ΚΕΝΤΡΙΚΗ • ΕΠΑΝΩ • ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 7 • ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 2

 

ΠΙΣΩ ΠΙΣΩ - ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

 

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 

 

 

Υλισμός ή Ιδεαλισμός;

 

Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (384-322 π.Χ.) προσέγγισε στη λύση του προβλήματος για τη σχέση της διάνοιας-ζωής με την ύλη και για την προτεραιότητά τους, ανακαλύπτοντας τις πρώτες γενικότερες έννοιες και στοχαζόμενος πολύ απλά πάνω στην εμπειρία, αξιοποιώντας την ανακάλυψή του. Εύστοχα, είχε διαπιστώσει σαν βασικά κοινά στοιχεία των πραγμάτων την ύλη και τη μορφή. Αν και νοούσε την ύλη αφηρημένα και δεν είχε εξηγήσει την άμεση σχέση της με τη μορφή, με συνέπεια να θεωρούνται αυτά καθαυτά σαν τελείως διαφορετικά και αντίθετα. Όταν αρχίζει να υπάρχει ένα πράγμα, πρέπει να αρχίσει με κάτι και όχι από το μηδέν. Έτσι εξήγησε ότι η ύλη είναι αυτό το κοινό μέσο έναρξης και συνεπώς η δυνατότητα του πράγματος, όχι το ίδιο το πράγμα, γιατί λείπει η μορφή. Λείπει αυτό που στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ήταν έξω από τον αισθητό κόσμο, οι ιδέες, τα αιώνα αρχέτυπα των αισθητών. Δεν μπορούσε ούτε εκείνος ο τόσο προσεκτικός και εμπειρικός να διανοηθεί ότι η ύλη από μόνη της, αυτό το μέσο-αρχή, δηλαδή αυτή η έλλειψη πραγματικότητας μπορεί να γίνει από το μηδέν κάτι που δεν ήταν προηγουμένως. Έπρεπε να «μην είναι» σχετικά, με άλλα λόγια να είναι μία πρώτη πραγματικότητα σχετικά με την τελειωμένη.

Η μορφή (ή η ποιότητα) είναι η πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας ύπαρξης των πραγμάτων, η οποία γίνεται από μία διαρκώς ενεργή αρχή «το πρώτο κινούν». Η πρώτη αιτία πραγματοποιεί διαρκώς και ταυτόχρονα όλες τις δυνατότητες, ενώ η ίδια δεν είναι μία δυνατότητα και δε συνδέεται με την ύλη. Η τοποθέτηση της πρώτης αιτίας έξω από κάθε υλικότητα είναι η συνέπεια της άγνοιας για την άμεση σχέση ανάμεσα στην ύλη και στη μορφή. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε ο Αριστοτέλης, η ύλη και η μορφή βρίσκονται πάντοτε μαζί στην πραγματικότητα. Κάθε πράγμα είναι ένας συνδυασμός αυτών των δύο βασικών στοιχείων και όταν το πράγμα δεν υπάρχει, τότε παύει να υπάρχει αυτός ο συνδυασμός, όχι η ύλη και η μορφή, που αποτελούν αιτίες ή στοιχεία της ουσίας.

Πρώτος ο Αριστοτέλης από την αρχαία πόλη Στάγειρα της Μακεδονίας ερεύνησε τη λογική και γλωσσική δυνατότητα του ανθρώπου και κατέγραψε τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του. Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη για την ανθρώπινη σκέψη και τη λογική συγκεντρώθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο σε ένα βιβλίο με το γνωστό τίτλο "Όργανον". Ο Αριστοτέλης θεμελίωσε μία περιοχή της Επιστήμης που την αποκαλούμε "Λογική" και το θεωρητικό έργο του αργότερα στο Μεσαίωνα επηρέασε καθοριστικά τη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη των Αράβων και σε όλη την Ευρώπη επί πολλούς αιώνες. Οι βασικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη για το πως σχηματίζουμε τις σκέψεις μας και πως ξεχωρίζουμε την αλήθεια (όπως τους νόμους της λογικής, της ταυτότητας, της μη αντίφασης και το νόμο του αποκλεισμένου τρίτου) διδάσκονται μέχρι σήμερα στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια όλου του κόσμου, σε μερικές περιπτώσεις χωρίς να το γνωρίζουν οι διδασκόμενοι. Το φιλοσοφικό έργο του δεν έπαψε να αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς στοχαστές και ερευνητές της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης, ήδη από την προ Χριστού εποχή, κατάφερε να ξεχωρίσει και να παραθέσει ένα μικρό αριθμό λέξεων από το πλήθος του καθημερινού λεξιλογίου, δέκα θεμελιώδεις έννοιες τις οποίες αποκαλεί ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ, οι οποίες περιλαμβάνουν τα πρώτα και τα πιο απαραίτητα γνωρίσματα που βρίσκουμε στα πράγματα και κάτω από αυτές μπορούν να υπαχθούν και να ταξινομηθούν οι υπόλοιπες έννοιες και τα πράγματα.

Αξιοπρόσεκτες προσεγγίσεις στα βασικά ζητήματα της φιλοσοφίας και σε πανθεϊστικές θέσεις διαπιστώνονται στους ονομαζόμενους στωικούς φιλόσοφους, στο Ζήνωνα από το Κίτιο της Κύπρου (333-262 π.Χ.), τον ιδρυτή της στωικής σχολής, στον Κλεάνθη (περ. 331-232 π.Χ.), στο Χρύσιππο από τους Σόλους της Κιλικίας (281/277-208/205 π.Χ.), στον Παναίτιο το Ρόδιο (περ. 185-109 π.Χ.) και στον Ποσειδώνιο από την Απάμεια της Συρίας (περ. 135-51/50 π.Χ.).

Όπως είναι γνωστό, στην πορεία των πρώτων αιώνων του αποκαλούμενου Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, μετά από μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις και διαμάχες για τα θρησκευτικά ζητήματα, η θρησκεία του Χριστιανισμού επικράτησε και οι νέες θρησκευτικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη ζωή επιβλήθηκαν με τη βία. Οι Ελληνικές πόλεις στις οποίες είχαν ξεκινήσει να αναπτύσσονται οι επιστήμες, η τεχνολογία και η φιλοσοφία κατακτήθηκαν από ξένους λαούς, ενώ η διάδοση της νέας θρησκείας έβγαλε οριστικά από τη σκέψη και τη μνήμη των ελληνικών πληθυσμών το λαμπρό παρελθόν τους και έβαλε το μέλλον με τις Χριστιανικές ιδέες. Με το πέρασμα του χρόνου, οι νέες θρησκευτικές απόψεις έγιναν δεκτές από τα πρόσωπα που επέβαλαν τότε την κρατική εξουσία με τη δύναμη των όπλων και του πλούτου (χωρίς σοβαρή νομοθεσία και σύνταγμα), βρήκαν πολλούς νέους εκφραστές και οι νέες γενεές μεγάλωναν με τη νέα θρησκευτική διδασκαλία, που τότε αποτελούσε το άλφα και το ωμέγα στην ανθρώπινη γνώση. Το επιστημονικό και το φιλοσοφικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη σχεδόν χάθηκε, λόγω των νέων συνθηκών που ζούσαν οι άνθρωποι, αλλά και επειδή τα πρόσωπα της εξουσίας απαγόρευαν κάθε σκέψη και έκφραση που άγγιζε τα ζητήματα, τα οποία εκείνοι αποφάσιζαν ότι ανήκουν στη θρησκευτική διδασκαλία που ονομάστηκε Χριστιανισμός.

Οποιοσδήποτε άνθρωπος με δημιουργική σκέψη επιθυμούσε να εκφράσει δημόσια μια νέα άποψη για τη φύση, για τη ζωή, για την ανθρώπινη κοινωνία και γενικά για τον κόσμο δεν μπορούσε να το κάνει εύκολα με τα τεχνικά μέσα εκείνης της εποχής. Δεν υπήρχαν τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά και η έκδοση ενός μικρού βιβλίου δεν ήταν εύκολο να γίνει. Έπειτα, ο άνθρωπος με την ερευνητική σκέψη έπρεπε να είναι όχι απλώς προσεκτικός, αλλά να διαστρεβλώσει αυτά που θα πει και να κρατήσει μερικά μυστικά, για να μην κατηγορηθεί και υποστεί τις γνωστές συνέπειες και την παραδειγματική τιμωρία. Έπειτα, θα ακολουθούσε η πιο μεγάλη δοκιμασία, να δώσει μερικές πειστικές εξηγήσεις, να αρνηθεί δημόσια ορισμένες από τις απόψεις του ή να φύγει να ζήσει κάπου αλλού. Η τιμωρία μπορούσε να είναι η θανατική εκτέλεση και αυτό δεν ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο για εκείνα τα χρόνια. Έτσι, ελάχιστες προσπάθειες έγιναν εκείνα τα χρόνια για να εκφραστούν νέες φιλοσοφικές και επιστημονικές απόψεις και ακόμα πιο λίγες είναι οι πληροφορίες που διασώθηκαν.

Ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις των φιλοσόφων του σκοτεινού Μεσαίωνα, που μάθαμε το όνομά τους και διατύπωσαν σκέψεις που πλησιάζουν στον Πανθεϊσμό είναι ο Ιρλανδός θεολόγος Ιωάννης Σκώτος Εριγένης (Johannes Scotus Eriugena, 810 - 877). Μετέφρασε έργα του ψευδο-Διονυσίου Αρεοπαγίτη από τα Ελληνικά στα Λατινικά. Ο ίδιος διατύπωσε σκέψεις για την ερμηνεία του κόσμου και τη σχέση του κόσμου με το χριστιανικό Θεό, στο φιλοσοφικό έργο του Περί διαιρέσεως της Φύσεως (De Divisione Naturae), γραμμένο με μορφή διαλόγου. Ο Εριγένης ταύτιζε το Θεό με το Σύμπαν/Φύση στην πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, μετά από την οποία ακολουθεί μία εξέλιξη κυκλική και αναδημιουργείται από τον εαυτό του. Τη λογική αυτή ερμηνεία συνοψίζουν τέσσερις απλές παρατηρήσεις που κάνει γενικά για όλα τα πράγματα, τα οποία ενοποιεί μέσα στην αφηρημένη έννοια μιας συνολικής φύσης, μαζί με το Θεό :

«Η φύση είναι το γενικό όνομα όλων όσων υπάρχουν και όλων όσων δεν υπάρχουν. Μου φαίνεται ότι ο μερισμός της φύσεως χωρεί σε τέσσερα είδη. Πρώτο είναι το είδος που δημιουργεί και δεν δημιουργείται, δεύτερο είναι αυτό που δημιουργεί και δημιουργείται, τρίτο αυτό που δημιουργείται και δεν δημιουργεί, τέταρτο αυτό που ούτε δημιουργείται ούτε δημιουργεί».

Το πρώτο είδος είναι η πηγή όλων των πραγμάτων την οποία ονομάζουμε Θεό. Το δεύτερο είδος είναι ο κόσμος των θεϊκών προτύπων, όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, το τρίτο είναι ο κόσμος που αντι­λαμ­βανόμαστε και το τέταρτο είναι το τέλος του κόσμου, η επιστροφή όλων των πραγμάτων πίσω στην πηγή τους.

Από μία τέτοια πανθεϊστική θεώρηση η πρωταρχική και άμεση αιτία της ύπαρξης του Σύμπαντος αναγνωρίζεται στο ίδιο το Σύμπαν, όχι έξω από αυτό ούτε σε μία αφηρημένη ποιότητα πραγμάτων, χωρίς να δημιουργείται ζήτημα αμφισβήτησης της κοινής εμπειρικής διαπίστωσης της εξέλιξής του. Ωστόσο δεν εξηγείται επαρκώς η εξέλιξή του και αποκρύπτεται το πρόβλημα της ουσίας. Γιατί, όπως έχουμε πει, ένα άμεσο αυτοτελές πράγμα δεν μπορεί να γίνεται σαν ένα μέρος, ν’ αλλάξει και να προσδιορίσει έμμεσα ή εκ των υστέρων μία πολλαπλότητα άλλων πραγμάτων σε «εξωτερικές» στιγμές. "Αν όλα τα πράγματα προέρχονταν σαν εξωτερικά αποτελέσματα μόνο από μια πρωταρχική-κοινή αιτία ή από την εξέλιξη ενός πρωταρ­χικού-κοινού πράγματος (χωρίς τα ίδια να ήταν μέρη της πρωταρχικής αιτίας), τότε το πρωταρχικό πράγμα δεν θα ήταν αυτοτελές ούτε με σταθερή και ταυτόχρονη ποιότητα και συνεπώς όχι πρωταρχικό". σ133

* Διαβάστε περισσότερα σχόλια εδώ

Ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις του σκοτεινού Μεσαίωνα, είναι γνωστά τα ονόματα των φιλοσόφων που πλησίασαν σε πανθεϊστικές απόψεις, των Amaury de Bene (Αμάλριχος, θάνατος λίγο μετά το 1204) και David de Dinant (Δαβίδ του Ντινάν, 1160 ~ 1217).

Πανθεϊστικά σημάδια υπάρχουν και στα έργα πολλών εκπροσώπων του ανατολικού αριστοτελισμού, όπως του Αλ Φαραμπί (870-950, Φαραμπί = «Δεύτερος διδάσκαλος»), ο οποίος θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του αριστοτελισμού στην Ανατολή των μεσαιωνικών χρόνων και συνδυάζει απόψεις της νεοπλατωνικής διδασκαλίας. Μερικοί άλλοι αριστοτελικοί της Ανατολής, από τους πιο γνωστούς είναι ο Ιμπν Σίνα (λατ. Avicenna 980-1037), ο Ιμπν Μπάτζα (λατ. Avempace τέλος 11ου-1139), ο Ιμπν Ρουσντ (λατ. Averroes 1126-1198). Ένας ακόμα γνωστός Άραβας φιλόσοφος με μερικές προδρομικές πανθεϊστικές απόψεις είναι ο Ιμπν Αλ - Αραμπί (1165-1240) και όσο ψάχνουμε βρίσκουμε πολλούς άλλους λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς. (Βλέπε περισσότερα για τη συμβολή των Αράβων στον πολιτισμό)

 

 Σύντομη αναδρομή και σχολιασμός στις φιλοσοφικές προσπάθειες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΛΛΗ ΕΝΟΤΗΤΑΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

Go to Top