|
HTML ΣΕΛΙΔΑ 4
Ο όρος «παράνοια» χρησιμοποιείται στην επιστήμη της ψυχολογίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς με πιο περιορισμένη έννοια. Εκφράζει μία ακραία περίπτωση αδυνατότητας στη γνωστική δραστηριότητα, μία ανισορροπία του στοχασμού, τον παραλογισμό, μία ανωμαλία της διάνοιας, μία μορφή τρέλας. Τον επέλεξα με βάση την ετυμολογία του για να εκφράσω εύστοχα την περίπτωση της ευρύτερης ατέλειας της περιορισμένης διάνοιας. Ωστόσο και με κάποια υπερβολή, για να αντιδράσω στη μονόπλευρη ανθρωποκεντρική άποψη για τη «λογικότητα» του ανθρώπου και στις διαδεδομένες βολικές απόψεις για τον ισορροπημένο και ομαλό άνθρωπο. Απόψεις με τις οποίες επιδιώκουν κοινωνικούς σκοπούς, την αναγκαία προσαρμογή, τη διατήρηση του «μέσου όρου», την επιλογή του «μέσου όρου» με βάση κάποια εμπειρία, ακόμα και προσωπικές επιθυμίες. Εάν βρίσκουμε αυτή την υπερβολή μπορούμε να τον αποφύγουμε και να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αποπροσανατολισμός» ή πιο εύστοχα τον όρο «μεροληψία». «Η κοινή παράνοια των ανθρώπων δεν αναγνωρίζεται εύκολα, γιατί προέρχεται από την ποσότητα της γνώσης, τη δυνατότητά τους να γνωρίζουν ατελείωτα και όχι μόνο από την φανερή έλλειψη συνοχής των απλούστερων νοημάτων, από τα λάθη ή από την ανοησία. Είναι η συνέπεια μίας ανώτερης διανοητικής ευφυΐας (…)», έγραφα με λίγη ανακρίβεια λίγο πριν το 1994. Δεν μου άρεσε από παλαιότερα να αποκαλούν έξυπνο τον αισθησιοκρατικό άνθρωπο, τον αποπροσανατολισμένο που δραστηριοποιείται εξωτερικά. Μετά από πολλά χρόνια εξηγούσα εύστοχα πως η διάνοια μπορεί να είναι σχετικά έξυπνη, χωρίς αυτό να σημαίνει αξιοπιστία, ανωτερότητα, επιθυμητή πορεία στη ζωή και ότι δεν είναι καταστροφική. Επιχειρήστε να κάνετε ένα καθαρό διαχωρισμό στη ζωή με βάση την κοινωνική και φυσική πραγματικότητα και στη ζωή, που επηρεάζεται και εκτρέπεται από τη φαντασία. Αν και φαίνεται απλός αυτός ο διαχωρισμός και προς τα πού πρέπει ο άνθρωπος να ρέπει, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να γίνει. Η φαντασία είναι πάντοτε μαζί με τη διάνοια, όσο είναι η άγνοια και η πλάνη. Ο καθορισμός και ο επηρεασμός της ζωής μόνο από το εξωτερικό της οδηγεί σε μία ζωή όπως των άλλων ζώων. Δηλαδή σ’ έναν περιορισμό της γνώσης, της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων στο χώρο και στο χρόνο. Σε έναν εξω-καθορισμό, που γίνεται με τυχαίο τρόπο, από στιγμή σε στιγμή από τις μεταβολές στα αισθητά. Η διαφορά, όμως, του ανθρώπου είναι η διατήρηση και η επεξεργασία των αισθητών στο εσωτερικό του, χωρίς τον περιορισμό του εξωτερικού χρόνου και χώρου. Διαμορφώνει μία εμπειρία, στοχάζεται για όσα βρίσκονται στη μνήμη του χωρίς να είναι εμπρός στα μάτια του, στοχάζεται για τα εξωτερικά πράγματα, χωρίς να είναι ταυτόχρονα παρόντα στις αισθήσεις του, ξεχωρίζει με την προσοχή του και τελικά αυτο-επηρεάζεται άμεσα – διανοητικά, μνημονικά και φανταστικά. Έτσι συμμετέχει και ο ίδιος στον καθορισμό και στην ποιότητα της εμπειρίας του και της ζωής του, με έναν εσω-διανοητικό τρόπο. Ας δούμε με ένα απλό παράδειγμα πόσο λίγο υπολογίζουμε την πραγματικότητα στην καθημερινή μας ζωή. Λ.χ. στην ερώτηση αν μας αρέσει περισσότερο το βουνό ή η θάλασσα, πολλοί μπορούν ν’ απαντήσουν με επιπολαιότητα ένα από τα δύο. Όμως, τι φαντάζεται ο καθένας με τις λέξεις «βουνό» και «θάλασσα»; Από ένα τόσο γενικόλογο ερώτημα λείπει όλη η πραγματικότητα και ο καθένας αφήνεται να τη φανταστεί όπως επιθυμεί βάσει της εμπειρίας του και να διανοηθεί με όσα θυμηθεί. Στην πραγματικότητα είναι δυνατός ένας αφάνταστος αριθμός διαφορετικών εμπειριών από ένα ταξίδι στο βουνό και στη θάλασσα. Σε ποιο βουνό και σε ποια θάλασσα; Ποια εποχή του έτους θα πάμε; Σε ποιο μέρος, πότε θα ξεκινήσουμε, με ποιες διαθέσεις, από πού θα πάμε, τι θα μας τύχει ώσπου να φθάσουμε, τι θα τύχει εκεί που θα πάμε, με ποιους θα πάμε ή θα βρεθούμε, πόσο θα παραμείνουμε, πώς και αν θα επιστρέψουμε κλπ. Άπειρες οι λεπτομέρειες και οι δυνατές εμπειρίες, τις οποίες δεν θέλουμε και δεν μπορούμε να διανοηθούμε και μας αποκαλύπτονται στην πορεία, με πολλά απρόβλεπτα και απρόσμενα. Ο διανοητικός προγραμματισμός, οι γνώσεις μας και η επιθυμία δεν προκαθορίζουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν εγγυώνται την πραγματοποίηση της επιθυμίας μας και είναι δυνατό να μείνουμε ευχαριστημένοι (ή δυσαρεστημένοι) εκεί που δεν το περιμέναμε. Ο επιπόλαιος και αισθησιοκρατικός άνθρωπος βλέπει τα πράγματα περισσότερο θεωρητικά, αποσπασματικά και φαντασιόπληκτα απ’ όσο πιστεύει. Γι’ αυτό παραγνωρίζει την απροσδιοριστία τους, την αστάθεια, τις λεπτομέρειες και τη σχετικότητά τους. Παράνοια ή με πιο περιορισμένο όρο «μεροληψία» και «μονομέρεια». Με τον όρο «παράνοια» καταλαβαίνουμε τη διαστρέβλωση, την παραμόρφωση και την ασυνέπεια στη γνώση και αυτή συνδέεται άμεσα με τη μονομέρεια ή τη «μισή αλήθεια». Η διαπίστωση αυτής της ατέλειας στη γνώση και του περιορισμού στον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται – τόσο με τις αισθήσεις όσο και με το διανοητικό στοχασμό – είναι αφάνταστα σπουδαία. Με μία τόσο κοινή διαπίστωση, που εξηγείται εύκολα από την εμπειρία κάθε ανθρώπου, μπορούν να εξηγηθούν συνολικά οι ασυνέπειες, οι αστοχίες, οι πλάνες, τα λάθη μέσα στη διάνοια και στην πράξη. Ενώ χωρίς αυτή την διαπίστωση θα έμεναν με διαφορετική αιτιολογία και χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε πώς συνδέονται και συνυπάρχουν τόσα είδη λαθών (μικρών και μεγάλων, γελοίων και τραγικών, ανεκτών και αδικαιολογήτων) σε όλους τους ανθρώπους, όπως και πολλές αντιθέσεις μαζί με αστάθεια σε έναν και τον ίδιο. Λάθος του ειδικού, το οποίο δεν έκανε ο άσχετος, επίμονα λάθη σε μεγαλοευφυείς θεωρίες, ενώ υπήρχαν οι ενδείξεις και έλειπαν οι αποδείξεις, άγνοια σε εύκολα ερωτήματα ενώ συγχρόνως γνώση για άλλα πολύ δύσκολα, απρόσμενη βεβαιότητα και αμφιβολία για κάποιες απόψεις, πράξεις από σύγχυση και επιπολαιότητα, να εκφράζεται μία άποψη σε αντίθεση με μία άλλη μας και τα λοιπά. Αυτή η ατέλεια δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την άγνοια, την απειρία ή την ανοησία. Πολύ συχνά η σύγχυση είναι μεγάλη, γιατί κάπου όλοι έχουν ένα μέρος της αλήθειας, κάπου όλοι έχουν μία εμπειρία από την πραγματικότητα και κάπου όλοι δίκιο και άδικο στις σχέσεις τους, όπως και συνυπεύθυνοι για την τύχη τους μέσα στην κοινωνία. Χωρίς πολλή ανάλυση, πίσω απ’ όλη αυτή την ποσότητα των διαφορετικών απόψεων, σκοπών, εμπειριών και τρόπων ζωής βρίσκεται κάτι το κοινό, η ίδια ατέλεια μέσα στη διάνοια. Αυτό είναι η (σκόπιμη ή απρόσεκτη) μεροληψία, δηλαδή η λήψη γνωστικών δεδομένων από ένα μικρό μέρος, η αυτο-επεξεργασία τους με τις δυνατότητες αυτού του μικρού μέρους των δεδομένων και η αποδοχή ή η βεβαιότητα για το αποτέλεσμα της επεξεργασίας. Διανοητική μεροληψία, η οποία αρχίζει από την πρώτη στιγμή της περιορισμένης ύπαρξής μας, από τις ίδιες τις αισθήσεις.
|