Μία από τις πιο αξιόλογες απόψεις, για να υποστηριχθεί η ύπαρξη του Θεού, είναι να δειχθεί ένα γνώρισμα της ζωής στην ουσία των πραγμάτων ανεξάρτητα από την ποιότητα και τον τρόπο, με τον οποίο είναι. Οι φιλοσοφικές θεωρίες που προσδιορίζουν ένα τέτοιο γνώρισμα στην έννοια της ουσίας, όπως είναι η αντίληψη, η νόηση, η βούληση, το πνεύμα κ.ά. προσεγγίζουν σε μία αληθινή έννοια για την ποιότητά του, γιατί με αυτόν τον τρόπο θεοποιείται η άμεση πραγματικότητα. Υποθέστε ότι εξηγούμε το Σύμπαν με τους συνδυασμούς μερικών πρωταρχικών ουσιών, ότι μπορούμε να αιτιολογούμε την ύπαρξη κάθε αποτελέσματος σε κάθε στιγμή και σε κάθε θέση και ακόμα, ότι έχουμε τελειώσει την εξήγησή μας για το Συμπαντικό Είναι. Αυτές οι εξηγήσεις δε θα περιείχαν κάτι το ανεξήγητο; Τι θα ήταν εκείνα, τα οποία θα ονομάζαμε ουσίες και των οποίων θα γνωρίζαμε επαρκώς τις δυνατότητες;
Η ουσία των εξωτερικών ουσιών, η αδημιούργητη αρχή των πραγμάτων θα μας έμενε για πάντα άγνωστη, αν δεν ήταν άμεσα δοσμένη και τότε θα περιοριζόμασταν σε μία σχετική και ανθρωποκεντρική άποψη του χρόνου και του Σύμπαντος. Όμως, το ζήτημα για την ύπαρξη του Θεού είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα για την αρχή της ζωής (δηλ. η συνολική αμεσότητα με την αμεσότητα σαν μέρος στο χρόνο). Η εμβιότητα σαν έμμεσο αποτέλεσμα ενός υλικού συνδυασμού θα παρέμενε ανεξήγητη, όπως και η
έλλειψη εμβιότητας πριν από το συνδυασμό των ουσιών. Η έννοια της αμεσότητας θα ήταν αποκομμένη από αυτήν της εμβιότητας.
Με το θεωρητικό προσδιορισμό ενός είδους εμβιότητας στο είναι μίας τουλάχιστον βασικής ουσίας των πραγμάτων (πως αυτή είναι ορισμένα στοιχεία ή με δυνατότητες που υπάρχουν μόνο σε μία έμβια ποιότητα), η φιλοσοφική αναζήτηση μπορεί να προσανατολιστεί και η γενική εξήγηση της ύπαρξης της συνολικής πραγματικότητας να γίνει αυτοτελής. Μερικές από τις γνωστότερες φιλοσοφικές θεωρίες, στις οποίες η ουσία χρησιμοποιείται καθαρά με αυτήν την έννοια είναι του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.), του Τζ. Μπρούνο (1548-1600), του Σπινόζα
(1632- 1677), του Λάιμπνιτς (1646-1716), του Μπέρκλεϋ (1685-1753), του Χέγκελ (1770-1831), του Σέλλινγκ (1775-1854), του Σοπεγχάουερ (1788-1860),
του Έρνεστ Χαίκελ (1834-1919), του Έντουαρντ Χάρτμαν (1842-1906) και του πιο σύγχρονου Τέιλαρντ ντε Σαρντέν
(1881-1955).
Πρέπει να προσέξουμε πως σε μία φιλοσοφική θεωρία είναι δυνατό να υποστηρίζεται η ύπαρξη έμβιων ιδιοτήτων στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς αυτή να είναι πανθεϊστική. Όπως και αντιθέτως, ο Θεός να ταυτίζεται με το Σύμπαν ή να το περιέχει, χωρίς ωστόσο ν’ αντιτίθεται στη σύνδεσή του με μία άλλη τελείως διαφορετική πραγματικότητα ή στην ύπαρξη εξωτερικών υλικών στοιχείων. Η ύπαρξη ενός γνωρίσματος ζωής στην ουσία των πραγμάτων είναι δυνατό να υποστηρίζεται σε μία άθεη θεώρηση (π.χ. Σοπεγχάουερ, Χάρτμαν), όπως σ’ εκείνη που λέγεται πανθεϊστική (π.χ.
Σπινόζα, Χέγκελ, Σέλλινγκ) και όπως σε μία μη πανθεϊστική (π.χ. Λάιμπνιτς, Μπέρκλεϋ, Σαρντέν). Να
τονιστεί, η δυνατότητα της ανθρώπινης σκέψης, να "συναρμολογεί" απόψεις και να τις συνδέει με
μια λογική συνέπεια και με τα μεγάλα κενά της γνώσης που διατυπώνεται συνήθως μια φιλοσοφική
θεωρία. Έτσι, θα φανταστούμε και θα προβλέψουμε, ότι μπορεί να σχηματιστεί μια φιλοσοφική θεωρία
με απόκλιση από τους συνήθεις θεωρητικούς διαχωρισμούς σε σχολές ή κατευθύνσεις και με
οποιοδήποτε συνδυασμό απόψεων, που θα μας δυσκολέψει να την τοποθετήσουμε σε μια ιστορική σειρά
ή σε μια ομάδα φιλοσοφιών που δίνουν στα δικά μας ζητήματα τις ίδιες λύσεις.
Η ύπαρξη του Θεού, με την πιο αφηρημένη έννοιά του, αποδεικνύεται και η ποιότητά του προσεγγίζεται θεωρητικά από τη στιγμή, που αποδεικνύεται η αυτοτέλεια της πραγματικότητας. Κάτι το οποίο μπορούμε να πούμε πως έχει γίνει με αρκετή συνέπεια και ευστοχία στο έργο του
Spinoza, στη
Θεολογία, που περιέχει το φιλοσοφικό έργο του «ΗΘΙΚΗ». Εκεί, ο Θεός
συνταυτίστηκε με την ίδια την πραγματικότητα, αποδείχθηκε η αυτοτέλειά του, οι
δυνατότητες της ζωής εξηγήθηκαν ενιαία με την προϋπάρχουσα τέλεια γνώση του
και με τη γνωστική δραστηριότητα των μερών και τα ξεχωριστά πράγματα σαν
τρόποι ύπαρξης μίας και της ίδιας ουσίας.
Μπορούμε να ονομάσουμε το Σπινόζα πατέρα της επιστημονικής Θεογνωσίας, όχι μόνο γιατί προσέγγισε στην έννοια του Θεού με μεγάλη ευστοχία. Λίγο-πολύ, αυτή έχει γίνει από πολλούς άλλους φιλόσοφους. Εκτός από τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις του, αυτός κατάλαβε τη δυνατότητα να τον γνωρίσουμε και να τον αποδείξουμε όπως στα μαθηματικά. Παρέθεσε με σαφήνεια λίγες απλές και αρχικές θέσεις, τις ανέλυσε με προσδιορισμένο και άμεσο τρόπο από θέση σε θέση, συνέδεσε τις συνέπειές τους και για την απόδειξη της κάθε μίας διατύπωσε συλλογισμούς βασισμένους
στις προηγούμενες θέσεις του, χρησιμοποιώντας πάντοτε λίγες και σταθερές έννοιες με προσοχή. Γι’ αυτό όχι μόνο προσδιορίζει τις απόψεις του με προσεκτικούς, λεπτομερείς και βάσιμους συλλογισμούς, αρχίζοντας άμεσα και εύστοχα προς την αποτελεσματική κατεύθυνση, αλλά και αρκετά συχνά αποτελούν κοσμολογικές και θεολογικές αλήθειες, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ή την πρακτική σπουδαιότητά τους.
|