Ο Λάιμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibnitz
1646-1716) είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών,
κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές
τους, αναγνώρισε την προοπτική για τη γνώση που προσφέρει η παρατήρηση των
φαινομένων και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση. Στην εποχή του ήδη
είχαν διατυπωθεί οι εντυπωσιακοί νόμοι για την περιγραφή της κίνησης των σωμάτων
επάνω στη γη αλλά και για τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων (Κοπέρνικος, Κέπλερ,
Γαλιλαίος, Νεύτων) και είχαν πληθύνει οι φωνές και τα βιβλία που εξέφραζαν τις
προοπτικές του ανθρώπινου πνεύματος όταν αυτό ερευνά τη φύση και βασίζεται σε
παρατηρήσεις της εμπειρίας και την αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεολογικών
απόψεων (όπως ο Φρ. Μπέϊκον και ο Λοκ). Η ύλη από μόνη της, όπως τη
νοούσαν ο Ντεκάρτ και από τους πρώτους ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό
και η δομή της τότε ήταν τελείως άγνωστη.
Ο ρόλος της ύλης περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να
εξηγηθεί με τέτοια (μηχανική) δραστηριότητα, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, όπου
επικρατούσε η πιο αρχαία άποψη για το πνεύμα, σαν κάποια άυλη ουσία ή σαν μια
υπερφυσική δύναμη.
Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της
ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η
οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της
σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να
εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση).
Η εσωτερικότητα δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί, αν
δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι
ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και
συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’
αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν
την απλή ουσία ονόμασε "μονάδα". Διαπιστώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της αντίληψης
και της σκέψης, ο Λάιμπνιτς απέδωσε στη μονάδα την εσωτερική ιδιότητα ν’
αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Γιατί έτσι
απλή και αδιαίρετη που ήταν η μονάδα, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς
τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με
κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωτερική και
όπως ειδικότερα επέλεξε, με αλλαγή αντιληπτική.
Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς
σοφά προϋπόθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της
εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και πιο πέρα σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση
αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας την έννοια της ουσίας
(ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς
δεν μπορούσε να διανοηθεί μία ουσία κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη,
αφού έτσι δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη
συνθετότητα στα πράγματα. Το βέβαιο ήταν, ότι η απλή ύλη δεν αρκούσε για να
εξηγηθούν τα πιο σύνθετα φαινόμενα και τότε ο Θεός, που στην εποχή του Λάιμπνιτς
η πίστη ήταν γερά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή, θα υπήρχε μόνος του χωρίς σκοπό
και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι,
για μία ακόμα φορά, το πρόβλημα μετατέθηκε και ο Λάιμπνιτς χρειάστηκε να εξηγήσει με πρωτότυπη
σκέψη τη συνύπαρξη των αμερών μονάδων και με σχετική συνέπεια τις δυνατότητές
τους, διατηρώντας την απλότητά
τους (ή αμερότητα) στη θεωρία του και επαναλαμβάνοντας το ρυθμιστικό ρόλο του
Θεού σε κάθε φαινόμενο.
Κάθε μονάδα είναι διαφορετική
και αναπαριστά από τη δική της ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί
ν’ αλλάζει λεπτομερώς και απρόσεκτα, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία
θεϊκή προταξινόμηση στις καθαρές αντιλήψεις της μίας αντιστοιχούν συγκεχυμένες
στις υπόλοιπες μονάδες και αντιθέτως. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής τους είναι
η αντίληψη και στη δράση τους αντιστοιχούν οι καθαρές αντιλήψεις, ενώ όταν έχουν
ελλιπείς, τότε επηρεάζονται. Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχονται άμεσα από την
ύπαρξη της κάθε μίας μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τον ανάλογο εσωτερικό
επηρεασμό ή τη δράση όλων των υπολοίπων. Γιατί αυτή η αρμονική σχέση (ή
σύμπτωση) προετοιμάζεται διαρκώς από το Θεό, βάσει της σοφίας του και μίας
ηθικής αναγκαιότητας, από την αρχή που τις δημιουργεί. Το σύνολο των
συγκεχυμένων αντιλήψεων, που υπάρχουν σε όλες τις μονάδες, λόγω του
εσωτερικού περιορισμού τους από τις αντιλήψεις των άλλων μονάδων αποτελούν την
ύλη. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται με τρόπο που θα φέρει μία καθαρότερη
αντίληψη, τότε αποτελούν μία ευρύτερη σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το
πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του
Λάιμπνιτς ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη υπάρχουν μόνο φαινομενικά, σαν μορφές
που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις των μονάδων.
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε
εξωτερικότητα ή έμμεση αλληλεπίδραση. Παρότι ο κόσμος είχε διαιρεθεί σε πολλές
μεμονωμένες εσωτερικές ουσίες, τις λεγόμενες μονάδες, αυτά τα γενικά γνωρίσματα
των πραγμάτων αφαιρέθηκαν από την
έννοιά της πραγματικότητας. Ο Λάιμπνιτς περιόρισε το χρόνο, το χώρο και την ύλη μόνο μέσα
στην αντίληψη, σαν να ήταν ιδεατά - παρόμοια όπως έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για την
εξωτερική πραγματικότητα - και, όπως ο τελευταίος, ο Λάιμπνιτς με την
παράδοξη σκέψη του μπόρεσε ν’ αποφύγει το συνηθισμένο λάθος, να θεωρήσει το
χώρο, το χρόνο και την ύλη σαν μορφές προϋπάρχουσες από τα σύνθετα πράγματα ή
σαν πρωταρχικές ουσίες. Για τον Λάιμπνιτς, ακόμα και η απλή ύπαρξη των σωμάτων
δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς κάποια μεταφυσική παρουσία.
" Γιατί η
κίνηση, αν δεν θεωρήσουμε σ' αυτήν παρά μόνο ό,τι περιέχει ακριβώς και τυπικά,
δηλαδή μια μεταβολή θέσης, δεν είναι κάτι τελείως πραγματικό. Κι' όταν πολλά
σώματα αλλάζουν θέση μεταξύ τους, δεν είναι γι' αυτά δυνατό να καθορίσουμε
μόνο με τη θεώρηση αυτών των μεταβολών, σε ποιο απ' όλα πρέπει να αποδοθεί η
κίνηση ή η στάση. Αυτό θα μπορούσα να το αποδείξω γεωμετρικά αν δεν ήθελα τώρα
να σταματήσω εδώ. Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο
πραγματικό (...) Όμως αυτή η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, το
σχήμα και την κίνηση, κι' από αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι η έννοια των σωμάτων
δεν συνίσταται αποκλειστικά στην έκταση και τις μεταβολές της, όπως το
φαντάζονται οι σύγχρονοί μας. Έτσι είμαστε ακόμη υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε
ορισμένα όντα ή μορφές που αυτοί έχουν αποκηρύξει. Και μολονότι όλα τα επί
μέρους φαινόμενα της φύσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν μαθηματικά ή μηχανικά από
αυτούς που τα καταλαβαίνουν, παρόλ' αυτά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι οι
γενικές αρχές της σωματικής φύσης και της ίδιας της μηχανικής είναι περισσότερο
μεταφυσικές παρά γεωμετρικές (...) ". σ85