ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΓΧΑΟΥΕΡ (1788-1860)

 

 

<•> Για το φιλοσοφικό έργο του Άρθουρ Σοπεγχάουερ θα σχηματιστεί μια μεγάλη περίληψη και θα παρουσιαστεί μελλοντικά με ένα ξεχωριστό βιβλίο, μαζί με σχόλια και κριτική σκέψη.

Όταν κάποιος διαβάσει τις θεωρίες και τις σκέψεις που έχω διατυπώσει σε μεγάλο αριθμό σελίδων και εξακολουθώ ν' αναπτύσσω, είναι απίθανο να σκεφτεί ότι η μεγαλύτερη επιρροή στη σκέψη μου προκλήθηκε κάποτε (1985) από τη μελέτη του φιλοσοφικού έργου του Σοπεγχάουερ. Μερικοί μου είπαν ότι έχω διαβάσει βιβλία από στοχαστές τους οποίους αγνοούσα ή άλλα ονόματα, των οποίων τα έργα δεν ήταν καθοριστικά για το μακρο­χρόνιο σχηματισμό της δικής μου κοσμο­θεωρίας. Το πέρασμα στην περιοχή της σύγχρονης φυσικής, μέσα από τη φιλο­σοφική θεωρία για ένα πλήρες Σύμπαν (που σχετικά ανα­δημιουργείται από τις διακυμάνσεις του κενού χώρου), έτσι όπως διατυπώνεται τα τελευταία χρόνια (2008 και μετά), δεν θυμίζει καθόλου την παλαιότερη φιλοσοφία. Μόνο οι αναφορές μου σε παλαιότερες φιλο­σοφικές σκέψεις και σε ονόματα φανερώνουν την πιο στενή σχέση μου με τη παραδοσιακή φιλο­σοφία. Και όμως, οι θεμελιώδεις και κατευ­θυντήριες σκέψεις γρήγορα σχηματί­στηκαν σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και όλα ξεκίνησαν με τη μελέτη του βασικού έργου του Σοπεγ­χάουερ. Και παρά το μεγάλο θαυμασμό μου, τη μεγάλη επιρροή του έργου του στην απρο­ετοίμαστη σκέψη μου και την αδυναμία τότε να το καταλάβω, από την αρχή σχημάτισα διαφορετικές απόψεις και διαφώνησα με κεντρικές απόψεις του. Όπως λ.χ. στο ζήτημα της δυνατότητας να γνωρίσουμε τα πράγματα καθαυτά (με το διαχωρισμό τον οποίο είχε κάνει ο Καντ). Σχεδόν αμέσως διαφώνησα και με την άποψη, ότι μπορούμε ν΄ απο­δώσουμε στην ουσία του κόσμου ένα ψυχικό γνώρισμα όπως είναι η βούληση, χωρίς το αντίστοιχο γνώρισμα για τη νόηση. Στην πρώτη προσπάθεια ν' αναπτύξω ενιαία όλες τις απόψεις μου και για να ξεκινήσω μία φιλο­σοφική πραγματεία είχα δώσει τον τίτλο «Η Νόηση και η Βούληση του Σύμπαντος», τον οποίο διατήρησα για πολλούς μήνες στα διάφορα τετράδια. Με αυτό τον τίτλο έδειχνα τη βασική διαφορά της ανώριμης κοσμο­θεώρησής μου από εκείνην την αξεπέραστη του Σοπεγχάουερ, αλλά και μία στενή σχέση τους. Εκείνα τα χρόνια, μόλις είχα ξεκινήσει ν' αναπτύσσω χαλαρά τις σκέψεις μου για όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα, χωρίς να τα καταφέρνω, ενώ δεν μπορούσα ούτε να εκφραστώ ώριμα. Γι' αυτό μου άρεσε και επιθυμούσα να αναπτύσσω τις απόψεις μου παράλληλα με την παρουσίαση του φιλοσοφικού έργου του Σοπεγχάουερ και να κάνω πολλά σχόλια με αφορμή τις ιδέες εκείνου. Είναι διδακτικό να διηγηθώ πώς διαμορ­φώθηκαν οι απόψεις μου γύρω από πολλά φιλοσοφικά ζητήματα, από το ξεκίνημα έτσι όπως έγινε τότε, μέχρι σήμερα δυόμιση δεκαετίες μετά. Θα χρειαστεί μεγάλος αριθμός σελίδων και είναι στους στόχους μου να το κάνω μ' ένα ξεχωριστό βιβλίο.


Η πρώτη επαφή με τη φιλοσοφία του Σοπεγχάουερ.

Εκείνα τα χρόνια, η θεωρητική απαισιοδοξία με έκανε να αισθάνομαι δικαιο­λογημένος για την αντι­δραστική και αναρ­χική συμπεριφορά μου και με παρα­κινούσε να συμμετέχω σε αναρ­χικές και αντι­δραστικές εκδη­λώσεις (...) Έτσι ήταν εκείνα τα νεανικά χρόνια, όταν άλλοι νέοι είχαν ομαλή ζωή με μαθητική συνέπεια, με κυνήγι γυναικών και χρήματος και προς το τέλος αυτής της απαισιό­δοξης περιόδου έτυχε να βρω ένα βιβλίο στην πιο προ­ετοιμασμένη στιγμή. Στην εγκυκλο­παίδεια του σπιτιού (Η Δομή), το μάτι μου έπεσε επάνω σ' ένα όνομα. Έγραφε «Άρθουρ Σοπενχάουερ» και όταν το διάβασα, μόνο με το όνομα ένιωσα παράξενα. Η προφορά του ονόματός του ήταν για μένα επιβλητική. Κάτω από την προσωπο­γραφία του έγραφε τα εξής λόγια: «Η φιλοσοφία του Σοπεγχάουερ αποτελεί την ανώτερη έκφραση του παράλογου και της απαισιοδοξίας στη δυτική σκέψη». Όταν τα διάβασα δεν μπορούσα να τα καταλάβω καλά και φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιος συγγραφέας, ο οποίος θα μιλούσε απλά για την άσχημη πλευρά της ζωής και για το θάνατο, όπως μιλούσα κι εγώ. Ένιωσα σα να είχα βρει έναν ισχυρό σύμμαχο. Τότε αποφάσισα να ψάξω να βρω κάποιο βιβλίο του για να γνωρίσω τον Φιλόσοφο και τη σκέψη του.

Γνώριζα ένα μικρό βιβλιοπωλείο μετα­χειρισμένων στο πολυ­σύχναστο Μονα­στηράκι, το οποίο βρισκόταν κοντά στα καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών, στα οποία συνήθιζα να πηγαίνω. Μία συνηθισμένη μέρα, πήγα εκεί για να ψάξω τυχαία για οποιοδήποτε βιβλίο θα μ' ενδιέφερε. Όταν μπήκα μέσα, σ' ένα λεπτό είχα βρει το κυριότερο βιβλίο του Σοπεγχάουερ με τον ακατάληπτο τίτλο, τότε για μένα «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παρά­σταση». Ήταν τοπο­θετημένο σε τέτοιο μέρος κοντά στην είσοδο σα να ήταν προ­ορισμένο για μένα. Αν δεν είχα διαβάσει στην εγκυ­κλοπαίδεια του σπιτιού εκείνες τις λίγες σειρές, δεν θα είχα προσέξει και δεν θα είχα πάρει το βιβλίο του. Όταν είδα τ' όνομά του επάνω στο βιβλίο μέσα στο παλαιο­πωλείο, αμέσως το θυμήθηκα. Όταν έριξα μία ματιά μέσα και στον πίνακα περι­εχομένων δεν κατάλαβα πολλά και μου προξένησε ακόμα πιο μεγάλη εντύπωση. Ένιωσα σα να διάβαζα ένα βιβλίο, το οποίο δεν γράφτηκε από άνθρωπο, όχι γιατί ήταν αυτού του μέγα φιλοσόφου, αλλά γιατί ήταν πολύ δυσνόητο για το ακαλ­λιέργητο μυαλό μου. Ακόμα και η όψη του παλαιού βιβλίου με προκαλούσε περισσότερο να το διαβάσω. Ήταν χοντρό και φαινόταν πολυ­διαβασμένο, διότι τα φύλλα του ήταν ελατ­τωματικά κομ­μένα και προσαρ­μοσμένα. Κανένα χρώμα, ούτε καμία εικόνα δεν είχε το βιβλίο, εκτός από το κιτρινωπό των σελίδων και τα τυπωμένα μαύρα γράμματα ομοιό­μορφα σε όλες τις σελίδες. Όλα αυτά τότε τα ένιωσα ασυνήθιστα. Από αυτό το βιβλίο ανακάλυψα τη φιλοσοφία και τον πιο επιθυμητό τρόπο να εκφράζομαι. Ένας Έλληνας στη χώρα με το γνωστό ένδοξο πολιτισμικό παρελθόν και αγνοούσε τα έργα των ηχηρότερων ονομάτων της παγκόσμιας φιλο­λογίας. Δεν τον είχαν προσελκύσει οι τόσοι πολλοί σπουδαίοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, δεν παρα­κινήθηκε στη φιλο­σοφία από εκείνους, ούτε από κανένα άλλο βιβλίο. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω!

(...) 

Μερικά αποσπάσματα από το κύριο φιλοσοφικό έργο

"Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση"

(μετάφραση Αχιλλέα Α. Βαγενά)

 

« Πρώτα, η φιλοσοφία μας φαίνεται ένα τέρας με πολλά κεφάλια, που το καθένα μιλάει μια διαφορετική γλώσσα». 125

« Η αντίφαση του υποκειμένου με το αντικείμενο οδηγεί στο ν' αναζητήσουμε τη στενή ουσία του κόσμου σαν πράγμα καθ' εαυτό, όχι πια στο ένα απ' τα δύο άκρα της παράστασης, αλλά σ' ένα στοιχείο που διαφέρει από κάθε σημείο και δεν πλήττεται απ' αυτή την αρχική και ριζική αντίφαση, όσο και άλυτη ». (52)

« Κατά συνέπεια, η αιτιολογική εξήγηση ολόκληρης της φύσης δεν θα ήταν ποτέ παρά μια καταγραφή μυστηριωδών δυνάμεων, μια ακριβής απόδειξη των νόμων που ρυθμίζουν τα φαινόμενα μέσα στο χρόνο και το χώρο, δια μέσου των εξελίξεών τους. Αλλά η εσωτερική φύση των δυνάμεων που αποδείχτηκαν έτσι, θά­πρεπρε να μένει πάντοτε άγνωστη, γιατί ο νόμος στον οποίο υπακούει η επιστήμη δεν οδηγεί εκεί, και έτσι θάπρεπε να σταθεί στα φαινόμενα και στη διαδοχή τους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συγκρίνουμε την επιστήμη μ' ένα μαρμάρινο όγκο, όπου πολυ­άριθμες φλέβες διατρέχουν οι μεν πλάι στις δε, αλλά που δεν βλέπουμε την εσωτερική πορεία αυτών των φλεβών ως την αντίθετη επιφάνεια ». 128,129

« Θέλουμε να μάθουμε τη σημασία αυτών των παραστάσεων. Ρωτάμε αν ο κόσμος δεν τις ξεπερνά, που στην περίπτωση θάπρεπε να παρουσιάζονται σε μας σαν ένα μάταιο όνειρο, ή σαν μια νεφελώδης μορφή, παρόμοια μ' εκείνη των φαντασμάτων. Έτσι δεν θα ήταν άξια να τραβήξει την προσοχή μας. Ή, αντίθετα, δεν είναι κάτι άλλο από παράσταση, κάτι το περισσότερο' και τότε τι είναι; Είναι προφανές ότι αυτό το κάτι πρέπει να είναι ολότελα διαφορετικό απ' την παράσταση, απ' τη φύση της, και ότι οι μορφές και οι νόμοι της παράστασης πρέπει να του είναι ολότελα ξένες. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε απ' την παράσταση, για να φτάσουμε ως αυτό, με τον μίτο αυτών των νόμων, που δεν είναι παρά ο δεσμός του αντικειμένου, της παράστασης, δηλαδή εκδηλώσεις της αρχής του λόγου. (...)

Στην πραγματικότητα θα ήταν αδύνατο να βρούμε την αναζητούμενη σημασία αυτού του κόσμου, που μου φαίνεται σαν παράστασή μου, ή μάλλον το πέρασμα απ' αυτόν τον κόσμο, σαν απλή παράσταση του γνωρίζοντος υποκειμένου, σ' αυτό που μπορεί να είναι έξω απ' την παράσταση, αν ο φιλόσοφος ο ίδιος δεν ήταν τίποτε περισσότερο απ' το καθαρό γνωρίζων υποκείμενο (ένα αγγελικό κεφάλι με φτερά, χωρίς σώμα). Αλλά, στην πραγματικότητα, έχει τη ρίζα του μέσα στον κόσμο: σαν άτομο, αποτελεί μέρος του' μόνο η γνώση του καθιστά δυνατή την παράσταση ολόκληρου του κόσμου' αλλά αυτή η γνώση η ίδια έχει σαν αναγκαία κατάσταση την ύπαρξη ενός σώματος, του οποίου οι αλλαγές είναι, το έχουμε δει, η αφετηρία για την εναίσθηση αυτού του κόσμου. Για το καθαρό γνωρίζων υποκείμενο, το σώμα αυτό είναι μια παράσταση σαν μια οποιαδήποτε άλλη, ένα αντικείμενο σαν τ' άλλα αντικείμενα. Οι κινήσεις του, οι πράξεις του δεν είναι τίποτε περισσότερο απέναντί του απ' τις αλλαγές των άλλων αισθητών αντικειμένων. Θα του ήταν επίσης ξένες και ακατανόητες, αν κάποτε η σημασία τους δεν του αποκαλυπτόταν κατά έναν τρόπο ολότελα ειδικό. Θάβλεπε τις πράξεις του ν' ακολουθούν τις αιτίες που επέρχονται με την κανονικότητα των φυσικών νόμων, όπως οι αλλαγές των άλλων αντικειμένων ακολουθούν αιτίες, παρορμήσεις, προφάσεις. (...) Η εσωτερική φύση αυτών των εκδηλώσεων και πράξεων του σώματός του θα του ήταν ακατανόητη: θα την ονόμαζε όπως θα του άρεσε, δύναμη, ιδιότητα ή χαρακτήρα, και δεν θάξερε τίποτε περισσότερο γι' αυτό. Αλλά δεν είναι έτσι. Πέρα από κει, το άτομο είναι ταυτόχρονα το υποκείμενο της γνώσης, και βρίσκει εκεί τη λέξη του αινίγματος: η λέξη αυτή είναι Βούληση. Αυτό, μόνον αυτό του δίνει το κλειδί της καθαρής φαινομενικής ύπαρξής του, του αποκαλύπτει τη σημασία, του δείχνει την εσωτερική δύναμη που κάνει την ύπαρξή του, τις πράξεις του, την κίνησή του. Το υποκείμενο της γνώσης, δια μέσου της ταυτότητας με το σώμα, γίνεται ένα άτομο. Από κει και πέρα το σώμα αυτό του δίδεται κατά δύο ολότελα διαφορετικούς τρόπους: απ' το ένα μέρος σαν παράσταση μέσα στη φαινομενική γνώση, σαν αντικείμενο ανάμεσα σ' άλλα αντικείμενα και σαν υποταγμένα στους νόμους του. Κι απ' το άλλο μέρος, ταυτόχρονα, σαν αυτή την άμεση αρχή, τη γνωστή στον καθένα, που προσδιορίζει η λέξη Βούληση ».129-131

« Τα γνωστά μόνον αντικείμενα σαν παράσταση, απ' το άτομο, είναι, όπως το δικό μου σώμα, φαινόμενα βούλησης; Να το αρνηθεί κανείς, να η απάντηση του θεωρητικού εγωισμού, που θεωρεί όλα τα φαινόμενα, εκτός από το ίδιο του το άτομο, σαν φαντάσματα, όπως επίσης ο πρακτικός εγωισμός, που, στην εφαρμογή, δε βλέπει και δε μετα­χειρίζεται σαν μια πραγματικότητα παρά μόνο το πρόσωπό του, και όλα τ' άλλα σαν φαντάσματα ». 136

« Αν θέλουμε ν' αποδώσουμε τη μεγαλύτερη πραγματικότητα στον κόσμο των σωμάτων, που βλέπουμε άμεσα, στην παράστασή μας, θα δώσουμε αυτή που έχει στα μάτια του καθένα, το δικό μας σώμα: γιατί είναι για όλο τον κόσμο ό,τι υπάρχει το περισσότερο πραγματικό. Αλλά αν αναλύσουμε την πραγματικότητα αυτού του σώματος κι αυτών των πράξεων, δε βρίσκουμε σ' αυτό, εκτός που είναι η παράστασή μας-, παρά τούτο: να μάθουμε ότι είναι η βούλησή μας. Από κει απορρέει όλη η πραγματικότητά του. Δε μπορούμε κατά συνέπεια, να βρούμε άλλη πραγματικότητα για να θέσουμε μέσα στον κόσμο των σωμάτων. Αν πρέπει να είναι κάτι περισσότερο απ' την παράστασή μας θα πρέπει να πούμε πως έξω απ' την παράσταση, δηλαδή μέσα του και απ' τη φύση του, πρέπει να είναι αυτό που βρίσκουμε άμεσα μέσα μας με το όνομα βούληση ». 138

« Εκτός απ' το σώμα μου δεν ξέρω παρά μόνο απ' τις όψεις των αντικειμένων, την παράσταση. Η εσωτερική φύση τους μένει για μένα ένα βαθύ μυστήριο ακόμα και όταν ξέρω όλες τις αιτίες που προσδιορίζουν τις αλλαγές τους ». 162

«Φαινόμενο» σημαίνει παράσταση, και τίποτε περισσότερο' και κάθε παράσταση, κάθε αντικείμενο είναι φαινόμενο. Το πράγμα καθεαυτό είναι μοναδικά η βούληση. Κάτ' απ' αυτό τον τίτλο, τούτη δεν είναι καθόλου παράσταση, διαφέρει απ' αυτήν TOTO­GENERE. Η παράσταση, το αντικείμενο, είναι το φαινόμενο, η ορατότητα, η αντκει­μενικότητα της βούλησης. Η βούληση είναι η εσωτερική ουσία, ο πυρήνας κάθε ιδιαίτερου πράγματος, όπως του συνόλου. Είναι αυτή που εκδηλώνεται μέσα στην τυφλή φυσική δύναμη, ξαναβρίσκεται στη λελογισμένη συμπεριφορά του ανθρώπου. Αν και τα δύο διαφέρουν τόσο βαθιά, είναι σε βαθμό και όχι σε φύση ». 143

« Η λέξη όμως βούληση προσδιορίζει αυτό που πρέπει να μας αποκαλύψει, σαν μια λέξη μαγική, την ουσία κάθε πράγματος μέσα στη φύση, και όχι ενός αγνώστου, ή το απροσδιόριστο συμπέρασμα ενός συλλογισμού. Είναι κάτι το άμεσα γνωστό, και γνωστό κατά τέτοιον τρόπο, που ξέρουμε και κατα­λαβαίνουμε καλύτερα, αυτό που είναι η βούληση ». 145

« Η βούληση, σαν πράγμα καθεαυτό, είναι απόλυτα διαφορετική απ' το φαινόμενό της και ανεξάρτητη απ' όλες τις φαινομενικές μορφές στις οποίες μπαίνει για να εκδηλωθεί, και που, κατά συνέπεια, δεν αφορούν παρά την αντικει­μενικότητά της και της είναι ξένες σ' αυτή την ίδια ». 146

« Είναι μεγάλο λάθος, αλλά λάθος πολύ διαδεδομένο, το να λέμε πως είναι τα πιο συχνά φαινόμενα, τα πιο γενικά και τα πιο απλά, που ξέρουμε καλύτερα. Στην πραγμα­τικότητα, είναι τα φαινόμενα που είμαστε περισσότερο συνηθισμένοι να βλέπουμε και ν' αγνοούμε. Μια πέτρα που πέφτει είναι ένα γεγονός τόσο ανεξήγητο για μας όσο ένα ζώο που κινείται ». 161

« Αν λοιπόν αυτό το πράγμα καθεαυτό, όπως πιστεύω ότι το έχω επαρκώς αποδείξει, είναι η βούληση, είναι έξω απ' το χρόνο και το χώρο, σαν τέτοιο και χωρισμένο απ' το φαινόμενό του. Δεν γνωρίζει την πολλαπλότητά του, είναι κατά συνέπεια ένα (...) Εκδηλώνεται τόσο σε μια βελανιδιά όσο και σ' ένα εκατομμύριο βαλα­νιδιές. Η πολλαπλότητά της μέσα στο χρόνο και στο χώρο δεν έχει καμιάν έννοια σε σχέση προς αυτήν (...) Γι' αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι εάν, ένα μόνον ον έστω και το πιο κατώτερο, εκμηδενιζόταν ολότελα, ολόκληρος ο κόσμος θα έπρεπε να εξαφανισθεί ». 165

« Αλλά πρέπει να διακρίνουμε αν αυτή η ποικιλία των φαινομένων έχει την πηγή της στην ποικιλία των δυνάμεων, ή απλώς σ' εκείνη των περιστάσεων με τις οποίες εκδηλώνεται η δύναμη. Πρέπει επίσης να προσέξουμε και να πάρουμε για την εκδήλωση των διαφόρων δυνάμεων αυτό που δεν είναι παρά η εκδήλωση σε διαφορετικές περιστάσεις, μιας και της ίδιας δύναμης, και να πάρουμε επίσης για την εκδήλωση μιας και της ίδιας δύναμης δυνάμεις διαφορετικές. Εδώ είναι η άμεση περιοχή της κρίσης, και γι' αυτό λίγοι άνθρωποι είναι, στη φυσική, ικανοί να διευρύνουν τον ορίζοντα. Αλλά, για τα πειράματα, ο καθένας μπορεί ν' αυξήσει τον αριθμό. Η οκνηρία και η αμάθεια φέρνουν στο να προστρέχουν πολύ νωρίς σε δυνάμεις πρωτόγονες. Αυτό είναι που φαίνεται, με μια υπερβολή που μοιάζει με ειρωνεία, στις ουσίες και οντότητες της σχολαστικής ». 179

« Για να αναπληρώσουμε μία φυσική εξήγηση, δεν πρέπει να προστρέξουμε περισσότερο στην αντι­κειμενο­ποίηση της βούλησης ή στη δημιουργική δύναμη του Θεού. Η φυσική απαιτεί αιτίες, και η βούληση δεν είναι παρά μια αιτία... Εκείνο που είναι καθ' εαυτό βούληση εμφανίζεται σαν παράσταση, δηλαδή σαν φαινόμενο ». 179

« Τέλος, εκεί όπου η βούληση έφτασε στον ανώτατο βαθμό αντικειμενο­ποίησης, η γνώση για την οποία τα ζώα είναι ικανά δεν αρκεί πια, -γνώση που οφείλουν στη νόηση, στην οποία οι αισθήσεις δίνουν τα δεδομένα τους, και που είναι κατά συνέπεια μια απλή εναίσθηση, ολόκληρη στραμμένη προς το παρόν. Ο άνθρωπος, αυτό το πολύπλοκο πλάσμα, πολλαπλός στην όψη, πλαστικός, υπερβολικά γεμάτος από ανάγκες, και εκτεθειμένος σε αναρίθμητες βλάβες, έπρεπε, για να μπορεί ν' αντισταθεί, να είναι φωτισμένος από μια διπλή γνώση: στην απλή εναίσθηση θα έπρεπε νάρθει να προστεθεί μια δύναμη ανώτερη απ' την εναισθητική γνώση, μια αντανάκλαση αυτής, με μια λέξη ο λόγος, η ιδιότητα να δημιουργεί αντιλήψεις*. Μ' αυτήν παρουσιάζεται η σκέψη, που αγκαλιάζει την όραση του μέλλοντος και του παρελθόντος, και, εν συνεχεία, τη σκέψη, την προφύλαξη, την ιδιότητα του προβλέπειν, του συμπε­ριφέρεσθαι ανεξάρτητα απ' το παρόν, τέλος η πλήρης και ολόκληρη συνείδηση των αποφάσεων της βούλησης, σαν τέτοιας. (...) Με την έλευση του λόγου, αυτή η ασφάλεια, αυτό το αλάθητο (που, στο άλλο άκρο, στην ανόργανη φύση, εμφανίζεται μ' ένα χαρακτήρα αυστηρής κανονικότητας) εξαφανίζεται σχεδόν ολοκλη­ρωτικά. Το ένστικτο εξαφανίζεται ολότελα' η περίσκεψη δημιουργεί το δισταγμό και την αβεβαιότητα: το λάθος αποβαίνει δυνατό, και, σε πολλές περι­πτώσεις, εμποδίζει την ολοκλη­ρωτική αντικειμενο­ποίηση της βούλησης με πράξεις ». 194

« Μελετήσαμε τη μεγάλη ποσότητα και την ποικιλία των φαινομένων μέσα στα οποία η βούληση αντι­κειμενο­ποιείται. Είδαμε επίσης την αιώνια και αμείλικτη πάλη τους. Ωστόσο, στη συνέχεια των σκέψεων που παρουσιάσαμε ως εδώ, διαπι­στώσαμε ότι η ίδια η βούληση, σαν πράγμα καθεαυτό, δεν είναι καθόλου εμπερι­πλεγμένη μέσα στην πολλαπλότητά τους και στην ποικιλία τους. Η ποικιλία των ιδεών (πλατωνικών), δηλαδή οι βαθμοί αντικειμενοποίησης, το πλήθος των ατόμων μέσα στα οποία καθεμιά απ' αυτές εκδηλώνεται, η πάλη των μορφών της ύλης, όλ' αυτά δεν αφορούν τη βούληση, και δεν είναι παρά ένας τρόπος, με τον οποίο αντι­κειμενο­ποιείται, και δεν έχει, κατά συνέπεια, παρά μια έμμεση σχέση μ' αυτήν ». 195-6

« Όλα τα μέρη της φύσης συναντιούνται, γιατί είναι μια μόνη βούληση που εκδηλώνεται σ' όλα αυτά και η συνέχεια του χρόνου είναι εντελώς ξένη απ' την αρχική της αντι­κειμενικότητα, απ' τη μόνη που είναι πλήρης, θέλω να πω στις Ιδέες. Σήμερα τα είδη δεν έχουν πια να γεννηθούν, αλλά μόνο να υπάρχουν, δια­πιστώνουμε ακόμα εδώ και κει αυτή την πρόβλεψη της φύσης που εκτείνεται ως το μέλλον και που κάνει αφαίρεση του χρόνου. Είναι μια προσαρμογή αυτού που υπάρχει τώρα μ' εκείνο που πρόκειται νάρθει ». 205

« Η βούληση καθεαυτήν δεν έχει σκοπό, γιατί δεν έχει αιτία: η αρχή της αιτιότητας δεν ισχύει παρά μόνο για τα φαινόμενα ». 207

« Η αρμονία δεν εκτείνεται παρά μέσα στα όρια όπου ο αγώνας αυτός είναι απαραίτητος για την ύπαρξη και για τη συντήρηση του κόσμου και των πλασμάτων, που, χωρίς την αρμονία, θα είχαν ήδη χαθεί από καιρό. Να γιατί αυτή η αρμονία, περιορίζεται στην εξασφάλιση της διατήρησης και των γενικών συνθηκών της ύπαρξης στο είδος, όχι στο άτομο. Αν λοιπόν, χάρη στην αρμονία και στην προσαρμογή, τα είδη μέσα στον οργανικό κόσμο, οι γενικές δυνάμεις της φύσης μέσα στον ανόργανο κόσμο, συνυπάρχουν με τα άλλα και μάλιστα βοηθιούνται, αντίθετα η εσωτερική πάλη της βούλησης που αντικειμενο­ποιείται σ' όλες αυτές τις ιδέες, εκφράζεται στον πόλεμο μέχρι θανάτου, -πόλεμο χωρίς ανακωχή-, που κάνουν τ' άτομα αυτών των ειδών και στην αιώνια και αμοιβαία σύγκρουση των φαινομένων των φυσικών δυνάμεων. Έχουμε άλλωστε δείξει το σημείο αυτό. Το θέατρο και το κατάθεμα αυτού του αγώνα, είναι η ύλη της οποίας διαφιλονικούν την κατάκτηση' είναι ο χρόνος και ο χώρος, που, ενωμένοι μέσα στη μορφή και στην αιτιότητα, συνιστούν αυτή την ύλη ». 207

«Για να το κόψουμε μια και καλή, αρκεί αυτή η παρατήρηση, ότι το παρελθόν, κατά τη στιγμή που μιλάω, αποτελεί ήδη μια ολόκληρη αιωνιότητα, έναν άπειρον διαρ­ρεύσαντα χρόνο, όπου κάθε τι που μπορεί και οφείλει να υπάρχει θα έπρεπε να έχει ήδη βρει θέση». 347

«Η θρέψη δεν είναι παρά μια βραδεία γέννηση, η γέννηση που μια θρέψη υψωμένη σε μια ανώτερη δύναμη, και η ηδονή που τη συνοδεύει, μια έξαρση της ευημερίας που προξενεί η ζωή. Απ' το άλλο μέρος, οι εκκρίσεις, οι απώλειες ουσίας που γίνονται με την αναπνοή κλπ., δεν είναι παρά ένα υπο­κοριστικό του θανάτου, συσχετικό της γέννησης». 352

«η ανθρώπινη ωραιότητα ξεπερνά κάθε άλλη...». 266

«θα ήμασταν τρελοί αν υπολογίζαμε στα συστήματά μας της ηθικής για να κάνουμε ανθρώπους ενάρετους και ευγενείς, άγιους: όχι λιγότερο τρελοί να υπολογίζουμε στην αισθητική για να δημι­ουργήσουμε ποιητές, γλύτπτες και μουσικούς». 344

«όταν πεθαίνει ένα άτομο, η φύση στο σύνολό της, δεν είναι πιο άρρωστη ». 350

(...) δεν βρίσκουμε μικρότερη την ανοησία, να ευχόμαστε την αιωνιότητα της ατονικής ύπαρξής μας, ενώ πρέπει να συνεχίζεται από άλλα άτομα... δεν μας φαίνεται λιγότερο παράλογο να ταριχεύουμε τα πτώματα... ». 352

«Διατηρούμε τη ζωή μας, παίρνοντας ενδιαφέρον γι' αυτήν, φροντίζοντάς την, όσο μπορεί να διαρκέσει: όταν φυσούμε μια σαπουνόφουσκα, βάζουμε σ' αυτό όλο το χρόνο και τις αναγκαίες φροντίδες' ωστόσο θα σκάσει, το ξέρουμε καλά». 397

«Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις πραγματοποιήσεις τους κυλάει όλη η ανθρώπινη ζωή. Η επιθυμία, απ' τη φύση της, είναι πόνος' η ικανοποίηση γεννά πολύ γρήγορα τον κορεσμό: ο σκοπός ήταν χιμαιρικός: η κατάκτησή της αφαιρεί το θέλγητρό της' η επιθυμία αναγεννιέται κάτω από μια καινούρια μορφή και μαζί μ' αυτή η ανάγκη». 400

«Οι αδιάκοπες προσπάθειες του ανθρώπου, για να διώξει τον πόνο, δεν καταλήγουν παρά μόνο στο να τον κάνει ν' αλλάξει όψη. Στην αρχή είναι στέρηση, ανάγκη, φροντίδα για τη διατήρηση της ζωής. Κατορθώνετε (σκληρή προσπάθεια!) να διώξετε τον πόνο κάτω απ' αυτή τη μορφή, ξανάρχεται κάτω από χίλιες άλλες όψεις, αλλάζοντας με την ηλικία και τις περιστάσεις: γίνεται σαρκική επιθυμία, σφοδρός έρωτας, ζήλεια, μίσος, ανησυχία, φιλοδοξία, φιλαρ­γυρία, αρρώστια, και τόσα άλλα κακά, τόσα άλλα! » 401

«Μάταια σκαρώνει θεούς (ο άνθρωπος), για να τους παρακαλεί να του δώσουν αγαθά που μόνον η ενέργεια της βούλησής του μπορεί να του τα προμηθέψει». 415

«Μας είναι αδύνατο να μη θεωρήσουμε κάθε πόνο, τόσο αυτόν που δοκιμάζουμε βαθιά, όσο κι εκείνον που μας είναι ξένος, σαν μια πορεία προς την αρετή και την αγιότητα' αντίθετα τις απολαύσεις και τις κοσμικές ηδονές, σαν ικανές να μας εκτρέψουν απ' αυτόν». 508

 


Μερικά αποσπάσματα από άλλες εκδόσεις

Συγγραφείς και Ύφος

 

«Το δυσκολονόητο συγγενεύει πολύ με τον βαρύ στην σκέψη και περικλείει πάντα με τη μεγαλύτερη πιθανότητα πιο πολύ μυστικισμό παρά βαθύτητα σκέψης» 45

«Το να καταφεύγει κανείς σε πολλές λέξεις για να εκφράσει λίγες ιδέες, είναι πάντα το αλάθευτο δείγμα της μετριότητας. Τα έξοχα πνεύματα, αντίθετα, περι­κλείουν πολλές ιδέες μέσα σε λίγες λέξεις» 46

«Η ανθρώπινη λέξη είναι η διαρκέστερη ύλη» 71

«Για να διαβάσει κανείς το καλό, υπάρχει ένας όρος, κι αυτός είναι το να μη διαβάζει το κακό. Γιατί η ζωή είναι μικρή και ο χρόνος καθώς και οι δυνάμεις πολύ περιο­ρισμένες» 96

«Το να ζητεί κανείς να συγκρατήσει το κάθε τι που διάβασε είναι σαν να ζητεί να διατηρήσει μέσα του όλα όσα έφαγε» 103

«Μπροστά σ' αυτή την σπουδαία παιδεία εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους σοφό, λέγω καμιά φορά στον εαυτό μου: "ω! πόσο λίγο θα πρέπει να σκέφθηκαν, αφού μπόρεσαν να διαβάσουν τόσα πολλά» 108

«Γιατί μόνο εκείνος μπορεί να είναι άξιος να λέγεται μεγαλοευφυής, που παίρνει το μεγάλο, το ουσιαστικό και το γενικό σαν θέμα στις εγασίες του, και όχι αυτός που περνάει την ζωή του στο να ερμηνεύει μια ειδική σχέση που έχουν τα πράγματα μεταξύ τους» 117

«Όταν η αλήθεια μιλάει με το στόμα των πραγμάτων, δεν χρειάζεται να της δανείσουν τη βοήθεια των λέξεων» 156

«Η αλήθεια η οποία μαθαίνεται απλώς, κυλά πάνω μας σαν μέλος τεχνητό, σαν ψεύτικο δόντι, σαν κερένια μύτη, ή το πολύ σαν πλαστική μύτη από ξένη σάρκα. Αλλά η αλήθεια που κατέκτησε το ίδιο το δικό μας σκέπτεσθαι είναι ίδια μ' ένα φυσικό μέρος και αυτή μόνο μας ανήκει πραγματικά» 163

«Πολλά βιβλία χρησιμεύουν μόνο στο να υποδείξουν πόσοι πολλοί σφαλεροί δρόμοι υπάρχουν, και πόσο μπορεί θαυμάσια να παραπλανηθεί κανείς αν τους ακολουθήσει» 161

«Το να διαβάζει κανείς είναι σαν να σκέπτεται με την διάνοια των άλλων αντί της δικής του» 163

«Όχι πιο πολύ απ' το διάβασμα, η απλή πείρα δεν μπορεί ν' αναπληρώσει την σκέψη. Η καθαρή εμπειρία είναι σε σχέση μ' αυτήν, ό,τι είναι η τροφή για την πέψη και την αφομοίωση. Όταν ισχυρίζονται ότι μόνο απ' αυτήν και απ' τις ανακαλύψεις της προόδευσε η ανθρώπινη γνώση, είναι σάμπως το στόμα να καυχιέται ότι μπορεί να συγκρατήσει αυτό μόνο του την ύπαρξη του σώματος» 167

 


 

«Τα υλιστικά ή τα σκεπτικιστικά συστήματα, έτσι στερημένα που είναι απ' το δόλωμα της αθανασίας, δε θ' ασκήσουν ποτέ μια επίδραση γενική και σταθερή» (168, Γκοβόστη, Σκέψεις και απο­σπάσματα)

« Η ανθρωπότητα μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα κοπάδι, που παίζει ήσυχο στο λιβάδι, ενώ ο χασάπης διαλέγει με το μάτι μέσα απ’ το κοπάδι τα ζωντανά που θα σφάξει. Τις μέρες της ευτυχίας μας, εμείς ούτε υποπτευόμαστε καν ποια συμφορά κείνη την ίδια ώρα μας ετοιμάζει η τύχη –αρρώστεια, καταδίωξη, καταστροφή, ακρω­τηριασμό, τύφλωση, τρέλλα, θάνατο, ή ό,τι άλλο» (20, Γκοβόστη, Σκέψεις και απο­σπάσματα)

« Αν η ζωή μας ήταν απεριόριστη και κυλούσε αμέριμνη δίχως οδύνες, κανένας άνθρωπος δε θάβαζε στο νου του ποτέ να προβάλει στον εαυτό του το ερώτημα: γιατί υπάρχει ο κόσμος και μάλιστα είναι όπως είναι. Όλα θα του ήταν αυτονόητα» (167, Γκοβόστη, Σκέψεις και αποσπάσματα)

 

<•> ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΙΘΜΟ ΣΕΛΙΔΩΝ >>>

 

 

 πουλιά πετούν

 

Go to Top