ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

(Από τις πρώτες φιλοσοφικές σκέψεις)

 

 HTML ΣΕΛΙΔΕΣ   1,  2,  3,  4,  5,  6,  7,  8,  9,  10,  11,  12,  13,  14,  15,  16,  17,  18,  19,  20 

 

 

Όπως σας είπα, μέσα από την καθημερινή εμπειρία διαπίστωνα τη διαρκή σχέση της γνωστικής δραστηριότητας (εξ αρχής με τις αισθήσεις) με όλη τη συμπεριφορά και την πορεία της ζωής. Αυτήν τη διαρκή σχέση πρόσεξα πόσο σημαντική γίνεται, όταν μία νέα βιολογική δυνατότητα επιτρέπει στο ζώο να διατηρεί τα εμπειρικά δεδομένα, να στοχάζεται και να γνωρίζει με την επεξεργασία τους. Μέσα από την εμπειρία πρόσεξα πως αρχίζει να δημιουργείται μία αντίθεση από τη δυνατότητα αυτής της διατήρησης των αισθητών, από την αυτο-­επεξεργασία τους και από το στοχασμό. Αυτή ήταν η αντίθεση ανάμεσα σε μία διάνοια περιορισμένη στα αισθητά, δηλαδή στο πιο άμεσο χωρο­χρονικό περιβάλλον της, όπως του ζώου και σε μία διάνοια, η οποία μπορεί να διατηρεί γνώση αποσπασμένη από τα αισθητά, για μία ευρύτερη χωρο­χρονικά πραγματικότητα από την αισθητή.

Έτσι, με έναν άλλο τρόπο έθετα το ζήτημα για το πού μπορεί να οδηγηθεί η ζωή με τις δυνατότητες των αισθητών και πόσο πιο πολύπλοκη γινόταν με τις δυνατότητες της γνώσης, των διατηρημένων εμπειριών και με το στοχασμό. Η γνώση για την ανεπάρκεια της γνώσης, για την πολυ­πλοκότητα των πραγμάτων και για τις συνέπειες της άγνοιας και της πλάνης στη ζωή, αυτή η γνώση δικαιολογούσε από μόνη της μία εσωτερική αναζήτηση, ένα φιλοσοφικό προβληματισμό και μία ηθικό-γνωστική δρα­στηριότητα, που περιόριζε την επίδραση των αισθητών. Η ζωή στο εδώ και τώρα περιπλεκόταν με τη φαντασία, την ανάμνηση, τη θεωρία και δεν ήταν ανεξάρτητη από την πραγματικότητα που δεν ήταν στις αισθήσεις μας.

Έτσι ξεχώρισα την ηθική αντίθεση ανάμεσα στον εσωτερικό και στον εξωτερικό προσανατολισμό της διάνοιας, πως αλληλο­επηρεάζονται και πώς διαφοροποιείται συνολικά η ζωή από αυτούς τους αντίθετους προσανατολισμούς. Για όλες αυτές τις απόψεις που διαμόρφωνα και για να αναπτύξω μία φιλοσοφία για το νόημα της ζωής δεν ήταν ανάγκη να αναφερθώ στο Θεό και στη θρησκεία, όπως θα το βλέπετε κι εσείς, και γι’ αυτό το απόφευγα.

Το απόφευγα για να μην περιπλέξω ένα ζήτημα, για το οποίο έβλεπα πως υπήρχαν πολλές προκαταλήψεις, θεωρίες, η πιο μεγάλη άγνοια και οι πιο εύκολες αμφισβητήσεις. Μετά απ’ όταν πίστεψα και αναγνώρισα με τον τρόπο μου, πως υπάρχει μία παγκόσμια Διάνοια ή μία αυτοτελής διανοητική δρα­στηριότητα την οποία ονομάζουμε Θεό, από τότε δεν ενδιαφερόμουν πολύ για να την αποδείξω. Εξάλλου, έβλεπα ότι δεν θα ήταν εύκολο να αναγνωριστεί μία τέτοια απόδειξη και ότι αντιθέτως θα δημιουργούσε προβλήματα στις άλλες απόψεις μου και πιο εύκολες αμφι­σβητήσεις. Ενδιαφερόμουν περισσότερο να αποδείξω, ότι ο εσωτερικός προσανατολισμός της διάνοιας και η φιλοσοφία οδηγεί σε ανώτερη, πιο αξιοποιημένη ζωή, με περισσότερη επίγνωση και με λιγότερα προβλήματα. Και ότι αντιθέτως, η εξωτερική αισθησιοκρατική δρα­στηριότητα γίνεται για αναρίθμητους λόγους, με μεγάλη άγνοια, με πολλές πλάνες, από τυχαία εμπειρία και με κοινό παρονομαστή την «τυφλή» επιβίωση και την εξωτερική (ή έμμεση) αυτο-εξύψωση και όχι την ουσιαστική.

Είχα διαμορφώσει μία άποψη για το Θεό, ήμουν βέβαιος για την ύπαρξή του και προσπαθούσα να φανταστώ ποιες μπορεί να είναι οι δυνατότητές του. Όμως δεν μπορούσα να πω πολλά για την εσωτερική ποιότητά του ή για τη συμπεριφορά του και δεν τον φανταζόμουν ανθρωπο­κεντρικά, όπως μία αισθητή μορφή ζωής, με εξωτερικές ιδιότητες και μέσα σε περιβάλλον. Απορούσα όταν άκουγα να μιλάνε για τους σκοπούς του Θεού, για την αντίδρασή του σε δικές μας πράξεις, για τις επιθυμίες του, για τα σημάδια του, για το λόγο του, για τις μεταμορφώσεις του και να τον επικαλούνται σαν φίλο και βοηθό δικό τους ή εχθρό των εχθρών τους. Ούτε καταλάβαινα, γιατί έπρεπε να εξωτερικεύουμε την πίστη μας, τις ευχαριστίες μας, τις προσευχές μας, με τους ίδιους πάντοτε τρόπους, με κοινά αποδεκτούς ή με τους προ­καθορισμένους και όλα όσα προβλέπονται από ιερείς και θεϊκές γραφές. Κανένας αφιλοσόφητος δεν είναι σε θέση να έχει άποψη για το ποιος είναι ο Θεός και είναι συνηθισμένο να συγχέουνε την πίστη στη θρησκεία με την πίστη στην ύπαρξή του.

Για ένα ήμουν 100% βέβαιος: Το Σύμπαν το οποίο αντι­λαμ­βανόμαστε έμμεσα, ελλιπώς και εξωτερικά είναι αυτοτελές, με μία ποιότητα, άμεσα υπαρκτό και μπορούσαν να του αποδοθούν με ορθολογικό τρόπο μερικά γνωρίσματα, τα οποία το αναδεικνύουν σε Θεό. Με τίποτε δεν μπορούσα να πιστέψω τυφλά σε μία άποψη για το Είναι του, για τις αξιώσεις του και για τον προορισμό της Ζωής, χωρίς να φθάσω με λογική συνέπεια σε αυτή την άποψη και με αναμφίβολες εμπειρικές προσεγγίσεις.

Ούτε μπορούσα να αποδεχτώ, ότι ο Θεός θα αξίωνε να πιστεύουμε στην ύπαρξή του, χωρίς γνώση και να ζούμε επιπόλαια και με αβάσιμες απόψεις. Γι’ αυτό έλεγα: «Πιο πιστοί να είμαστε στην Αλήθεια ακόμα και αν υπάρχει Θεός. Αλλά αν με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Θεός τότε πρέπει να τον εμπιστευθούμε». Από όταν αναγνώρισα την ύπαρξή του με την αρχική σύλληψή μου έλεγα, ότι αν κάποιος αποδείξει πως ο Θεός είναι ατελής, τότε θα τον αναγκάσει ν’ αλλάξει την πίστη στον εαυτό του…

 

ΠΙΣΩΕΠΟΜΕΝΗ