Από το πολύ μακρινό παρελθόν η ύπαρξη του Θεού έχει υποστηριχθεί με πολλές απόψεις και από πολλές θέσεις, όπως και η ανυπαρξία του. Από ιστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως υπήρξαν άνθρωποι με ασυνήθιστες δυνατότητες, οι οποίοι με τα έργα και τη διδασκαλία τους έμοιαζαν σα να είχαν σταλθεί από έναν άλλο διαφορετικό κόσμο ή σαν να τους είχαν δοθεί αυτές οι δυνατότητες από μίαν «ανώτερη» ύπαρξη ή σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός παρουσιασμένος με υλική μορφή. Μερικοί από εκείνους υποστηρίζουν οι ίδιοι τη θεϊκή προέλευση και ιδιότητά τους ή αναγνωρίζονται σαν
τέτοιοι από τους άλλους. Ακόμα και σήμερα βρίσκουμε ανθρώπους να υποστηρίζουν πως είναι θεόσταλτοι, αν όχι θεοί, αλλά είναι πολύ δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να το αποδείξουν, γιατί μπορούμε να τους γνωρίσουμε από την πιο άμεση εμπειρία. Αντιθέτως, είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχθεί ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι παρανοϊκοί ή κανονικοί απατεώνες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται με αυτόν τον τρόπο την άγνοια και τη δυστυχία των άλλων, για να κερδίσουν χρήματα και να προβληθούν. Δε λείπουν εκείνοι που θα παρασυρθούν, που θα τους πιστέψουν και θα τους υποστηρίξουν, παρά το ότι έχουν προηγηθεί πολλοί
άλλοι.
Οι μεγάλες γνωστές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Μουσουλμανισμός, ο Βουδισμός, ο Ινδουϊσμός, ο Κομφουκιανισμός, όπως και μερικές άλλες μικρότερες, βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα, σε μαρτυρίες και σε διδασκαλίες φιλόσοφων και σπουδαίων ανθρώπων, που επηρέασαν την τότε κοινωνική πραγματικότητα και βρήκαν από τότε συνεχιστές. Οι διδασκαλίες τους διαδόθηκαν προφορικά, γράφτηκαν, μεταφράστηκαν, διορθώθηκαν, αναλύθηκαν, εξελίχθηκαν, επιβλήθηκαν, υποστηρίχθηκαν με τη συνεισφορά νεότερων στοχαστών και μαθητών και τα βιβλία που τις περιέχουν
θεωρούνται ιερά έως τώρα.
Μία πρώτη ανάγνωση των αρχαίων θρησκευτικών διδασκαλιών αρκεί, για να διαπιστώσουμε την ελάχιστη επιστημονική γνώση εκείνων των διδασκάλων και την παράδοση στην άγνοια με αντάλλαγμα την αυταπάτη της εξασφάλισης και της βοήθειας από μία φανταστική υπεράνθρωπη ύπαρξη. Ο λόγος τους περιστρέφεται υπερβολικά γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη και τις κοινωνικές σχέσεις, ενώ η επιστημονική γνώση είναι ανύπαρκτη. Αυτό δείχνει πως η ανάγκη για ειρηνική συμβίωση, δικαιοσύνη, προστασία και για τη διασφάλισή τους οδηγεί τους ανθρώπους να διατυπώνουν ηθικές εντολές και
κανόνες και για να έχουν ισχύ, επιστρατεύουν συγκινητικά και όμορφα λογοτεχνικά σχήματα, απειλές, υποσχέσεις για ανταμοιβές, προνοητικές απαντήσεις για τους αμφισβητίες και τους ανυπάκουους, μύθους, παραδείγματα, ακόμα και το ψέμα.
Οι θρησκείες επιτρέπουν την παρεξήγησή τους, την αμφισβήτησή τους, μας οδηγούν σε αναρίθμητες απορίες και να διανοηθούμε για υποθετικά και ανούσια ζητήματα, χωρίς να φθάνουμε ποτέ στο σκοπό μας. Όταν η πίστη μας βασίζεται σε γνώσεις αβάσιμες, αμφίβολες, ανακριβείς και ψεύτικες, τότε κινδυνεύουμε να τη χάσουμε, αν ανακαλύψουμε πως ανατρέπεται αυτός ο φαντασιόπληκτος τρόπος υποστήριξης. Αλλά, ο κίνδυνος να χάσουμε την πίστη μας υπάρχει για τον ίδιο λόγο, που οι θρησκείες τη δημιουργούν με την κατάχρηση του λόγου και με την έμμεση παραπλάνηση της
ανθρώπινης διάνοιας.
Παρά την αμφισβήτηση πολλών περιγραφών και γεγονότων που θεωρούνται ιστορικά, τη διαφωνία μας με πολλά βασικά σημεία της διδασκαλίας τους και τον παραλογισμό τους σε πολλές περιπτώσεις, θα είμαστε μονόπλευροι και άδικοι, αν δεν αναγνωρίσουμε τη θετική εσωτερική συνεισφορά τους, η οποία προέρχεται από το φιλοσοφικό τους προσανατολισμό και από τον προβληματισμό, που δημιουργούν γύρω από το υπαρξιακό μας
ζήτημα. Αν πάρουμε τις θρησκευτικές διδασκαλίες σαν μορφές της μυθολογικής φιλοσοφίας, σαν απόπειρες του εσωτερικού προσανατολισμού
της ζωής και σαν αντίδραση στον εξωτερικό και επιστημονικά περιορισμένο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, τότε θα αξίζουν περισσότερο την προσοχή μας και θα βρούμε έναν επαρκή λόγο για την προδρομική ύπαρξή τους.
|