Σελ. 1 από 10
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ
Πολλά από όσα πράττουμε καθημερινά βασίζονται σε γνώσεις, για τις οποίες
εμείς δεν έχουμε εξακριβώσει την αξιοπιστία τους και τα χρονικά όρια της ισχύος
τους. Ο τρόπος ζωής και η επιτέλεση κάποιων σκοπών μας δεν διευκολύνονται
πάντοτε από την πολλή αναζήτηση και οι διαθέσεις μας κυριαρχούν στη γνωστική μας
δραστηριότητα. Σε αυτή την περίπτωση, η χρησιμότητα της γνώσης προέχει από τη
θεωρητική βεβαιότητά μας. Διαφορετικά θα χρονοτριβούσαμε απεριόριστα και θα
ήμασταν διαρκώς μέσα στην αμφιβολία.
Αυτός είναι και ο συνηθισμένος αντίλογος, με τον
οποίο κάποιοι μπορούν να
δικαιολογήσουν τον εφησυχασμό τους και την αποστροφή τους για την εσωτερική
αναζήτηση και το διάβασμα. Έτσι λ.χ. για έναν άνθρωπο που λατρεύουμε, ρέπουμε να
αγνοήσουμε και να αμφισβητήσουμε όσα αρνητικά ακούσουμε γι’ αυτόν και να
διατηρήσουμε τη διαμορφωμένη βεβαιότητά μας. Όταν ο γιατρός μας πει τη διάγνωσή
του και τη θεραπευτική αγωγή, εμείς συνήθως θεωρούμε χρήσιμο να την
ακολουθήσουμε και όχι να ζητήσουμε αποδείξεις και αναλυτικές εξηγήσεις. Εάν
όμως χρειαστεί, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε την άποψη και άλλων
γιατρών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες δεν αναζητάμε την αξιοπιστία της γνώσης - για τον ένα ή για τον άλλο λόγο - και βασιζόμαστε χωρίς επαρκή γνώση, έχουμε την
άμεση ή αστόχαστη βεβαιότητα, την οποία ονομάζουμε πίστη ή εμπιστοσύνη. Όταν
αυτή η άμεση βεβαιότητά μας είναι για την ορθότητα της άποψης, τότε την πίστη τη
λέμε καλή, ενώ αντιθέτως τη λέμε κακοπιστία. Η πίστη (ή η βιαστική άποψη) μπορεί να αποδειχθεί
εύστοχη ή το αντίθετο και να κατευθύνει την επιστημονική γνώση. Ωστόσο δεν παύει
να είναι μια βιαστική βεβαιότητα, με ανεπαρκή γνώση και πολλές φορές από ασυνεπείς σκέψεις.
Η πίστη χωρίς όριο και αμφιβολία είναι αντίθετη προς την αναζήτηση
και την ερευνητική σκέψη και μάλλον επιφέρει σύγχυση. Αντιθέτως, η εξέλιξη της γνώσης και η αναζήτηση με σκοπό τη βεβαιότητα δημιουργούν τη βεβαιότητα μέσα από την εξακριβωμένη
πληροφορία, με γνώση και με λογική σκέψη. Περιορίζει ολοένα
περισσότερο το χώρο της πίστης και αφήνει εκτός πραγματικότητας όποιον δεν
μπορεί να ακολουθήσει τα βήματά της και επιμένει να διατηρεί μια αβάσιμη πίστη,
που η επιστήμη έχει δώσει τη θέση της σε μια γνώση με λογική βεβαιότητα. Η
αντίθεση της άκοπης, βεβιασμένης και πρόχειρης βεβαιότητας με τη φιλοσοφική και
επιστημονική αναζήτηση είναι καθαρή. Υπό αυτήν την έννοια, η μεγάλη μας
διαφορά με τη θρησκεία επικεντρώνεται στην παραπάνω γενική αντίθεση. Η ερευνητική σκέψη επιβάλλει να αμφισβητούμε, να απορρίπτουμε και να μην υπολογίζουμε τις απόψεις,
τις διαπιστώσεις και τις μυθοπλασίες και ευρύτερα τις πληροφορίες, οι οποίες ξεφεύγουν από τα όρια της
λογικής ή προσδιορισμένης βεβαιότητας (με γνώση) και να αμφιβάλλουμε πολύ περισσότερο όταν οι απόψεις έρχονται σε
σύγκρουση με την εμπειρία.