Όπως
σε πολλά ερωτήματα που ζητούν την εξήγηση για την ύπαρξη
σταθερών ή επαναλαμβανόμενων φαινομένων και για κοινά
χαρακτηριστικά που παρατηρούμε σε πλήθος διαφορετικών
πραγμάτων στη φύση, μπορούμε να απαντήσουμε τουλάχιστον με
δυο ξεχωριστές απαντήσεις. Με την πρώτη απάντηση, μπορούμε
να εκφραστούμε πιο γενικά και συνοπτικά, με το καθημερινό
λεξιλόγιο, ακόμα και χωρίς αναφορές στα ιδιαίτερα πράγματα.
Δηλαδή μπορούμε να απαντήσουμε κάπως πρόχειρα και βιαστικά,
όχι συγκεκριμένα και να δώσουμε μια γενική εξήγηση και απλώς
να δείξουμε μερικές σχέσεις με τις οποίες είναι ανάγκη να
συνδέονται τα φαινόμενα για να υπάρχουν και για να έχουν τα
πράγματα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους. Έτσι απαντάμε,
όταν μας ρωτήσουν σε μια φιλική συζήτηση. Σε μια δεύτερη
απάντηση, μπορούμε να παρατηρήσουμε, να καταγράψουμε, να
αναλύσουμε και να περιγράψουμε τα φαινόμενα και τις σχέσεις,
χωρίς να δείξουμε (ή χωρίς να εστιάσουμε στη διαπίστωση),
πως είναι απαραίτητο να συνδέονται αυτά μεταξύ τους.
Μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμούς, να απαριθμήσουμε τις
παρατηρήσεις μας, να τις βάλουμε σε πίνακες ή να τις
ξεχωρίσουμε σε ομάδες και λοιπά. Αν έχουμε όλες τις
πληροφορίες και υπομονή, μπορούμε να κάνουμε μετρήσεις και
υπολογισμούς και να δείξουμε ότι οι ξεχωριστές περιπτώσεις
έτσι όπως συνδέονται μεταξύ τους δεν θα μπορούσαν να
γίνονται διαφορετικά και να μην υπάρχουν, αφού και οι
μετρήσεις μας τότε θα έβγαζαν άλλα αποτελέσματα. Το πλήθος
των παρατηρήσεων και η επιβεβαίωση των σχέσεων με τους
υπολογισμούς είναι σημαντικά για την αξιοπιστία της
απάντησης.
Η
αμέσως προηγούμενη σκέψη για τις δύο απαντήσεις σε ένα
ερώτημα, εκφράζεται εδώ με αφορμή το συγκεκριμένο ερώτημα
στο οποίο εστιάζουμε, διότι μία πρώτη αξιόπιστη απάντηση
είχε δοθεί και διατυπωνόταν μαζί με πολλές σκέψεις (μέχρι το 2008).
Ύστερα, όμως, από τη διερεύνηση για το ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει η φυσική
φιλοσοφική ερμηνεία σε απορίες της σύγχρονης φυσικής, πως εξηγεί ορισμένα φαινόμενα
που περιγράφονται με μαθηματική συνέπεια στη γνωστή φυσική και
με την εισαγωγή αριθμητικών σχέσεων για την οριοθέτηση των
φυσικών φαινομένων, ύστερα από αυτή τη μαθηματική διερεύνηση προέκυψαν
πολλές ιδιαίτερες περιπτώσεις και σημαντικές παρατηρήσεις. Από τις νέες παρατηρήσεις προδίδεται
αδίστακτα τι επιβάλλει στα πράγματα να υπάρχουν μαθηματικές σχέσεις, δηλαδή σχέσεις,
ποσότητες και μεγέθη που μπορούν να αριθμηθούν, να μετρηθούν και να συνδυαστούν όπως
οι σκέτοι αριθμοί μέσα στη σκέψη μας με τους όρους της μαθηματικής λογικής.
Η αρχική και φιλοσοφική
απάντηση φαινόταν και προέκυπτε από την αρχική παραδοχή/αξίωμα/υπόθεση για ένα Σύμπαν πλήρες και πάντοτε το ίδιο εντός των ορίων μιας μέγιστης χρονικής περιόδου.
Ένα τέτοιο Σύμπαν, το οποίο σύμφωνα με την αρχική παραδοχή, δεν μπορεί να γίνει
διαφορετικό, τη στιγμή που παρατηρούμε γύρω μας ένα ανεξάντλητο πλήθος επιμέρους
πραγμάτων να μεταβάλλονται, αυτή η σταθερότητα του κοινού Συνόλου θα ήταν ατυχές, αν
όχι ανόητο, να θεωρηθεί τυχαία. Για να είναι το Σύμπαν πάντοτε το ίδιο και στο ίδιο
χρονικό διάστημα μιας μέγιστης περιόδου, πρέπει όλα τα επιμέρους πράγματα με τις
κινήσεις τους, να γίνονται με καθορισμένα όρια και όχι απεριόριστα και με τους
τρόπους εκείνους που εξασφαλίζουν την "παγκόσμια ισορροπία". Προσέξτε ποιες ήταν οι
πρώτες σκέψεις που έγιναν και δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά επίσημα
(ISBN
960-385-019-5) το έτος 2000 :
" Κάθε πράγμα, το
οποίο αλλάζει ή παύει να υπάρχει, πρέπει να προσδιορίζει να γίνουν τέτοιες αλλαγές
στα υπόλοιπα, οι οποίες δε θα επιτρέπουν ποτέ (με κανέναν τρόπο) να επηρεαστεί η
συνολική ποιότητά τους (...)
σελ. 112
Οι τροποποιήσεις
των μερών, οι αλλαγές στους τρόπους αλληλεπίδρασής τους και οι δυνατότητές τους
πάντοτε είναι, όπως πρέπει, για να είναι, όπως ανέκαθεν ήταν το κοινό σύνολό τους
(...) σελ. 131
Μόνο αν η
Συμπαντική Ποιότητα είχε πάντοτε απραγματοποίητες δυνατότητες ή αν δε γινόταν μέσα
στα όρια μιας ευρύτερης στιγμής, μόνο τότε τα πάντα θα ήταν και θ' άλλαζαν τελείως
απροσδιόριστα και αναρχικά. Οι αλλαγές στα πράγματα και στους τρόπους που
αλληλοεπηρεάζονται δε θα μπορούσαν να είναι μόνο εκείνες, με τις οποίες το σύνολό
τους θα συνέχιζε να έχει την ίδια ακριβώς ποιότητα. Από εδώ καταλαβαίνουμε αμέσως
και συμπεραίνουμε με τον πιο γενικό τρόπο ότι κάθε λεγόμενη απροσδιοριστία ή το
λεγόμενο τυχαίο, στην πραγματικότητα είναι ο ασταθής προσδιορισμός, ο οποίος
εξηγείται από την έμμεση (και σχετική) συντελεστικότητα των αλληλοεξαρτημένων μερών
της (...) Ασταθής προσδιορισμός σημαίνει πιο έμμεση επίδραση, μη ταυτόχρονος
προσδιορισμός, χρονική απομάκρυνση του αποτελέσματος από την αιτία ". (σελ. 131, 132)
Από τα πρώτα συμπεράσματα
που έβγαζα από τις ίδιες σκέψεις, επάνω στην αρχική παραδοχή, ήταν η ανάγκη να
διακόπτεται η συνέχεια της ύπαρξης των πραγμάτων για να μην υπάρχει άπειρος αριθμός
πραγμάτων ! Από τα πρώτα συμπεράσματα, μέσα σε λίγες σειρές συλλογισμών, έβγαζα την
διακοπή της συνέχειας και την επέκτεινα στα "ζωντανά" πράγματα για να δείξω ότι τότε
τη διακοπή αυτή την μετονομάζουμε σε "θάνατο"! Γενικότερα, έβγαζα την
ύπαρξη
ορίων σε πλήθος άλλων περιπτώσεων, όπως στον πιο έμμεσο τρόπο αλληλεπίδρασης
μεταξύ των πραγμάτων, και στη διαίρεση του χρόνου.
" Η ασυνέχεια και το όριο στη συνεχή εξέλιξη των
πραγμάτων είναι αναγκαία συνέπεια και η σχετική αρχή της σταθερότητας του κοινού
συνόλου τους ". (σελ. 112)
" Η συμπαντική στιγμή δεν αποτελείται από ατελείωτες ή
απειράριθμες μικρότερες στιγμές, διαφορετικά το Σύμπαν δε θα ήταν πάντοτε το ίδιο
μέσα στα όρια μιας στιγμής". (σελ.
153)
Υπάρχει ένα μέγιστο χρονικό όριο, η
Συμπαντική Στιγμή, η οποία δεν μπορεί να διαιρεθεί απεριόριστα, συνεπώς υπάρχει και
μια ελάχιστη στιγμή, από την οποία προκαθορίζονται χρονικά όρια στις έμμεσες
(υλικές) αλληλεπιδράσεις και στην ουσία στα ίδια τα πράγματα, που υπάρχουν σαν
τρόποι αλληλεπίδρασης και έτσι έχουν μια άμεση σχέση με το χρόνο ".
(σελ. 269)
Οι αρχικοί συλλογισμοί
οδηγούσαν στην σκέψη για την ύπαρξη ορίων και όχι οι πληροφορίες από τη νεότερη
φυσική. Γι' αυτό τα πρώτα όρια που έβαζε η σκέψη ήταν τα όρια στις πρώτες έννοιες
που χρησιμοποιούσα για να αναφερθώ συνολικά στα πράγματα. Δηλαδή συμπέραινα όρια
πρώτα απ' όλα στον αριθμό των πραγμάτων, στο χρονικό διάστημα, στον πιο έμμεσο τρόπο
αλληλεπίδρασης και μετά στη διαίρεση των πραγμάτων, στην ύλη και στην ενέργεια.
Επίσης, έτσι θεωρητικά, μέσα
στους συλλογισμούς παρατηρούσα τη σχέση της αφηρημένης "αρχής διατήρησης της
ενέργειας" με τη σταθερότητα του ολοκληρωμένου Σύμπαντος :
" Δεν
πρέπει να μιλάμε για την αρχή της διατήρησης της ενέργειας
ή της ύλης (δηλ. της αφηρημένης πραγματικότητας), αλλά για την αρχή της σταθερότητας
της Συμπαντικής Ποιότητας, η οποία είναι πιο εύστοχη και σαφέστερη ".
(σελ. 149)
" Επειδή η ενέργεια δεν μπορεί να μεταφερθεί πιο άμεσα
από ένα όριο, γι' αυτό και η ελάττωση δεν μπορεί να συνεχίζεται απεριόριστα στην
ίδια στιγμή. (...) Αν συνεχιζόταν απεριόριστα στην αυτή στιγμή, τότε αυτό θα σήμαινε
- εκτός από μεταφορά χωρίς όριο στον πιο άμεσο τρόπο - απεριόριστη ελάττωση και
έλλειψη της δυνατότητας να διατηρηθεί η ενέργεια. Η ελάττωση θα ήταν σταθερή όχι
σχετική και έμμεση. ". (σελ.
183)
Η κοσμολογική θεωρία του Τελειωμένου
Χρόνου ή του Ολοκληρωμένου Σύμπαντος αναπτύσσεται θεμελιωμένη σε πρώτες σκέψεις που
περιέχουν την έννοια του κυκλικού χρόνου και της περιόδου. Η πιο καθοριστική
παρατήρηση και συνέπεια της φυσικής ερμηνείας ενός ολοκληρωμένου και
σταθεροποιημένου Σύμπαντος είναι γενικά η ύπαρξη των περιοδικών φαινομένων, κοινών
ιδιοτήτων και των ίδιων νόμων σε όλη τη φύση, αφού όλα τα πράγματα θεωρούνται
ταχύτατες ταλαντώσεις ενέργειας σε μια σταθερή ποσότητα. Τα περιοδικά φαινόμενα θα
ήταν αδύνατα και τυχαία στη φύση, αν η κίνηση και η μεταβολή στη φύση δεν ρυθμιζόταν
από σταθερά ελάχιστα και μέγιστα όρια. Όλα τα επιμέρους πράγματα με όλες τις
διαφορές τους, υπάρχουν και γίνονται ανάμεσα στα χρονικά όρια ενός μέγιστου
Συνολικού Χρόνου (στον οποίο Υπάρχει όλο το Σύμπαν) και ενός ελάχιστου δυνατού
χρόνου (στον οποίο υπάρχει το "ελάχιστο" του Σύμπαντος). Τα υλικά πράγματα, όπως και
να συνδεθούν, με οποιοδήποτε τρόπο, σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο, υπάρχουν και
γίνονται με προκαθορισμένα χρονικά και χωρικά όρια και με τις σταθερές προδιαγραφές
μίας κοινής πραγματικότητας για όλα.
Επειδή προκύπτει, ότι τα δομικά στοιχεία των πραγμάτων, η
λεγόμενη ύλη, είναι ταχύτατες μεταβολές σε ιδιαίτερα μικρά
χρονικά διαστήματα και στοιχειώδεις ανταλλαγές ενέργειας
(ταλαντώσεις και περιοδικές μεταβολές), ή τρόποι που
γίνονται σε μια κοινή ουσία όπως θα έλεγε ο Σπινόζα, γι'
αυτό τα όρια που είχα συμπεράνει για το χρόνο (ελάχιστο και
μέγιστο χρονικό διάστημα) έπρεπε να εφαρμόζονται και στις
υλικές διαδικασίες. Τα χρονικά αυτά όρια της ελάχιστης και
της μέγιστης χρονικής περιόδου του Σύμπαντος επιβάλλουν
όρια, κυκλικές και ρυθμικές διαδικασίες (πολλαπλάσιες ή
υποπολλαπλάσιες στιγμές, αυξομειώσεις, ελάχιστες και
μέγιστες τιμές, συχνότητα, εναλλαγή, αναστροφή, μέσες τιμές,
καθετότητα, διακοπή, αναίρεση) για τη διατήρηση και την
επαναφορά των ορίων στην κίνηση και στην ενέργεια. Τα όρια
εξαρχής διέπουν, αντιστοιχούν και επιβάλλονται στην
ενέργεια, στο μήκος, στη μεταβολή της ενέργειας και της
ύλης, στο συγχρονισμό και στη δημιουργία των πραγμάτων, τα
οποία εμφανίζονται να δημιουργούνται μόνο σαν εξωτερικά και
τυχαία, ενώ οι όροι της δημιουργίας τους επιβάλλονται
"εσωτερικά" από την ίδια την ουσία τους.
Η
κοινή ουσία* με την οποία υπάρχουν οι δομικοί λίθοι του κόσμου και
η ισότροπη παρουσία του πεπερασμένου χώρου, ο οποίος υπάρχει
δυναμικά και άμεσα συνδεδεμένος με τα δομικά στοιχεία,
προκαλεί διακυμάνσεις και κυματικά φαινόμενα που συντηρούν
και παράγουν τα δομικά στοιχεία. Έτσι στα πράγματα
επιβάλλονται όρια στις μεταβολές της ενέργειας, σχέσεις
αναλογίας, ρυθμού και επανάληψης, ενδιάμεσα όρια και μέσες
τιμές που ρυθμίζουν τις δυνατές αλληλεπιδράσεις τους, και
δεν επιτρέπουν την "ανεξέλεγκτη" σύνδεση, αλληλεπίδραση και
μεταβολή τους μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Ο κοινός χώρος
του σταθεροποιημένου Σύμπαντος "εσαναγκάζει" εκ των
προτέρων τα σωματίδια σε ορισμένους συνδυασμούς μεταξύ τους,
αφού αυτά προέρχονται και αποτελούν διακυμάνσεις σε μια
σταθερή και πεπερασμένη ποσότητα.
Όλες οι ιδιότητες της ύλης και κατ' επέκταση των πραγμάτων (οι
διάφοροι τρόποι απόστασης, έμμεσης αλληλεπίδρασης και τα κενά τους, όπως ειδικότερα
ονομάζονται το σχήμα, η συνοχή, η σκληρότητα, ο όγκος, η ελαστικότητα και τα λοιπά)
προέρχονται από τη διάρκεια στους τρόπους με τους οποίους αλληλεπιδρούν οι υλικοί
φορείς, από τη διαφορά αυτού του χρόνου, από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί στη
μεταβίβαση της ενέργειας, από την ενέργεια που ανταλλάσσουν, από το συγχρονισμό των μεταβολών και από τον
αριθμό των υλικών φορέων που συνδέονται και από τους τρόπους που ενεργούν “ομαδικά”.
Η ύπαρξη μίας κοινής και σταθερής ενεργειακής ποσότητας (του χώρου), η σχέση της με
το χρόνο, που αυτή μεταβιβάζεται κατά κύματα και κατά ελάχιστες ποσότητες και υπό
τις συνθήκες που διατηρείται η δομή της ύλης σαν στάσιμη κυματική κατάσταση, μας
επιτρέπουν να περιγράφουμε το πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων
με ποσοτικές
σχέσεις, όπως και με γενικές έννοιες.
Εάν μετά από τις
προηγούμενες σκέψεις προχωρήσουμε να απαντήσουμε πιο αναλυτικά και με τους όρους της
επιστήμης της φυσικής, τότε θα αντιληφθούμε πιο εύκολα τη σπουδαιότητα και την
ευστοχία των προηγούμενων σκέψεων. Με την εισαγωγή των πληροφοριών και των όρων της
φυσικής, θα χρειαστούμε ένα μεγάλο αριθμό σελίδων για να
επεκτείνουμε τις θεμελιώδεις παρατηρήσεις μας και αυτό θα
γίνει σταδιακά στη συνέχεια της πραγματείας. Στο σημείο αυτό θα περιοριστούμε στις
παρακάτω πρώτες παρατηρήσεις και συνέπειες, τις οποίες μπορεί να
εκτιμήσει ακόμα και ένας καλός μαθητής σχολείου: