Έως τώρα, οι φιλοσοφικές θεωρίες
σχετικά με τα βασικά ζητήματα για την αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, για την
ουσία και για τη δυνατότητα της γνώσης, με τις ελλείψεις, τα λάθη, τις ασάφειες
και τις αλληγορικές διατυπώσεις τους δημιουργούσαν απορίες, οι οποίες έβρισκαν λύσεις με τη διαμόρφωση των αντίθετων θεωρητικών θέσεων. Αυτές οι
αντίθετες δεν απόφευγαν λιγότερο να απαντήσουν στις δικές τους απορίες και η
φιλοσοφία συνέχιζε να είναι διχασμένη. Αλλά έτσι να διδάσκεται από τα λάθη της, ν’ ανακαλύπτει άλλες διεξόδους και να εξελίσσεται. Μετά τις γνωστές
μυθολογικές και φανταστικές περιγραφές του κόσμου στην πιο απόμακρη αρχαιότητα, αναγνωρίστηκαν τα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα και από τη θέση των
φιλοσόφων σχετικά μ’ εκείνα δημιουργήθηκαν οι βασικές αντιθέσεις και συνολικά
αντίθετες κοσμοθεωρίες.
Όταν υποστήριζαν πως ο κόσμος
δημιουργήθηκε από μία ανεξάρτητη εξωτερική ύπαρξη, μετάθεταν το πρόβλημα και την
αναζήτηση της εξήγησης σε κάτι αόριστο, φανταστικό και αδιανόητο, και στη βάση
αυτής της θέσης προσπαθούσαν να συλλάβουν πώς και πότε έγινε η δημιουργία, ποιος
και πού ήταν ο δημιουργός, πόσο και πώς αυτός επηρέαζε τον κόσμο και διάφορα
άλλα υπο-προβλήματα. Αυτή είναι η σκοπιά, την οποία συνήθως ονομάζουμε
μεταφυσική και ιδεαλιστική. Ανάλογα με τη λύση των υπο-προβλημάτων
διαμορφώνονταν παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τον πιο ακραίο, όπως είναι του
Μπέρκλεϋ και του Φίχτε, ως τον πλησιέστερο στην αντίθετη θεώρηση,
όπως του Λοκ και του Χέγκελ και ορισμένες ασυνήθιστης κατεύθυνσης,
όπως του Καντ και του Σοπεγχάουερ.
Η πολυθεϊστική αντίληψη
του κόσμου είναι μία πρωτόγονη σύλληψη για την επαρκή αιτιολόγηση του κόσμου και
της ζωής. Ο άνθρωπος που ξεκινάει να σκέφτεται για την ποικιλία των πραγμάτων, για τις ανεξάντλητες δυνατότητες του κόσμου, για την αδυναμία του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης και με άγνοια των νόμων με τους οποίους προκαλούνται οι δυνάμεις γύρω του, δεν βρίσκει άλλη κατανοητή σύνδεση για το πλήθος των φαινομένων από την παρουσία κάποιων αόρατων και
άυλων μορφών ζωής, τις οποίες φαντάζεται χωρίς τα μειονεκτήματα των φθαρτών υλικών πραγμάτων. Ο πολυθεϊσμός -όπως και η ειδωλολατρία- είναι μία από τις πρώτες μορφές θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από την πολυθεϊστική και ειδωλολατρική αντίληψη των πραγμάτων, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη διαίσθηση και την παρατήρηση των φιλοσόφων,
που αναζητούν την ύπαρξη κοινών αιτιών, μίας αρχικής δύναμης, μίας κοινής ουσίας, ένα αριθμό νόμων που διέπουν το σύνολο των πραγμάτων, υποψιασμένοι από μερικά επαναλαμβανόμενα και καλά ταιριασμένα φαινόμενα.
Ο πρωτόγονος άνθρωπος αντιλαμβανόταν τα πράγματα φαντασιόπληκτα, χωρίς αιτιότητα, χωρίς συνοχή και όρια και τη ζωή, κυρίως με το ρόλο των ψυχολογικών εκδηλώσεων της ζωής και με υποβαθμισμένο το ρόλο της σκέψης. Ο εντυπωσιασμένος και φοβισμένος από τη φύση άνθρωπος, παραδίδεται στην άγνοιά του για να παίξει το ρόλο του
στη ζωή και περιορίζεται να πιστεύει στην παρουσία θεοτήτων, πνευμάτων, τεράτων και μαγικών αντικειμένων. Αυτή η ανθρώπινη αντίληψη δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα και σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια από την επικράτηση των μονοθεϊστικών θρησκειών. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για την ερμηνεία του κόσμου και δεν είχαν διαλυθεί πολλές
πλάνες με το φως της επιστήμης, για να είναι οι άνθρωποι πιο συγκρατημένοι στην πίστη τους. Σήμερα, με τα διδάγματα της ιστορίας, με την καλή γνώση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν χωρίς την εμπλοκή των θεών και με τις πιο ώριμες φιλοσοφικές θεωρίες για το ρόλο της ζωής και του κόσμου, οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν. Αντιλαμβάνονται την
ανωριμότητα, την ασυνέπεια, τα τεράστια κενά γνώσης και τη φαντασιοπληξία που χαρακτηρίζει τις πολυθεϊστικές και τις ειδωλολατρικές απόψεις. Ωστόσο είναι ακόμα πολλοί εκείνοι, οι οποίοι δηλώνουν μονοθεϊστές, αλλά μέσα στη ψυχολογική ανασφάλεια και στον "ίλιγγο" της άγνοιάς τους, πιστεύουν στην παρουσία αόρατων μορφών ζωής, που εμπλέκονται σε όλες τις
ανθρώπινες δραστηριότητες και στις φυσικές εξελίξεις. Οι πιο "ψύχραιμοι" έχουν καταφέρει να μειώσουν τη "δύναμη" από το πλήθος των θεοτήτων που πίστευαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι. Τους έχουν αποδώσει μικρότερο ρόλο και τις έχουν μετονομάσει (άγγελοι, πνεύματα, άγιοι, διάβολοι, ψυχές, μαγικά και ιερά αντικείμενα κ.λπ.). Τον επιθυμητό ρόλο και τη μεγάλη δύναμη τα
αποδίδουν αποκλειστικά σε μία άλλη υπερφυσική μορφή που την αποκαλούν "Θεό".
Κύριο γνώρισμα όλων των ειδωλολατρικών και πολυθεϊστικών απόψεων είναι ότι αποδέχονται τη δυνατότητα να υπάρχει κάτι χωρίς υλική διασύνδεση, χωρίς να προηγηθούν υλικές και αιτιοκρατικές εξελίξεις στην πορεία του χρόνου. Αποδέχονται την ύπαρξη ουσιών ανεξάρτητων από την ύλη και από μια τέτοια ουσία φαντάζονται πως
είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Η εσωτερικότητα, η ψυχή, η σκέψη, η επιθυμία, τα
αισθήματα και όλα τα εσωτερικά φαινόμενα που παρατηρεί με "άυλο τρόπο" ο
άνθρωπος με τη σκέψη του, τα αποσπάει και τα αποδίδει σε άσχετα ή σε φανταστικά
πράγματα.
Ως προς τη λύση των ειδικότερων
προβλημάτων μπορούν να διαμορφωθούν πολλές παραλλαγές του ιδεαλισμού. Βρίσκουμε
ιδεαλιστικές φιλοσοφίες σύμφωνα με τις οποίες το Σύμπαν δημιουργήθηκε από τη
σκόπιμη δράση μίας εξωτερικής ύπαρξης, ενώ αυτό συνεχίζει να υπάρχει σαν
αυτοτελές χωρίς εκείνη να το επηρεάζει, τουλάχιστον για ένα μέρος του χρόνου (Ντεϊσμός,
όπως του Λάιμπνιτς, του Σέφτσμπερυ*, του Βολταίρου**). Σε
άλλες ο Θεός επηρεάζει διαρκώς τις εξελίξεις και τα πράγματα (ο ονομαζόμενος
θεϊσμός, όπως του Άγιου Αυγουστίνου και του Μπέρκλεϋ).
* (Shaftesbury 1671-1713) ** (Voltaire
ή Φρανσουά Μαρί Αρουέ 1694-1778).
Ο Θεός μπορεί να δημιούργησε το
Σύμπαν από το τίποτε ή από κάτι άλλο ή από τον εαυτό του, μπορεί να είναι
πάνσοφος, καλός και παντοδύναμος ή αντιθέτως, σε κάποια όρια ή όχι, να βρίσκεται
σ’ ένα μέρος του Σύμπαντος ή παντού, χωρίς να συνταυτίζεται με αυτό. Την ίδια
στιγμή η εξωτερική πραγματικότητα να είναι υλική ή άυλη, να εξυπηρετεί τον
άνθρωπο ή να τον αποπροσανατολίζει, να είναι ένα πέρασμα της ζωής για μία άλλη ή
για την ίδια και τα λοιπά.

Όταν, αντιθέτως, υποστήριζαν την
αυθυπαρξία του Σύμπαντος, παρέμενε το πρόβλημα των ορίων του μέσα στο χώρο και
στο χρόνο και για την ποιότητα της ουσίας. Χωρίς να το θεωρούν σταθεροποιημένο
στο σύνολό του, για να μην αποκοπούν από την κοινή εμπειρική διαπίστωση της
αλλαγής και ορίζοντας την ουσία σαν την πιο αφηρημένη πραγματικότητα, το
στερούσαν από μία επαρκή αιτία. Αναζητούσαν τη σταθερή αρχή ή την ουσία των
διαφόρων πραγμάτων σε μερικά κοινά στοιχεία τους, απόδιδαν τη σταθερότητα μόνο
σ’ εκείνα και η δυνατότητα του συνδυασμού τους συσκοτιζόταν με άλλες ανεξήγητες και ανεπαρκείς αιτίες ή ιδιότητες. Μία τέτοια φιλοσοφική θεώρηση,
συνήθως, την ονομάζουμε γενικά "υλισμό".