Η αδυνατότητα ν’ αντιληφθεί κάποιος το λεγόμενο Θεό, όχι μόνο δεν είναι αντίθετη προς μία δυνατή απόδειξη της ύπαρξής του αλλά αντιθέτως, είναι μία γενική συνέπεια της ποιότητάς του, η οποία εξηγείται από την αμεσότητά του. Παρόμοια όπως γίνεται για άλλα πράγματα που δεν μπορούμε ν’ αντιληφθούμε. Θα ήταν αντίθετο με την έννοια της συνολικής και κοινής πραγματικότητας, όπως και με την έννοια της έννοιας, να μπορεί να γίνει αντιληπτή. Η αντίληψη προϋποθέτει αλληλεπιδράσεις και εκείνες την αλλαγή και τη μερικότητα. Η κοινή και αδιαφοροποίητη αρχή, με την
οποία διαμορφώνονται οι ποιότητες όλων των λεγόμενων πραγμάτων, δεν μπορεί να γίνει (άμεσα) αντιληπτή, παρά μόνο να τη διανοηθούμε και να τη συμπεράνουμε λογικά. Δεν είναι κανένα πράγμα σαν ξεχωριστό μέρος, όπως η έννοια δεν είναι μία από τις πολλές αντιλήψεις, στις οποίες αντιστοιχεί. Είναι η σταθερή μορφή με όλους τους δυνατούς τρόπους, η οποία περιέχει τις μικρότερες στιγμές της σαν ύλη, σαν φορείς για την αλληλενέργεια σε ευρύτερες στιγμές και τη διαμόρφωση ποιοτήτων περιορισμένων μέσα στο χρόνο και στο χώρο.
Επομένως, με την υπόθεση και μόνο ότι το Σύμπαν είναι μία ποιότητα άμεσα αυτο-προσδιορισμένη στα όρια μίας ευρύτερης στιγμής και ότι η αφηρημένη αμεσότητά του είναι στην ουσία μία ποιότητα αυτοεννόησης (ή αυτογνωσίας), γίνεται αμέσως φανερό πως η ύπαρξη της ζωής δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε ν’ αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού, όταν αιτιολογούμε τις δυνατότητες και τις σχέσεις των μερών με άλλα εξωτερικά πράγματα.
Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και η διανοητική αρχή της ζωής ή της εσωτερικότητας για την εμπειρική επιστήμη θα είναι η ταυτότητα του χρόνου με το χώρο και η αφηρημένη σταθερότητα του Σύμπαντος, δηλαδή η ανούσια αμεσότητα.
Ο Θεός είναι η άμεση κοινή πραγματικότητα και συνεπώς όχι άσχετος ή ξεχωριστός από τα αντιληπτά μέρη της μέσα στο σχετικό εξωτερικό χρόνο. Από τη σύλληψη της έννοιας για μία συνολική πραγματικότητα μέσα στα όρια μίας ευρύτερης στιγμής και από την ταύτιση της πραγματικότητας με τον τελειωμένο Χρόνο μπορούν και αρχίζουν γενικοί συλλογισμοί, προσδιορισμένοι με παραγωγικό και αναλυτικό τρόπο. Έτσι βρίσκονται σχέσεις ανάμεσα στις γενικές έννοιες, οι οποίες δεν έχουν διαπιστωθεί στην εμπειρία μας ή που δεν έχουν μεταφερθεί άμεσα από εκείνην. Οι ίδιες
αυτές σχέσεις είναι δυνατό να διαπιστώνονται πρώτα στην εμπειρία ή σε περιορισμένο αριθμό πραγμάτων και από εκεί να μας κατευθύνουν στους ίδιους γενικούς συλλογισμούς.
Οι εμπειρικές διαπιστώσεις των κοινών και των σταθερών στοιχείων στα πράγματα και της
περιοδικότητας πολλών φαινομένων· οι διάφορες περιπτώσεις της συνέχειας, της σταθερότητας, του επαναπροσδιορισμού, της ενότητας στην ύπαρξη και στην εξέλιξή τους·
τα όρια στη διάδοση, στην ποσότητα και στους τρόπους, με τους οποίους γίνονται ορισμένα κοινά φαινόμενα· η ίδια η ύπαρξη σχέσεων αναλογίας και
ποσότητας στα πράγματα, η οποία δίνει τη δυνατότητα υπολογισμών, επαναπροσδιορισμών, επαλήθευσης και δημιουργικής δραστηριότητας· η άμεση και η
έμμεση συντελεστικότητα όλων των μερών ως την τελευταία λεπτομέρεια για το σύνολο του χρόνου και του χώρου· η σχετικότητα των διαφορών των πραγμάτων, η οποία προέρχεται από τη μερικότητά τους και όχι από την ουσία τους. Όλα αυτά είναι μερικές γενικότατες και αφηρημένες διαπιστώσεις, που περιγράφονται, καθορίζονται, αναλύονται, διαχωρίζονται, επεξηγούνται λεπτομερώς και ανακαλύπτονται σε διαφορετικές περιπτώσεις με την εξέλιξη των φυσικών επιστημών και έτσι
αναδεικνύουν από την εμπειρία την αυτοτέλεια, τη σταθερότητα και τη διανοητικότητα του λεγόμενου Σύμπαντος. Όμως, για να γίνει αυτή η τελευταία ανακάλυψη και η διαβεβαίωση χρειάζεται να συγκεντρωθεί αρκετή εμπειρία και θεωρία για τους τρόπους σύνδεσης των διαφόρων φαινομένων. Τότε
θα γίνει φανερό ότι, αν η Συμπαντική Ποιότητα ήταν ασταθής και όχι αυτο-προσδιορισμένη, θα ήταν αδύνατο να εξηγηθούν πολλές από τις εμπειρικές διαπιστώσεις (με τις οποίες θα έχουν συνδεθεί αναμφισβήτητες γνώσεις) και ότι, αντιθέτως, θα έπρεπε να αρνηθούν την επιστημονική αλήθεια.