Από το βιβλίο "Η Θεολογία της Επιστήμης"
Η ύπαρξη του Θεού, με την πιο αφηρημένη έννοιά
του, αποδεικνύεται και η ποιότητά του προσεγγίζεται θεωρητικά από τη στιγμή,
που αποδεικνύεται η αυτοτέλεια της πραγματικότητας. Κάτι το οποίο μπορούμε να
πούμε πως έχει γίνει με αρκετή συνέπεια και ευστοχία στο έργο του Baruch de Spinoza, στη
Θεολογία, που περιέχει το φιλοσοφικό έργο του «ΗΘΙΚΗ»*. Εκεί, ο Θεός
συνταυτίστηκε με την ίδια την πραγματικότητα (με τη Φύση), αποδείχθηκε η αυτοτέλειά του, οι
δυνατότητες της ζωής εξηγήθηκαν ενιαία με την προϋπάρχουσα τέλεια γνώση του
και με τη γνωστική δραστηριότητα των μερών και τα ξεχωριστά πράγματα σαν
τρόποι ύπαρξης μίας και της ίδιας ουσίας.
Μπορούμε να ονομάσουμε το Σπινόζα πατέρα της
επιστημονικής Θεογνωσίας, όχι μόνο γιατί προσέγγισε στην έννοια του Θεού με
μεγάλη ευστοχία. Λίγο-πολύ, αυτή έχει γίνει από πολλούς άλλους φιλόσοφους.
Εκτός από τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις του, αυτός κατάλαβε τη
δυνατότητα να τον γνωρίσουμε και να τον αποδείξουμε όπως στα μαθηματικά.
Παρέθεσε με σαφήνεια λίγες απλές και αρχικές θέσεις, τις ανέλυσε με
προσδιορισμένο και άμεσο τρόπο από θέση σε θέση, συνέδεσε τις συνέπειές τους
και για την απόδειξη της κάθε μίας διατύπωσε συλλογισμούς βασισμένους στις
προηγούμενες θέσεις του, χρησιμοποιώντας πάντοτε λίγες και σταθερές έννοιες με
προσοχή. Γι’ αυτό όχι μόνο προσδιορίζει τις απόψεις του με
προσεκτικούς, λεπτομερείς και βάσιμους συλλογισμούς, αρχίζοντας άμεσα
και εύστοχα προς την αποτελεσματική κατεύθυνση, αλλά και αρκετά συχνά
αποτελούν κοσμολογικές και θεολογικές αλήθειες, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ή
την πρακτική σπουδαιότητά τους.
Μερικά παραδείγματα συνέπειας, τέλειας ευστοχίας
και ορθότητας θα βρούμε στα θεωρήματα 3, 15, 17, 18, 29, 34, 36 του πρώτου
μέρους, στα θεωρήματα 11, 12, 13, 15, 16, 46, στα πορίσματα του 11, 13, 49
του δεύτερου μέρους. Το πιο μεγάλο λάθος που θα βρούμε στη θεολογική και
κοσμολογική θεωρία του έργου του, το λάθος που επιτρέπει ορισμένες
παρεκτροπές και λάθη από την αρχή, βρίσκεται στη βασική έννοιά του για τη
φύση. Η φύση δεν ορίζεται καθαρά σαν σταθεροποιημένη ποιότητα στο σύνολό της
και με όρια στις εξελίξεις, ούτε σαν μια κοινή πραγματικότητα που γίνεται
σχετικά έμμεσα, σαν αποσυνθεμένη και επανα-προσδιορισμένη μέσα στο χρόνο,
έτσι όπως υποστήριξαν ο Εριγένης, ο Σέλλιγκ, ο Χέγκελ και άλλοι παλαιότεροι
φιλόσοφοι. Με τις ορθολογικές σκέψεις του προσπαθεί να εξηγήσει τις
εξελίξεις στην εξωτερική πραγματικότητα και να συμβιβάσει τη θεωρία με την
εμπειρία. Δεν εστιάζει σε φαινόμενα ισορροπίας, σταθερότητας, μονιμότητας
και διατήρησης της ουσίας, σε σκέψεις για ένα κόσμο πάντοτε ίδιο ή σε αιώνια
πρότυπα που επιβάλλονται στη κινητική φύση. Δεν χρησιμοποιεί τέτοιες
έννοιες σαν θεμελιώδεις για να αποσαφηνίσει την αφηρημένη του έννοια για την
ουσία και αφήνει έξω από τη θεωρία του και απαρατήρητα ένα πλήθος φυσικών
φαινομένων. Οι τρόποι της κοινής ουσίας όλων των πραγμάτων δεν είναι στοιχεία
στην ποιότητα της ουσίας και τα πράγματα υπάρχουν ως τρόποι μιας ουσίας,
αλλά ξεχωρίζουν από αυτή, χωρίς να συμμετέχουν στη διατήρηση εκείνης. Τα
πράγματα δεν είναι μέρη της αυτο-προσδιορισμένης ύπαρξης του Σύμπαντος,
χωρίς τα οποία αυτό δεν θα υπήρχε. Αντιθέτως, τα πράγματα είναι εξαρτημένα
από την παγκόσμια ουσία και το Θεό και το είναι τους καθορίζεται από το Θεό
σαν εξωτερική τους αιτία. Τα ίδια δεν είναι καθόλου αιτίες στο δικό τους
είναι και για την ύπαρξή τους. Περιέχονται όλα μέσα στη φύση και στο Θεό,
γίνονται σαν αποτελέσματά τους, αλλά αυτά δεν είναι ο Θεός και η αυτοτελής
φύση, άποψη όπως σχηματίζεται αμέσως από την αρχική παρατήρηση των πραγμάτων
σαν ξεχωριστών και εξωτερικών μεταξύ τους.
Στη Σπινοζική
Θεολογία, ο Θεός νοείται σαν άμεση κοινή πραγματικότητα με δυνατότητες
ανεξάρτητα από τα έμμεσα πράγματα. Υπάρχει σαν πρώτη αιτία, με την οποία
συνδέονται εκ των υστέρων και προσδιορίζονται σταθερά ατελείωτα αποτελέσματα
με ατελείωτους εξωτερικούς τρόπους. Η δραστηριότητά του είναι διαφορετική
από την ποιότητα ή την ουσία των πραγμάτων. Συνεπώς για εκείνον, τα πράγματα
δεν είναι μερικές αυτο-προσδιοριζόμενες αιτίες, δηλαδή με δική τους δράση
και αυτορύθμιση, αν και ταυτόχρονα του ίδιου του Θεού σχετικά εκ των
υστέρων. Η αιτιολόγηση όσων γίνονται εκ των υστέρων (της εμμεσότητας) μόνο
με μία εκ των προτέρων κοινή και σταθερή αιτία, έχει αυτήν την αρνητική
συνέπεια: ότι όλα γίνονται μόνο σταθερά προσδιορισμένα (αναγκαία και
μηχανιστικά), μόνο από την πρώτη αιτία και πως εκ των υστέρων τίποτε δεν
είναι αιτία, αν δεν προσδιοριστεί να γίνει από μία άλλη εξωτερική και έτσι
ατελείωτα και χωρίς τελικό αποτέλεσμα. Τέτοιες
παρεκτροπές του Σπινόζα βρίσκουμε λ.χ. στους ορισμούς III και VI, στα
θεωρήματα 16, 26, 27, 28, 33 και στα πορίσματα 1, 3 του θεωρήματος 16.
Το πλεονέκτημα της διάνοιας να επηρεάζει, να
καθορίζει ή να ρυθμίζει τη δραστηριότητά της, όμως με έλλειψη και
αβεβαιότητα στη γνώση της, προτρέπει (ή παρακινεί) τη διάνοια σε εξωτερικές
δράσεις (δηλαδή σε σκέψεις για τα αισθητά πράγματα και σε αντίστοιχες
βιολογικές κινήσεις). Αυτό το γνωστικό πλεονέκτημά της ονομάζεται ειδικότερα
«ένστικτο», «προδιάθεση», «επιθυμία» και «θέληση». Η θέληση, όπως και η
διάθεση, είναι άμεσα στοιχεία στην εσω-διανοητική ποιότητα και όχι
ξεχωριστές ιδιότητες της ψυχής. Στην ουσία είναι η ίδια η διάνοια που
αυτοπροσδιορίζεται με γνώση και εκτιμήσεις για τις διάφορες δυνατότητές της,
για τις ελλείψεις της και τους επηρεασμούς της μέσα στον κόσμο. Ανάλογα με
τον τρόπο επηρεασμού της, καθορίζεται η διάθεσή της και η σκέψη, με την
οποία αυτή στοχεύει να δράσει και να επιβεβαιωθεί. Γι’ αυτό δεν υπάρχει
θέληση και ψυχική διάθεση χωρίς αντιλήψεις, εννοήσεις και ευρύτερα
πληροφορίες και όλες οι δυνατότητες του εσωτερικού κόσμου είναι
παρατηρήσεις, εκτιμήσεις και σκέψεις. Η αμέσως παραπάνω θέση, την οποία
εξηγούμε συνοπτικά εδώ, για το Σπινόζα ήταν ένα αξίωμα (το τρίτο στο 2ο
μέρος).
Ο Σπινόζα στην ηθική θεωρία του, αν και αβάσιμα,
είχε προσεγγίσει απίστευτα στην πραγματική σχέση της εσωτερικότητας με τη
διανοητικότητα και με την κοινή ουσία των πραγμάτων. Με τη σχέση αυτή εξήγησε
ενιαία όλες τις άλλες εσωτερικές δυνατότητες της ζωής και ειδικότερα του
ανθρώπινου εσωτερικού κόσμου. Δεν τις εξήγησε με αναιτιολόγητες «σκοτεινές»
ιδιότητες ή με φανταστικές ουσίες, ούτε σα να υπήρχαν ανεξάρτητα από
επηρεασμούς. Στοχάστηκε για την ύπαρξη της ζωής θεωρώντας την μέσα στην ίδια
πραγματικότητα, όπως τα απλούστερα πράγματα. Διαθέσεις και δυνατότητες του
εσωτερικού κόσμου, οι οποίες ακόμα αποδίδονται, από ειδικούς και μη, σε
αναιτιολόγητες ιδιότητες και θεωρούνται διαφορετικές ως προς την αρχή και την
ουσία τους, για το Σπινόζα ήταν αξίωμα η διανοητική αρχή τους.
Προσέχοντας την ηθική θεωρία του από τη σκοπιά
της θεωρίας για ένα πλήρες και σταθερό Σύμπαν το οποίο αναδημιουργείται σαν
έμμεσο και εξωτερικό, διαπιστώνουμε ότι αυτός έχει ανακαλύψει και
διατυπώσει με τέλεια ευστοχία πολλές βασικές κοσμολογικές θέσεις για την ουσία
και τις δυνατότητες του εσωτερικού κόσμου. Κάποτε θα πρέπει να τις
συμπεριλάβουμε σε μια εξελιγμένη επιστημονική ηθικολογία και να τις
υπολογίσουμε στις βασικές ηθικολογικές και κοσμολογικές συνέπειες.
Στο θεώρημα 11 του δεύτερου μέρους της ΗΘΙΚΗΣ και
στα αμέσως επόμενα (12 και 13) γράφει με τους δικούς του όρους πως το είναι
του εσωτερικού κόσμου (της ψυχής) είναι η έννοια και ότι αυτή αναλογεί στην
υλική μορφή του εαυτού μας. Αλλά ο Σπινόζα δεν είχε εξηγήσει την ύπαρξη της
ύλης και τη σχέση της με τη Συμπαντική μορφή και με την εσωτερικότητα. Με
συνέπεια να μη θεωρεί ταυτόσημα τα πράγματα με τις έννοιες και να τα θεωρεί με
κάποιον έμμεσο τρόπο ενωμένα και σε αντιστοιχία. (Βλέπε στο δεύτερος μέρος
ορισμούς I και III, τα πρώτα δυο θεωρήματα, το έβδομο, το δεύτερο θεώρημα στο
τρίτο μέρος, το σχόλιό του και στο τέλος του σχολίου μετά από το θεώρημα 59
του τρίτου μέρους).
Στο πόρισμα του θεωρήματος 11 γράφει ότι ο
εσωτερικός κόσμος είναι μέρος της άπειρης διάνοιας του Θεού και ότι όσα
αντιλαμβανόμαστε βρίσκονται εμμέσως στο Θεό σαν έννοιές του και αντιστρόφως,
όταν αυτός εννοεί, τότε εμείς αντιλαμβανόμαστε ως ένα μέρος.
Στο πρώτο αξίωμα πριν από το θεώρημα 14, ότι όλοι
οι τρόποι που επηρεάζεται ένα πράγμα από ένα άλλο, εξαρτώνται από την ποιότητα
αυτού του πράγματος και ταυτόχρονα από εκείνο, το οποίο επιδρά. Ότι ένα και το
ίδιο επηρεάζεται με διαφορετικούς τρόπους και αντιστρόφως διάφορα πράγματα
επηρεάζονται με διαφορετικούς τρόπους από ένα και το ίδιο.
Στο θεώρημα 14, ότι είναι δυνατό ν’
αντιλαμβανόμαστε τόσα πολλά πράγματα, όσο περισσότεροι είναι οι τρόποι, με
τους οποίους είναι δυνατό να επηρεαστεί η υλική μορφή μας.
Στο 15, ότι η έννοια που αποτελεί ο ανθρώπινος
εσωτερικός κόσμος είναι πολυσύνθετη.
Στο 16, ότι η έννοια ενός επηρεασμού της υλικής
μορφής μας δείχνει στοιχεία από αυτήν την υλική μορφή και ταυτόχρονα από την
ποιότητα του εξωτερικού πράγματος.
Στο 24, η έννοια για την υλική μορφή δεν περιέχει
όλη τη γνώση των μερών της, γιατί τα μέρη της δεν είναι μέρη της, παρά μόνο
όταν αλληλεπιδρούν με ορισμένους τρόπους (!). Σε αυτό το θεώρημα ο Σπινόζα
πλησίασε πολύ στην έννοια της χρονικής εμμεσότητας, με την οποία
δημιουργούνται (από υλικούς φορείς) τα πράγματα σαν εξωτερικά μέρη.
Στο 49, ότι η θέληση και η νόηση είναι ένα και το
ίδιο πράγμα.
Στο 51 του τρίτου μέρους, ότι η διάθεση σε
διάφορους ανθρώπους μπορεί να επηρεαστεί με διαφορετικούς τρόπους από ένα και
το ίδιο πράγμα, όπως ενός ανθρώπου, και σε διαφορετικές στιγμές.
Στο 56, ότι υπάρχουν τόσα είδη χαράς, λύπης,
επιθυμίας και παραλλαγές τους, όσα είναι τα είδη των πραγμάτων που μας
επηρεάζουν.
Στο 57, ότι η διάθεση (ή ο επηρεασμός) ενός
εσωτερικού κόσμου δεν είναι ποτέ ακριβώς η ίδια με αυτήν του όποιου άλλου
(ανθρώπου και ζώου) όσο και η ποιότητα των εσωτερικών κόσμων τους. (Βλέπε και
το σχόλιό του).
Η ευστοχία πολλών βασικών διαπιστώσεων του
Σπινόζα δεν είναι τυχαία και δεν προϋποθέτει καμιά δυσύλληπτη βιολογική
θεωρία. Όταν ο εσωτερικός κόσμος θεωρηθεί ταυτόσημος με τη συνολική υλική
μορφή του (δηλ. ταυτόχρονα και σχετικά εξωτερικευμένος) ή σαν τέλεια
αντιστοιχία του, τότε πολλές από τις γενικές σχέσεις και εξηγήσεις που
διαπιστώνουμε στα εξωτερικά πράγματα μπορούν να «μεταφερθούν» στην εσωτερική
ποιότητα. Τότε δεν χρειάζεται να του αποδίδονται αβάσιμα γνωρίσματα, τα οποία
δεν μπορούν να υπάρχουν ούτε στην υλο-εξωτερική μορφή της πραγματικότητας.