Π Ι Σ Ω

 

 

Σελ. 3 από 10

Η ΑΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

(Λίγες μαρτυρίες και προσωπικές εμπειρίες, ελλιπείς πληρο­φορίες, αναπάντητες απορίες, φαντα­στικά γεγονότα, απουσία επι­στημονικής γνώσης και κάθε εξήγησης, εστίαση της σκέψης σε προσδοκίες, κατάχρηση της λογικής και ερμηνείες, μυθο­πλασία, ψέματα)

 

 

Οι θρησκείες με την ανεπάρκεια και τη φαντασία τους επιτρέπουν την παρε­ξήγηση και την αμφισβήτησή τους. Μας οδηγούν σε αναρίθμητες απορίες και να δια­νοηθούμε  για  υποθετικά  και  ανούσια  ζητήματα,  να βασιστούμε σε σπάνιες μαρτυρίες, να διαφωνούμε για ζητήματα τα οποία δεν έχουν βέβαιη απάντηση και να συζητούμε άσκοπα. Μέχρι σήμερα πολλοί επιχείρησαν να αναλύσουν, να υπο­στηρίξουν, να αντλήσουν συμπεράσματα και να δώσουν κάποιες εξηγήσεις για να προσδώσουν περισσότερη αξιοπιστία στο δόγμα που αποδέχτηκαν και σαν αντα­πάντηση στους αμφισβητίες. Σε αυτή την προσπάθεια υπάρχει ο κίνδυνος της παρερ­μηνείας και της διαφωνίας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις η προσπάθεια είναι επι­τυχημένη και με αξιέπαινη λογική.* Ωστόσο είναι γελοίο και ανόητο να προσπαθούμε να σκεφτούμε με τους κανόνες της λογικής (λογική συνέπεια) και με τη νεότερη γνώση όπως σε μια επι­στημονική έρευνα για να καταλήξουμε καταχρηστικά, ότι τα θρη­σκευτικά κείμενα είναι αξιόπιστα ή θεόπνευστα και δίνουν όλες τις απαντήσεις! Όλες οι νεότερες ανα­καλύψεις χρησιμο­ποιούνται και τα επι­στημονικά βιβλία αντι­γράφονται για να ενισχυθεί μια εύκολη άπο­ψη, η οποία εκφράστηκε μέσα σε ένα μυθιστόρημα, όπως λ.χ. η άποψη ότι ο κόσμος έχει ένα Δημιουργό. Μετά, με ένα παράλογο άλμα συμ­περαίνουν, ότι και οι υπόλοιπες απόψεις του μυθι­στορήματος είναι επίσης σωστές. Τα πρόσωπα που στήριξαν, ανανέωσαν και επέκτειναν τις πρώτες σκέψεις ενός φιλο­σοφικού μυθι­στορήματος εμφανίζονται ότι είχαν σκεφτεί σωστά, ότι ήταν σοφοί άνθρωποι, θεοί, προφήτες, απόστολοι ή άγγελοι του θεού και ότι όσα έλεγαν ήταν μόνο η αλήθεια.

Πάντως, όταν η πίστη μας βασίζεται σε απόψεις αμφίβολες και ανακριβείς πληροφορίες, σε αβάσιμες απόψεις, σε λανθασμένα συμπεράσματα, σε ψέματα και σε φαντασιώσεις, τότε κινδυνεύουμε να τη χάσουμε, όταν ανακαλύψουμε πως αυτός ο φαντασιό­πληκτος τρόπος υποστήριξης ανατρέπεται. Αλλά, παραδόξως, ο κίνδυνος να χάσουμε την πίστη μας υπάρχει για τον ίδιο λόγο, που οι θρησκείες τη δημιουργούν με την κατάχρηση του λόγου και με την παρα­πλάνηση της ανθρώπινης διάνοιας.

 

Μήπως έχεις την εντύπωση, ότι με την πίστη στη θρησκεία σου, με τη λατρεία στο θεό της θρησκείας σου και με τις καλές πράξεις σου εξασφαλίζεις καλύτερο μέλλον στην επίγεια ζωή σου και ευνοϊκό­τερη τύχη; Δυστυχώς, η καθημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει ότι αυτό δεν συμβαίνει! Δυστυχώς, διότι θα γνωρίζαμε τον πιο βέβαιο τρόπο για να περάσουμε πιο όμορφα τη ζωή μας. Να είσαι έτοιμος να σε βρει χειρότερη τύχη από αυτή ενός κακούργου!

 

Δεν πρέπει να συγχέουμε την πίστη στο Θεό με την πίστη στην ύπαρξή του. Η πρώτη συνδέεται με έναν τρόπο ζωής καθορισμένο από τη διαρκή βεβαιότητα για την ύπαρξη του θεού, σε συμφωνία με τη θρησκευτική διδασκαλία ή με τη βεβαιότητα που έχει προέλθει από προσωπική εκτίμηση και σκέψη. Σε μερικές περι­πτώσεις που κάποιος απορρίπτει  την ύπαρξη του Θεού, ασυναίσθητα του  "απλώνει το χέρι" χωρίς να το αντιλαμβάνεται.  Αυτό μπορεί να συμβαίνει, όταν ανα­γνωρίζουμε έμπρακτα τη δική μας αδυναμία και μικρότητα, με την αποκόλ­λησή μας από όσα πράγματα και προσωρινές καταστάσεις μας εξαντλούν τη σκέψη και τη ζωή, με την προσπάθεια να σκεφτούμε αμερόληπτα και με την απαλλαγή από τον εγωκεντρικό τρόπο ζωής. Αντιθέτως, μπορούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει ο Θεός –είναι το πιο συνηθισμένο- χωρίς αυτό να επηρεάζει σε τίποτε τη ζωή μας, χωρίς να το θυμόμαστε και ενώ συμ­περι­φερόμαστε τελείως αντίθετα σαν να μην υπάρχει ο Θεός ή σαν να ήταν όλος ο κόσμος δημιουργημένος αποκλειστικά για εμάς.

 

 Οι θρησκείες επιχειρούν κατά κάποιον τρόπο φιλοσοφικό να δώσουν προσωρινές απαντήσεις στις μεγάλες απορίες του ανθρώπου για το νόημα της Ζωής και του Σύμπαντος και να ρυθμίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά κατά τρόπο, που εξυπηρετεί την ειρηνική συμβίωση και την ψυχολογική ασφάλεια. Η θρησκεία είναι το υπο­κατάστατο του σχετικού τέλους των Επιστημών και της Φιλοσοφίας. Δηλαδή είναι η βεβιασμένη, χωρίς γνώση και αβάσιμη λύση των γενικότερων κοσμο­λογικών προβλημάτων και ασυνεπώς των ηθικο­λογικών, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα πρώτα. Με τη θρησκεία πραγματο­ποιείται άμεσα  -θα λέγαμε και παράλογα-  η λογική επιθυμία πολλών ανθρώπων να ζήσουν προσα­νατολι­σμένοι, ν’ αξιοποιήσουν την ύπαρξή τους και να την προστατέψουν, ασχέτως αν τελικά αυτό δεν γίνεται στην πραγματικότητα ή όπως και όσο θα έπρεπε.

 

Το πλεονέκτημα των θρησκειών, που τις κάνει να βρίσκουν μεγάλη απήχηση σε αντίθεση με τη Φιλοσοφία  είναι η απλοϊκότητα τους. Είναι η Φιλοσοφία για επι­πόλαιους και για όσους δεν θέλουν να σπαζο­κεφαλιάσουν. Υπάρχει και το συναι­σθηματικό δέσιμο με τις εμπειρίες από τις διάφορες θρησκευτικές και εορταστικές εκδηλώσεις. Η ισχυρή  επιθυμία για την καλύτερη αξιοποίηση της  ζωής από τη μια πλευρά και από τη άλλη, η μυθι­στορηματική τους μορφή δημιουργεί την ισχυρή θρησκευτική πίστη, που παρασύρει και «τυφλώνει» την ορθολογική διάνοια. Όμως, η ανεπαρκής και περι­στασιακή διαμόρφωση των κοσμο­λογικών και ηθικολογικών απόψεων, με φαντασία και με κατάχρηση του λόγου, με λογοτεχνική μορφή και με προσωπικές εμπειρίες και η σύνδεση της θρησκευτικής διδασκαλίας με την παράδοση και με τα γεγονότα, ήταν λογικό να μην επιτρέψουν τη διαμόρφωση μιας σταθερής και κοινής για όλους θρησκείας. Ενώ αντιθέτως, ήταν λογικό η θρησκευτική διδασκαλία να προσαρμοστεί για σκοπούς άσχετους προς την ουσία της και να χρησιμοποιηθεί ως πνευματικό μέσο εκμετάλλευσης.

Έτσι, σε αντίθεση με την επιστημονική προσέγγιση του κόσμου και σε αντίθεση με τη φιλοσοφική εφαρμογή της λογικής σκέψης,  η θρησκευτική διδασκαλία θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη. Μπορούν να διαμορ­φωθούν άπειρες άλλες θρησκείες αφού μπορούν να γραφτούν άπειρα μυθι­στορήματα και να διαφημιστούν με αυτό τον σκοπό. Οι σκέψεις και οι απόψεις που οι θρησκευτικές γραφές περιέχουν διάσπαρτα, ημιτελώς και αξεχώριστα από τα λογοτεχνικά σχήματα δεν χρειάζονται ιδιαίτερη νοητική προσπάθεια για να αμφι­σβητηθούν, να απορριφθούν και για να φανεί η ανεπάρκειά τους.  Η εμφάνιση μίας νέας θρησκευτικής διδασκαλίας με το ίδιο μείγμα φιλοσοφικών σκέψεων μέσα σε μορφή μυθι­στορήματος, επίσης αμφι­σβητεί την αξιοπιστία των άλλων θρησκειών και αναδεικνύει τα ελαττώματά τους.

Έτσι, λ.χ. στη Χριστιανική θρησκεία, ο ιδρυτής Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συγχρόνως είναι ο Θεός ενσαρκωμένος ή ο Υιός του Θεού, έχει υπερ­φυσικές ικανότητες και αυτός τοποθετείται στο κέντρο της διδασκαλίας με έναν ρόλο που ξεπερνάει αυτόν του προφήτη, του κορυφαίου δάσκαλου και του ιδρυτή της θρησκείας. Στην άποψη αυτή της Χριστιανικής διδασκαλίας απαντά προκλητικά και πιο έξυπνα η άλλη διαδεδομένη θρησκεία του Μουσουλμανισμού, από την οποία λείπει σχεδόν πλήρως η φιλοσοφική νοημοσύνη. Ο Αλλάχ είναι ο ένας μοναδικός και αιώνιος Θεός, δίπλα στον οποίο δεν υπάρχει κανένας άλλος θεός. Ο Αλλάχ δεν έχει "σύντροφο", ούτε "παιδιά" και ο ιδρυτής της θρησκείας Μωάμεθ (570 ~ 632 μ.Χ.) είναι μόνο ένας θνητός προφήτης, αν και εμφανίζεται με μερικές υπερφυσικές ικανότητες (που εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολο να αποκλειστούν τέτοιες ικανότητες σε έναν άνθρωπο). Στις θρησκείες του Χριστιανισμού και του Μουσουλ­μανισμού, ο Θεός είναι διαχωρισμένος από τον κόσμο, υπερφυσικός, δεν μπορεί να γίνει καθόλου γνωστός με την ανθρώπινη σκέψη εδώ στη Γη, είναι ο δημιουργός του κόσμου από το μηδέν,  και η δύναμή του είναι απεριόριστη που ξεπερνάει την πιο τρελή φαντασία.

γιόγκιΑντίθετα, από αυτές τις θεολογικές απόψεις των δύο πιο δια­δεδομένων θρησκειών, στα πιο αρχαία κείμενα του Ινδο­υισμού/­Βραχμανισμού βρίσκουμε πιο έξυπνες σκέψεις και απαντήσεις. Στα αρχαία αυτά κείμενα (με φιλο­σοφικές σκέψεις και ποίηση που ξεκίνησε μερικές χιλιετίες πριν από την έλευση του Ιησού Χριστού και του Μωάμεθ), ο κόσμος νοείται χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος αλλά σε ακατάπαυστη (και διαδοχική) ανανέωση. Πίσω από την ορατή ποικιλία των φαινομένων και των σωμάτων υπάρχει ένα παγκόσμιο πνεύμα ή μια κοινή αόρατη ουσία με γνωρίσματα Θεού. Στον Ινδουισμό/­Βραχμανισμό, ο Θεός δεν είναι διαχωρισμένος από τον κόσμο και η σύνδεση του με τη ζωή μας είναι πιο στενή και όχι τόσο υπερφυσική, όπως θα πρέπει να τη φανταστούμε για έναν Θεό πιο "απο­μακρυσμένο" από τον κόσμο και ως Δημιουργό. Γι' αυτό στις περιοχές που αυτή η θρησκεία έχει διαδοθεί έχουν αναπτυχθεί πολλές θρησκευτικές διδασκαλίες για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό, να τον αισθανθούμε ή να τον ανα­γνωρίσουμε βιωματικά, εδώ στη γήινη πραγματι­κότητα.

Με λίγα λόγια (και είναι ένα από τα διδάγματα της ιστορίας), όταν εκστομίζουμε μια άποψη χωρίς να την έχουμε επεξεργαστεί, χωρίς να την έχουμε συνδέσει με φαινόμενα και παρατηρήσεις, χωρίς να την θεμε­λιώσουμε και να βγάλουμε όλες τις συνέπειές της, έτσι περίπου όπως έχει συμβεί ιστορικά στις πιο διαδεδομένες θρησκείες, τότε εύκολα μπορεί οποιο­σδήποτε να ξεχωρίσει τις ελλείψεις, τα αδιέξοδα, τα λάθη, τη φαντασία και τις υπερβολές. Οποιοσδήποτε μπορεί να εκφράσει τις δικές του θεολογικές και κοσμο­λογικές απόψεις. Αλλά για να διαδοθούν οι νέες απόψεις και να αποτελέσουν μια θρησκεία χρειάζονται να γίνουν ορισμένα άλλα κόλπα... και ένας μακρο­χρόνιος αγώνας, όπως για τις πολιτικές ιδεολογίες. Δεν αρκούν οι θεωρητικές σκέψεις και η φιλοσοφία, αφού τότε θα έπρεπε πολλές αξιό­λογες κοσμο­θεωρίες και νεότερα μυθι­στορήματα να είχαν γίνει θρησκεία.

 

<> Αφού αποδεχόμαστε τη θρησκεία όπως μας παραδόθηκε  και συμ­φωνούμε με τη διδασκαλία της, χωρίς τις απαιτήσεις της λογικής και της επιστημονικής εμπειρίας, τότε να κατανοήσουμε ότι το ίδιο κάνουν και οι άλλοι που πιστεύουν σε διαφορετική θρησκεία. Μη μας ξενίζει που υπάρχουν διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις, με δικό τους θεάνθρωπο, με άλλο εορτολόγιο, με διαφορετικό τρόπο εκδήλωσης των θρησκευτικών συναι­σθημάτων και της πίστης. Δικαιούνται και εκείνοι να έχουν τη δική τους θρησκευτική διδασκαλία με την ίδια ασυνέπεια που την έχουμε σκεφτεί και αποδεχτεί εμείς!

 

 

 

 


* ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ. Εδώ κολλάει το σχετικό απόσπασμα από ένα άρθρο του Βασίλη Ραφαηλίδη με τον τίτλο "‘Ο λογικός θεός του Αβερρόη" στην εφημερίδα Έθνος 17 Μαΐου 1998: «Οι θεολόγοι μπορεί να χρησιμοποιούν με επιτυχία τη λογική σαν μέθοδο για την ανάλυση των προβλημάτων που τους απασχολούν, όμως κατά κανόνα μισούν τη λογικότητα. angel Άλλο λογική και άλλο λογικότητα. Η λογικότητα αναφέρεται στη σχέση πράγματος και σκέψης για το πράγμα, ενώ η λογική αναφέρεται στους συλλογισμούς καθαυτούς, δηλαδή στη συμφωνία του λόγου με τον εαυτό του. Έτσι, ο θεολογικός, ακόμα και ο μυστικιστικός λόγος, μπορεί να είναι υποδειγματικά λογικός όταν διατυπώνεται σύμφωνα με τους κανόνες της τυπικής λογικής. Όμως είναι καταφάνερα παράλογος όταν παραπέμπει σε πράγματα ή γεγονότα εξόφθαλμα μη λογικά, όπως γίνεται με το λόγο του τρελού…»