που θα τολμήσει να αποδείξει πως ωστόσο "κάτι βγαίνει", απλώς θα αυξήσει και θα ενισχύσει την κυριαρχούσα παρανόηση, που συνίσταται από την προκατάληψη, πως η φιλοσοφία εκτιμάται με τα τρέχοντα καθημερινά κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία κρίνεται π.χ. η χρησιμότητα των δικύκλων ή η αποτελε­σματικότητα των ιαματικών λουτρών. " (38-42)

" Τ ι εννοούμε με τη λέξη "κόσμος", όταν μιλάμε για το σκοτείνιασμα του κόσμου; Κόσμος είναι πάντοτε ο π ν ε υ μ α τ ι κ ό ς κόσμος. Το ζώο δεν έχει κόσμο ούτε πνευματικό περιβάλλον. Σκοτείνιασμα του κόσμου σημαίνει α π ο δ υ ν ά μ ω σ η  τ ο υ  π ν ε ύ μ α τ ο ς, τη διάλυσή του, το διασκορπισμό του, την απώθησή του και την παρανόησή του." (75)

" Το πνεύμα, το παραφθαρμένο σε εξυπνάδα, περιπίπτει στην κατάσταση ενός εργαλείου που υπηρετεί άλλους σκοπούς και που τον χειρισμό του μπορούν να τον διδάξουν και να τον διδαχθούν" (77)

" Σήμερα η επιστήμη, σ' όλες της τις περιοχές, δεν είναι παρά ζήτημα τεχνικής και πρακτικής απόκτησης και μετάδοσης των γνώσεων. Από αυτήν την επιστήμη δεν ξεκινάει καμμιά αφύπνιση του πνεύματος. Η ίδια χρειάζεται ένα τέτοιο ξύπνημα" (79)

" Το πνεύμα δεν είναι κενή οξυδέρκεια ούτε ανεύθυνο παιχνίδι της εξυπνάδας ούτε απεριόριστη ροπή διανοητικού κατα­τεμαχισμού, αλλά ούτε και παγκόσμιος λόγος. Πνεύμα είναι η αρχέγονη συνειδητή διάνοιξη προς την ουσία του Είναι" (80)

" Διότι το Είναι και φαίνεσθαι συνανήκουν και ως συνανήκοντα εμφα­νίζονται πάντοτε μαζί, και καθώς είναι πάντοτε μαζί μετα­στοιχειώνονται από το ένα στο άλλο και έτσι προκαλούν συνεχώς σύγχυση " (143)

" Όπως το γίγνεσθαι είναι το φαίνεσθαι του Είναι, έτσι και το φαίνεσθαι ως φαινόμενο, είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι" (149)

" Δεν είναι σφάλμα που η αρχαία σχολαστική φιλοσοφία συγκέντρωσε τις πραγματείες του Αριστοτέλη, τις σχετιζόμενες με τον λόγο, κάτω από τον τίτλο "Όργανον". Με αυτές ολο­κληρώθηκε ήδη η Λογική, στα βασικά της χαρακτη­ριστικά... Παρά την παρουσία του Καντ και του Έγελου, η Λογική δεν έκαμε ούτε ένα βήμα πέρα από τα ουσιώδη και αρχικά θέματά της" (222)

" Ωστόσο, η εποχή που θεωρεί πραγματικό μόνον ό,τι τρέχει γρήγορα και μπορεί να πιαστεί και με τα δύο χέρια, εκλαμβάνει το ερωτάν ως "ξένο προς την πραγματικότητα", σαν κάτι που δεν αποφέρει μετρήσιμο όφελος. Αλλά το ουσιώδες δεν είναι ο αριθμός, παρά ο ορθός χρόνος, δηλ. η ορθή στιγμή και η ορθή εμμονή" (240)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

(ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ, μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα)

Η «ουσία» του εδωνά-Είναι έγκειται στην ύπαρξή του. Να γιατί τα χαρακτηριστικά που μπορούν να αποδοθούν σ' αυτό το ον δεν είναι παρευ­ρισκόμενες «ιδιότητες» ενός παρευ­ρισκόμενου όντος που έχει την τάδε ή τη δείνα μορφή, παρά είναι τρόποι, κατά τους οποίους αυτό το ον μπορεί να είναι, και τίποτα περισσότερο. Κάθε έτσι-Είναι [So-sein] αυτού του όντος, είναι πρωταρχικά Είναι. Να γιατί όταν δηλώνουμε αυτό το ον με τον όρο «εδωνά-Είναι», δεν εκφράζουμε το «τι» είναι (όπως λέμε τραπέζι, σπίτι ή δέντρο), παρά το Είναι του. (...) Το εδωνά-Είναι είναι δικό μου, όντας εκάστοτε με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο. Έχει ήδη πάντα κατά κάποιον τρόπο αποφασίσει με ποιον τρόπο είναι δικό μου. Το ον που μέσα στο Είναι του νοιάζεται για το ίδιο τούτο Είναι, σχετίζεται προς το Είναι του ως την πιο δική του δυνατότητα. Το εδωνά-Είναι είναι η δυνατότητά του, και «έχει» αυτή τη δυνατότητα όχι μόνον ως ιδιότητα, όπως θα την είχε κάποιο παρευ­ρισκόμενο ον. Κι' επειδή το εδωνά-Είναι είναι εκάστοτε ουσιαστικά η δυνατότητά του, μπορεί, χάρη στο Είναι του, να «διαλέξει» τον εαυτό του και να τον κερδίσει' μπορεί και να τον χάσει ή να μην τον κερδίσει ποτέ, και να μοιάζει μόνο σαν να τον κέρδισε. Αλλά μόνο επειδή έχει ουσιαστικά τη δυνατότητα να είναι αυθεντικό [eigentliches], δηλαδή μπορεί να ιδιοποιείται τον εαυτό του [sich zueigen], μπορεί να τον έχει χάσει ή να μην τον έχει ακόμα κερδίσει. Και οι δύο τρόποι του Είναι, η αυθεντικότητα και η αναυθεν­τικόπτητα (αυτές οι λέξεις έχουν εκλεγεί ως ορολογία με το αυστηρό τους νόημα [δηλαδή με το νόημα: αυθεντικός = έχοντας ιδιοποιηθεί τον εαυτό του, αναυθεντικός = μη έχοντας ιδιοποιηθεί τον εαυτό του]), θεμελιώνονται στο ότι γενικά το εδωνά-Είναι χαρακτηρίζεται από το ότι είναι εκάστοτε δικό μου. Αλλά η αναυθεν­τικότητα του εδωνά-Είναι δεν σημαίνει «λιγότερο» Είναι ή «κατώτερο» βαθμό του Είναι. (...) Το εδωνά-Είναι δεν έχει και δεν μπορεί ποτέ να έχει το είδος του Είναι όντων απλώς παρευρισκόμενων μέσα στον κόσμο.”. (84,85,86)

" Ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι ενδόκοσμο ον κι όμως τόσο πολύ καθορίζει τα ενδόκοσμα όντα, ώστε μόνο κατά το μέτρο που υπάρχει κόσμος μπορούν αυτά να συναντώνται και να φανερώνονται ως προς το Είναι τους" (130)

"... η ειδική χωρητικότητα των όντων που συναντώνται μες στο περιβάλλον, θεμελιώνεται στην κοσμικότητα του κόσμου, και δε συμβαίνει το αντίστροφο: ο κόσμος δεν είναι παρευ­ρισκόμενος μες στο χώρο" (174)

“ Το πιο κοντινό μας δεν είναι ούτε τόσο δα αυτό που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση «από μας». Το πιο κοντινό μας έγκειται σε ό,τι είναι απο-μακρυσμένο μέσα σε μια κατά μέσον όρο προσέγγιση, αδραξιά και θέαση. Επειδή το εδωνά-Είναι είναι ουσιαστικά χωρικό κατά τον τρόπο της απομάκρυνσης, οι δοσοληψίες του διατηρούνται πάντα μέσα σε ένα «περιβάλλον», το οποίο έχει εκάστοτε απο-μακρυνθεί μέσα σε ορισμένα μεταβλητά όρια' να γιατί αυτό που αρχικά συλλαμβάνουμε με την ακοή και την όραση δεν είναι το αποστασιακά κοντινότερο. Δε φταίει το βεληνεκές τους, που η όραση και η ακοή είναι αισθήσεις μακρύτητας, μα το ότι το εδωνά-Είναι, ως απομακρυντικό, διατηρείται βασικά μέσα τους. Γι' αυτόν π.χ. που φοράει γυαλιά, τα οποία αποστασιακά είναι τόσο κοντά, ώστε «κάθονται πάνω στη μύτη του», το χρησιμο­ποιούμενο αυτό όργανο είναι περιβαλ­λοντικά πιο απόμακρο απ' όσο η εικόνα στον απέναντι τοίχο. Αυτό το όργανο για την όραση, όπως και για την ακοή, π.χ. το ακουστικό του τηλεφώνου, έχει τον ήδη επισημασμένο χαρακτήρα των αρχικά πρόχειρων όντων, ότι δεν μας κινεί την προσοχή. Τούτο ισχύει και για την οδό, το όργανο για το βάδισμα. Βαδίζοντας, με κάθε σου βήμα αγγίζεις την οδό, ώστε μοιάζει αυτή να είναι το κοντινότερο και ρεαλι­στικότερο πρόχειρο ον' αγγίζεται ασταμάτητα από ορισμένα μέλη σου – από το πέλμα των ποδιών σου. Κι' όμως είναι πολύ μακρύτερά σου από το φίλο σου, τον οποίο συναντάς διανύοντας μια απόσταση είκοσι βημάτων πάνω στο δρόμο”. (182,183)

" Όταν σε μια κουβέντα κάποιος σωπάσει, μπορεί να σου "δώσει να καταλάβεις", να συνεισφέρει δηλαδή στο να διαμορφώσεις μια κατανόηση, πολύ πιο αυθεντικά από αυτόν που δεν θα πάψει να λέει. Το να λες πολλά για κάτι δεν εγγυάται ούτε τόσο δα, ότι έτσι προοδεύει η κατανόηση. Αντίθετα: Όταν μιλάς εκτεταμένα, επικαλύπτεις και μόνο κατ΄ επίφαση διασα­φηνίζεις όσα κατανόησες, γιατί τα καθιστάς ακατανόητα κάνοντας τα τετριμμένα. Αλλά το να σωπαίνεις δεν σημαίνει να είσαι άλλαλος. Αντίθετα, ο άλαλος έχει την τάση να "μιλήσει"... (271,272)

Όχι μόνο η Αναλυτική του εδωνά-Είναι, παρά και η επεξεργασία του ερωτήματος για το νόημα του Είναι γενικά πρέπει λοιπόν να απομακρυνθεί από το μονόπλευρο προ­σανατολισμό προς το Είναι με το νόημα ρεαλι­στικότητας. Θα χρειαστεί να δειχτεί: η ρεαλιστικότητα δεν είναι μόνον ένα είδος του Είναι ανάμεσα σε άλλα, παρά έχει οντολογικά μια ορισμένη σχέση θεμελίωσης προς το εδωνά-Είναι, τον κόσμο και την προ-χειρότητα. Για να δειχτεί τούτο πρέπει να εξεταστεί σε βάθος το πρόβλημα της ρεαλιστικότητας, οι συνθήκες και τα όριά του.

Κάτω από τον τίτλο «πρόβλημα της ρεαλι­στικότητας» είναι μαζεμένα ποικίλα ερωτήματα: 1. Κατά πόσο υφίστανται όντα που τάχα υπερβαίνουν τη συνείδησή μας; 2. Κατά πόσο αυτή η ρεαλιστικότητα του «έξω κόσμου» μπορεί επαρκώς να αποδειχτεί; 3. Σε ποιο μέτρο αυτά τα όντα, αν διόλου υφίστανται, μπορούν να γνωσθούν ως προς το καθ' εαυτό Είναι τους; 4. Τι σημαίνει γενικά το νόημα αυτού του όντος, της ρεαλι­στικότητας;” (321)

 

πουλιά πετούν

 

Go to Top