ΚΕΝΤΡΙΚΗ • ΕΠΑΝΩ • ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 6

 

ΠΙΣΩ ΠΙΣΩ - ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Σύντομη αναδρομή και σχολιασμός στις φιλοσοφικές προσπάθειες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

 

 

Υλισμός ή Ιδεαλισμός;

 

Για να μην πολυλογούμε, αν το Σύμπαν εξελίσσεται απεριόριστα στο σύνολό του, αν η ύλη είναι εξίσου απεριόριστη, αν είναι ουσία και για όλα τα σχετικά θα βεβαιωθεί πολύ γρήγορα και ο πιο δύσπιστος υλιστής, ακούγοντας τις απαντήσεις από τις εξειδικευμένες φυσικές επιστήμες. Ο απο­προσανατολισμός και ο διχασμός της φιλοσοφίας ως τώρα σχετίζεται με το κοινό λάθος των φιλοσόφων να θεωρούν τη ζωή και το χρόνο σα μία ακόμα ουσία ή σαν ποιότητα διαφορετική από την ίδια την ουσία των πραγμάτων. Με συνέπεια ν’ αντι­παραθέτουν τη γενική έννοια της ουσίας με αυτήν της διάνοιας -δηλ. την έμμεση με την άμεση ύπαρξη - και μετά να διαφορο­ποιούνται ως προς τη χρονική στιγμή της δημιουργίας τους και ως προς την ουσιαστικότητά τους. Η άποψη για τη γενική αντίθεση ή διαφορά τους και για την προτεραιότητα της ύπαρξης του ενός από το άλλο δεν είναι τελείως αβάσιμη και λαθεμένη, όμως είναι μονόπλευρη και αδιέξοδη και στις δύο θεωρήσεις.

Η συνολική λύση των βασικών φιλοσοφικών προβλημάτων μέσα από τη θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου αποδεικνύεται ουδέτερη, σα μία νέα εύστοχη σύνθεση, που περιέχει στοιχεία από τις δύο αντίθετες κοσμο­θεωρήσεις -χωρίς καμία σκοπιμότητα, αντιθέτως με αρχική άγνοια των αντιθέσεών τους. Δεν υπάγεται στη μία ούτε στην άλλη, όπως θα λέγαμε με διαλεκτικό τρόπο. Μόνο από αντίδραση και από προκατάληψη θα την κατατάσσαμε εδώ ή εκεί.

Γι’ αυτό, αν εισχωρήσουμε ή επανα-προσεγγίσουμε τα φιλοσοφικά έργα του παρελθόντος και ειδικότερα στις κεντρικές απόψεις των αντίθετων κοσμοθεωρήσεων μέσα από τη θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου, θα συμφωνήσουμε με όσους πίστεψαν πως όλες περιέχουν ένα μέρος αλήθειας παρά τις μεγάλες αντιθέσεις τους. Οι φιλόσοφοι του παρελθόντος δεν ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους και δεν είχαν τελείως άδικο να τις υπερασπίζονται. Είναι συχνά αξιοπρόσεκτο πως αρκετοί φιλόσοφοι αρχίζοντας από μία παρανόηση, πάνω σε άτοπη βάση, μπόρεσαν να εξελίξουν με σχετική συνέπεια σπουδαίες φιλοσοφικές θεωρίες, ν’ ανακαλύψουν σπουδαίες αλήθειες και ν’ αποφύγουν άλλα βασικά λάθη. Ωστόσο, αυτή η ιδιόρρυθμη θεωρητική προσέγγιση, βεβαίως, δεν μπορούσε να μην οδηγεί σε άλλα αδιέξοδα.

Αν κάποιος ανατρέξει στην περίληψη ενός φιλοσοφικού λεξικού ή σε αναλύσεις άλλων στοχαστών, για να προσεγγίσει έτσι έμμεσα στις βασικές απόψεις ενός φιλοσόφου, όχι μόνο δε θα τις γνωρίσει αρκετά, αλλά θα διαμορφώσει μία αρκετά παραμορφωμένη έως και άσχετη άποψη για όσα έχει διατυπώσει ο ίδιος ο φιλόσοφος. Συχνά αντί να συγκεντρώσουν τις βασικές θέσεις του έργου τους επιχειρούν να συλλάβουν μόνο τις θέσεις εκείνες που σχετίζονται με τα θεωρούμενα βασικά και κοινά ζητήματα της φιλοσοφίας. Ενώ οι φιλόσοφοι μπορεί να μην τα είχαν θεωρήσει βασικά, στόχευαν να μας πουν άλλα, προσέγγιζαν με ασυνήθιστο τρόπο σε κοινά ζητήματα και προχωρούσαν τις θεωρίες τους με διαφορετικούς προβληματισμούς από αυτούς, που μπορεί να φαίνονται από τη διατύπωση και την περάτωση του έργου τους.

Μερικοί φιλόσοφοι απόφυγαν τη μονομέρεια του υλισμού και του ιδεαλισμού και θελήσανε να δώσουν μία ουδέτερη λύση, ανα­γνωρίζοντας προηγουμένως τη μονομέρειά τους ή οδηγήθηκαν σε μία τέτοια λύση. Είναι αξιοπρόσεκτες οι απλές προσεγγίσεις των αρχαίων Ελλήνων υλοζωιστών φιλοσόφων, οι οποίοι δεν επηρεάστηκαν από τις αντι­παραθέσεις που ακολούθησαν απο­σαφηνισμένες και με συγκεντρωμένο περισσότερο υλικό. Γενικά, οι πανθεϊστικές θεωρίες πλησίαζαν περισσότερο σε μία τέτοια ουδέτερη λύση. Όμως τα λάθη τους, η δυσκολία να εξηγήσουν τη σχέση και τη διαφορά ανάμεσα στην ύλη και στη διάνοια και με τρόπο που να επαληθεύεται στην εμπειρία, τις έκαναν να μοιάζουν σαν παρεκκλίσεις των δύο βασικών αντίθετων κατευθύνσεων ή σαν το κοινό όριο για το πέρασμα από τον ιδεαλισμό στον υλισμό και αντιστρόφως.

Στις πιο αρχαίες φιλοσοφικές προσπάθειες που γνωρίζουμε, τότε που ακόμα και η γραφή δεν ήταν μια εύκολη εργασία για τον οποιοδήποτε και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ερευνήσουν τον κόσμο σε ξεχωριστές περιοχές και με τη γνώση μοιρασμένη και διδάξιμη σε διαφορετικές επιστήμες, οι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν να σκεφτούν για τα πράγματα τόσο αφηρημένα ώστε να διαχωρίσουν το φαινόμενο της ζωής και ορισμένα χαρακτηριστικά της ζωής από τα πιο απλά πράγματα της φύσης. Αυτή η παρατήρηση στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος και της φιλοσοφίας είναι ανεπανάληπτη και πρόκειται για τη μοναδική πραγματικότητα για την οποία μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι η ανθρώπινη σκέψη γινόταν χωρίς την εμπειρία, τη γνώση και τη σκέψη που αποκτήθηκαν και καταγράφτηκαν αργότερα. Τώρα, ακόμα και ο πιο αγράμματος άνθρωπος, όταν σκεφτεί και αν επιθυμήσει να εκφράσει σκέψεις για τη φύση, θα έχει ακούσει και θα έχει διαβάσει πολλά τα οποία ήταν άγνωστα στα προηγούμενα χρόνια και πολύ χρήσιμα για την έρευνα της φύσης και για τη διατύπωση πρωτότυπων φιλοσοφικών θεωριών. Η αύξηση της γνώσης, η μεγάλη ποσότητα από παρατηρήσεις σε όλες τις λεπτομέρειες των πραγμάτων, η δυνατότητα να εστιάζουμε την προσοχή μας σε ένα μόνο πράγμα, να το παρατηρούμε και να περιγράφουμε τις λεπτομέρειες που το επηρεάζουν και τη δική του επίδραση, χωρίς την ανάγκη (ή την επίγνωση) να σκεφτούμε και να γνωρίσουμε τα υπόλοιπα πράγματα της φύσης, αυτή η ερευνητική και γνωστική δυνατότητα έχει προκαλέσει απερισκεψία για τη συμμετοχή πολλών άλλων φαινομένων και πραγμάτων στις επιμέρους διαδικασίες της φύσης. Συνήθως, μετά από περισσότερες παρατηρήσεις και καλύτερη γνώση του πράγματος, ο σύγχρονος ερευνητής διαπιστώνει την ανάγκη να σκεφτεί πέρα των ορίων του πράγματος που ερευνά και να χρησιμοποιήσει τη γνώση που διδάσκουμε και έχουμε από άλλα πράγματα και με άλλο προορισμό.

Έτσι, από την ιστορική αναδρομή στη φιλοσοφία, μπορούμε να διαπιστώσουμε μια υπερβολή στη σύγχρονη ερευνητική σκέψη σε αντίθεση με την υπερβολή που γίνεται στη σκέψη, όταν οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καλά και με μια σειρά τον φυσικό κόσμο που τους περιβάλλει. Σήμερα, η έρευνα και η γνώση περιορίζονται και εστιάζονται σε επιμέρους πράγματα και φαινόμενα (ειδίκευση) με τον κίνδυνο να μην παρατηρηθούν ή να υποβαθμιστούν ορισμένες σχέσεις τους με την υπόλοιπη φύση. Αντιθέτως, όταν η έρευνα και η γνώση δεν ξεκινάει από μερικές πρώτες παρατηρήσεις και δεν κατευθύνεται σε συγκεκριμένα πράγματα, αλλά η σκέψη γίνεται κάπως πιο τυχαία και με άλματα, όπως γινόταν κάπως αναπόφευκτα τα αρχαία χρόνια, τότε δεν παρατηρούμε και υποβαθμίζουμε τις ιδιαίτερες σχέσεις και τα φαινόμενα, τα οποία για κάποιο αξιοπαρατήρητο λόγο, οδηγούν σε γνώση περισσότερων πραγμάτων, από όσο αρχικά αναμέναμε και σε χρήσιμες παρατηρήσεις, που χρειάζονται για να προχωρήσει η έρευνα, μέχρι να ξεφύγει από τα όρια που αυτή είχε περιοριστεί αρχικά.

Η αφηρημένη έννοια της ύλης αποδείχτηκε ότι σχετίζεται τόσο με το σύνολο της φύσης όσο και με ένα αφάνταστο πλήθος ιδιαίτερων φαινομένων και η γνώση των τελευταίων δεν επηρέασε μόνο τη θεωρητική έρευνα αλλά άλλαξε τον πολιτισμό και την ανθρώπινη κοινωνία χωρίς επιστροφή. Το πλήθος των ιδιαίτερων φαινομένων που παρατηρήθηκαν στα δομικά στοιχεία των πραγμάτων και τα οποία προκαλούνται ή διατηρούνται με μαθηματική ακρίβεια και αυτή η σταθερή και συνεπής γνώση που αποκτήσαμε, και με προοπτική για περισσότερη έρευνα, αυτή η νεότερη γνώση χρειάστηκε επίσης να μοιραστεί σε πολλές επιστημονικές περιοχές και είναι λογικό να ελκύει το ενδιαφέρον και την προσοχή των σύγχρονων ερευνητών. Η εφαρμογή της γνώσης και η τεχνολογία επίσης τράβηξαν την προσοχή και έγιναν ερευνητικός χώρος για τη σκέψη, με τις πιο μεγάλες προσδοκίες, τόσο για την προσωπική ζωή όσο και για την τύχη της ανθρωπότητας. Έτσι, όμως, αποσπάστηκε η προσοχή από ανθρώπους που σε παλαιότερες εποχές θα φιλοσοφούσαν, υπο­βαθμίστηκε από πολλούς ερευνητές η θεωρητική παρατήρηση για τη σύνδεση των φαινομένων, ενώ η άφθονη γνώση της φύσης μέσα από ιδιαίτερα φαινόμενα και επιμέρους παρατηρήσεις ενίσχυσαν την άποψη για την ανάγκη της εξειδίκευσης και την αδιαφορία για τη φιλοσοφική σκέψη και τη θεωρητική έρευνα.

Φυσικά, αυτές οι παρατηρήσεις που κάνουμε εδώ για την ερευνητική σκέψη στη σύγχρονη εποχή σε σύγκριση με τη φιλοσοφική σκέψη στα αρχαία χρόνια δεν αποτελούν μια καθαρή διαφορά στην ανθρώπινη σκέψη και μια πλήρη περιγραφή στους ανθρώπους όπως σκέφτονται σήμερα σε σύγκριση με το πως σκεφτόντουσαν παλαιότερα. Δεν λείπουν από την εποχή μας οι φιλόσοφοι και οι ερευνητές που σκέφτονται με εύρος γνώσεων, με τη βοήθεια της φαντασίας και με προσπάθεια να αποδεσμευτούν από τις πιο βέβαιες παρατηρήσεις τους. Απλώς τονίζουμε, πως η έλλειψη καλής γνώσης και η μη επικέντρωση της προσοχής σε συγκεκριμένα πράγματα βοηθάει για να παρατηρηθούν μερικές σχέσεις των πραγμάτων, τις οποίες μπορεί να μην τις παρατηρούν στο χώρο της επιστήμης ή αυτές οι σχέσεις να αποτελούν λίγες ασήμαντες σειρές μπροστά στον τεράστιο όγκο της γνώσης και μέχρι του σημείου να αρνούμαστε την ύπαρξη αυτών των σχέσεων και ορισμένων φαινομένων. Αυτή η τελευταία διαπίστωση πρέπει να τονιστεί περισσότερο, αφού προκαλεί μια απαρατήρητη στρέβλωση στη γνώση και στην έρευνα με απρόβλεπτες συνέπειες και με πιο συνηθισμένη περίπτωση, την υπερβολική εκτίμηση μιας παρατήρησης ή μιας ανακάλυψης.

Στο ιδιαίτερο ζήτημα για τη σχέση της ύλης με το φαινόμενο της ζωής ή του πνεύματος, έχουν γίνει οι πιο ακραίες σκέψεις και η σχέση αυτή έχει αποδειχθεί ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα της ανθρώπινης έρευνας. Το ζήτημα αυτό, εισήλθε στη σκέψη των ερευνητών από τα αρχαία έτη και από τότε απόκτησε τεράστια σημασία όχι μόνο για τη θεωρητική έρευνα, όχι μόνο για την προσωπική ζωή, αλλά και για τις ανθρώπινες σχέσεις, αφού προκαλεί μέχρι τις πιο φανατικές αντιπαραθέσεις και θρησκευτικά κινήματα. Λοιπόν, στην αρχαία φιλοσοφία (ελληνική και ινδική ιδιαίτερα) σύμφωνα με όσα είπαμε, φαίνεται ότι δεν ήταν εύκολο να γίνει ένας διαχωρισμός της φύσης, σε άψυχη (και ανεξάρτητη) υλική φύση και σε έμβια πλάσματα. Όταν έφταναν με την αφηρημένη σκέψη στην έννοια των δομικών στοιχείων και της ουσίας των πραγμάτων, τότε εκεί συναντούσαν ενδιαφέροντα ερωτήματα και τη δυσκολία να εξηγήσουν πως αυτά τα δομικά στοιχεία ρυθμίζονται και κινούνται έτσι που να σχηματίζονται οι μορφές και το ανεξάντλητο πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων. Σε γενικές γραμμές, για τους αρχαίους φιλόσοφους δεν ήταν μια ικανο­ποιητική εξήγηση, ότι απλά πρωταρχικά στοιχεία, χωρίς καμία δομή μπορούν να δημιουργήσουν το σύνολο του κόσμου, χωρίς τη συμμετοχή κάποιας άλλης δημιουργικής δύναμης, όπως πιστεύουν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι και ερευνητές στην εποχή μας.

Με τις γνώσεις και τις πληροφορίες της εποχής μας, φαίνεται πιο λογικό και καθόλου παράξενο, τα δομικά στοιχεία (με τα παράδοξά τους φαινόμενα) να δημιουργούν το σύνολο του κόσμου, με όλα τα ιδιαίτερα φαινόμενα, μεταξύ των οποίων και το φαινόμενο της ζωής. Φαίνεται λογικό και πιο πιθανό, αν όχι βέβαιο, διότι, έχει αποδειχτεί ότι υπάρχουν δομικά στοιχεία στη φύση, τα βρίσκουμε σε όλα τα πράγματα και έχουν τέτοιες ιδιότητες, που τα κάνουν μυστήρια σαν το θεό, αξεχώριστα από τις κινήσεις τους και με τέτοιες σταθερές σχέσεις μεταξύ τους, που δεν χρειάζονται τίποτα άλλο από τις μαθηματικές σχέσεις για να δημιουργούν τα πράγματα. Δεν χρειάστηκε να σκεφτούμε και να λάβουμε γνώση για κάποιο πνεύμα ή για το φαινόμενο της ζωής ή για το θεό ή για κάποιο ψυχικό φαινόμενο για να αναπτύξουμε τις φυσικές επιστήμες και μάλιστα μέχρι εδώ που φτάσαμε να γίνουμε εμείς εξωγήινοι. Αντιθέτως, χρειάζεται να σκεφτούμε και να λάβουμε γνώση για τα δομικά στοιχεία για να μπορέσουμε να περιγράψουμε και να εξηγήσουμε τα φαινόμενα των πιο σύνθετων πραγμάτων. Πού είναι λοιπόν, η χρησιμότητα να ανα­κατέψουμε τα ψυχικά γνωρίσματα με τα δομικά στοιχεία και πού δυσκολευτήκαμε, όταν τα αφήσαμε έξω από την έρευνα και τελευταία; Θα είχαμε χαθεί, θα χάναμε το χρόνο μας και θα σκεφτόμασταν τρελά, αν αντιθέτως εισάγαμε πνευματικές και θεϊκές δυνάμεις. Και πραγματικά, αυτή είναι η αλήθεια και δεν είναι παράλογο να σκεφτόμαστε, ότι τα δομικά στοιχεία από μόνα τους δημιουργούν το πλήθος των πραγμάτων που παρατηρούμε μέσα στο χώρο και στο χρόνο.

Όμως, όπως είπαμε και είναι γνωστό, από τα πιο δύσκολα ζητήματα στην ανθρώπινη έρευνα αποδείχτηκε το ζήτημα της σχέσης των δομικών στοιχείων (ύλης) με το φαινόμενο της ζωής και με τα ψυχικά φαινόμενα. Σχεδόν κανένας όμως, δεν σκέφτηκε ότι αυτή η δυσκολία δεν προέρχεται από ένα αγεφύρωτο διαχωρισμό της φύσης και από την παρουσία μιας άλλης τελείως διαφορετικής πραγ­ματικότητας, που η επιστήμη δεν έχει τα μέσα να παρατηρήσει. Μέχρι τώρα, η ανθρώπινη σκέψη είναι δεμένη σαν το σκύλο που περιμένει το αφεντικό του, σε μερικές λέξεις, όπως τις παραδόθηκαν από τα άγνωστα βάθη της αρχαιότητας. Χρειάστηκαν μερικές λέξεις για να μας θυμίζουν ότι ο άνθρωπος σκέφτεται, πονάει, επιθυμεί, συγκινείται και ενεργεί δημιουργικά σύμφωνα με ορισμένες ιδέες. Χρειάστηκαν μερικές λέξεις για να μας θυμίζουν ότι ζούμε σε μια απέραντη φύση με πολλές αδυναμίες και την ανάγκη να ρυθμίζουμε τη ζωή μας με ορισμένους κανόνες. Διαμορφώθηκαν οι λέξεις για αυτές τις παρατηρήσεις, στις οποίες συμφωνούν όλοι οι άνθρωποι (όπως ψυχή, πνεύμα, νους, θεός) και από τότε αυτές οι λέξεις αποτελούν το καταστάλαγμα της εμπειρίας μας για το φαινόμενο της ζωής, χωρίς να χρειάζονται περισσότερες σκέψεις για να καταλάβουμε. Αυτές τις λέξεις βρήκαν και χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι για να συμπληρώσουν την ερμηνεία τους για τη δημιουργία του κόσμου και για να περιγράψουν πως λίγα δομικά στοιχεία επιτυγχάνουν να διαμορφώνονται και να συγκροτούν τα πιο σύνθετα πράγματα. Με αυτές τις ίδιες λέξεις, σήμερα, 2500 χρόνια μετά τους Προσωκρατικούς φιλόσοφους, οι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν και δεν φαντάζονται τη συμμετοχή του φαινομένου της ζωής για την ύπαρξη και τη ρύθμιση των δομικών στοιχείων της φύσης.

(...)

 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΕΠΟΜΕΝΗ

 

Go to Top