*

ΤΑ ΟΡΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΗΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

*

 

Η γενική αρχή είναι : Το Σύμπαν στην κοσμο­λογική θεωρία του “Tελειωμένου Xρόνου” είναι αυτοτελές διότι είναι παρών, αμετάβλητο και “συμπαγές” στα όρια ενός μέγιστου συνολικού χρόνου (μίας μέγιστης περιόδου TΣυμπαν, με άλλα λόγια) -γι' αυτό και “ά-μεσα” υπαρκτό. Το Σύμπαν ανά Μέγιστη Χρονική Περίοδο είναι πάντοτε το ίδιο. Δεν είναι τα εξωτερικά υλικά πράγματα τα οποία με την κίνηση, με το πλησίασμα, την απομάκρυνση, την ένωση και το διαχωρισμό τους αυτά επιτυγχάνουν ένα ισορροπημένο σύνολο και τη διατήρηση της νομοτέλειας. Αντιθέτως, προϋπάρχει το ολοκληρωμένο σύνολο...

 

 

 

Πώς ένας αβάσιμος συλλογισμός και ορισμός για ένα Σύμπαν πάντοτε το ίδιο στο σύνολο ενός μέγιστου συνολικού χρόνου (μέγιστη περίοδος)* συνδέεται με ή οδηγεί σε επιστημονικές ανακαλύψεις και παρατηρήσεις, που χρειάστηκαν την εμπειρία και την τεχνολογία του 20ού αιώνα; Πώς γίνεται αυτό;;;

Απάντηση: Ο παραπάνω αβάσιμος συλλογισμός και ο "υπερβολικός" ορισμός του Σύμπαντος εισαγάγει ένα βασικό γνώρισμα, το οποίο δεν συνυπολόγιζαν επί πολλούς αιώνες στην εξέλιξη της φυσικής επιστήμης ή είχαν αποδεχτεί τυφλά το τελείως αντίθετο: Το γνώρισμα του ορίου και του περιορισμού στο χώρο, στο χρόνο και στα πράγματα. Η εισαγωγή αυτού του ορίου, έστω και με αυθαίρετο τρόπο, επιβάλλει συνέπειες και διορθώσεις σε ορισμένες σχέσεις της φυσικής, οι οποίες είχαν πάρει σαν δεδομένο, ότι μπορούν να ισχύουν με άπειρες τιμές στην ποσότητα και στο μέγεθος των παραμέτρων τους. Η εισαγωγή του ορίου δεν ήταν απαραίτητη για την ακρίβεια των υπολογισμών. Γίνεται απαραίτητη, όταν υπολογίζουμε μεγέθη και τιμές που πλησιάζουν στα όρια. Με τέτοιο δεδομένο ότι δεν υπάρχουν όρια στα θεμελιώδη μεγέθη, στην φυσική μπορούσαν να γίνονται αποδεκτές δυνάμεις και κινήσεις, οι οποίες δεν υποτάσσονται σε αυτό τον καθολικό περιορισμό του μεγέθους, στην ποσότητα, στο χρόνο και στο μέγεθος της δράσης. Η εισαγωγή των ορίων πρωταρχικά στο χρόνο και στο μήκος είναι το γενικότερο αξίωμα, που ξεπερνάει τη βεβαιότητα του αξιώματος του Αϊνστάιν για τη σταθερή ταχύτητα του φωτός στη φύση. Όταν αξιώνεις γενικά την ύπαρξη ενός μέγιστου ορίου στην ταχύτητα και αυτό το όριο εξηγεί την ύπαρξη ενός πλήθους φαινομένων που χρειάζονται αυτό το όριο για να υπάρχουν και τα οποία κατονομάζεις, τότε δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Το ακαθόριστο όριο μιας μέγιστης ταχύτητας είναι πιο δύσκολο να αμφισβητηθεί, από την πρόταση που μας λέει συγκεκριμένα, ότι αυτή η μέγιστη ταχύτητα είναι του φωτός. Γι' αυτό, όσοι έχουν μάθει να σκέφτονται συγκεκριμένα και με μαθηματική ακρίβεια, να μη βιάζονται να απορρίψουν τις γενικότερες προτάσεις.

 

Έτσι λ.χ. χωρίς την παραδοχή του αυθαίρετου ορισμού του περιορισμένου Σύμπαντος, η ταχύτητα μπορούσε να είναι άπειρη και να λάβει οποιαδήποτε αριθμητική τιμή έως το άπειρο. Όπως και η απόσταση r2 στο τύπο του Νεύτωνα. Σύμφωνα με την αρχική μας υπόθεση όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει, διότι θα μας οδηγούσε θεωρητικά σε συνέπειες που δεν συμφωνούν με την παραδοχή του περιορισμένου αριθμού πραγμάτων... και του αμετάβλητου Σύμπαντος (στα όρια ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος). Για να αναγνωριστεί ότι το φως δεν μεταδίδεται με άπειρη ταχύτητα χρειάστηκαν αστρονομικές παρατηρήσεις, οι εξισώσεις του Maxwell και δύσκολα τεχνολογικά πειράματα. Για να φτάσουν να πουν ότι η πορεία του φωτός κάμπτεται, όταν αυτό προσεγγίζει σε αστρικά σώματα με ιδιαίτερα ισχυρό βαρυτικό πεδίο και ότι το φως συμπεριφέρεται σαν να είχε μία ελάχιστη μάζα, χρειάστηκε η δυσνόητη και μαθηματικά διατυπωμένη θεωρία της γενικής σχετικότητας του Einstein (και όχι η θεωρητική πρόβλεψη ενός ορίου στη μέγιστη απομάκρυνση και της καμπυλότητας του χώρου). Η αλλαγή στην μέχρι τότε επιπόλαια άποψη της φυσικής για το φως σηματοδότησε μία επανάσταση στην επιστήμη. Και όμως, αυτή η θεωρητική επανάσταση μπορούσε να ξεκινήσει με τη συνέπεια των σκέψεων επί των παρατηρήσεων των φυσικών φαινομένων, όπως το επιτυγχάνει η φυσική ερμηνεία στη βάση ενός ολοκληρωμένου και σταθερού Σύμπαντος. 

Όταν, κάποιος καταλήξει με λογικές σκέψεις θεωρητικά στη δια­πίστωση, ότι ο χώρος δεν είναι άπειρος και ότι δεν υπάρχει σαν κενό δοχείο (όπως έχουν πλησιάσει στην άποψη αυτή στη φιλοσοφία) αλλά ότι ο χώρος υπάρχει όπως μία πεπερασμένη ποσότητα ουσίας στην οποία προκαλούνται κυματικά φαινόμενα, τότε σε γενικές γραμμές προκύπτουν μερικά ίδια συμπεράσματα με αυτά της παραδοσιακής φυσικής. Βέβαια, αρχικά δεν προκύπτει ο ίδιος πλούτος γνώσεων με τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν την καθιερωμένη επιστημονική μέθοδο με τις μετρήσεις. Και σε τέτοιες στιγμές είναι που χρειάζεται η δημιουργική σκέψη, η φαντασία, η ευστροφία, η καχυποψία για να αντιληφθούμε τις εξελίξεις. Πάνω σε απλές, φανερές και αστείες προτάσεις έχουν αναπτυχθεί οι επιστήμες. Πόσο σημαντικές είναι οι αρχικές και απλές σκέψεις, δεν φανερώνεται πάντα από την αρχή, αλλά όταν αυτές επεκταθούν και συνδεθούν με ένα πλήθος από τα γνωστά φαινόμενα. Αρχικά, προκύπτουν βασικές συνέπειες και απόψεις, από διαφορετική οπτική γωνία και μερικές νέες σκέψεις, που διορθώνουν τις λανθασμένες απόψεις, οι οποίες έτυχε να κυριαρχήσουν επί πολλούς αιώνες. Προκύπτουν βασικές συνέπειες και απόψεις, από διαφορετική οπτική γωνία και μερικές νέες σκέψεις, οι οποίες είναι σημαντικές για να καθοδηγηθεί η έρευνα, για να μη χαθεί χρόνος και για να αποφευχθούν οι συνέπειες των λαθών.

Η παραδοχή της υπόθεσής μας για ενιαίο Σύμπαν πεπερασμένο στο χώρο και πάντοτε το ίδιο στα όρια μίας χρονικής περιόδου -αυτή η σκέψη χωρίς καμία άλλη εμπειρία- κατευθύνει για να αναζητήσουμε άλλες σχέσεις στα φαινόμενα και για να τεθούν ελάχιστα και μέγιστα όρια στους υπάρχοντες τύπους της φυσικής (όπως λ.χ. στον τύπο της βαρυτικής έλξης Fg= G M1M2/r2 , στον τύπο Μ = mo / √ 1 - ( V2 / c2 ), στον τύπο h f = E), και σε σχέσεις που προέκυψαν από τυχαίες παρατηρήσεις. Να λοιπόν, πώς η ανέξοδη, βιαστική και "τεμπέλικη" φιλοσοφική σκέψη προκαλεί συνέπειες στον επιστημονικό χώρο. Να λοιπόν, πώς η έλλειψη της φιλοσοφικής σκέψης εμποδίζει την παρατήρηση των αόρατων σχέσεων και οδηγεί σε υπερεκτίμηση των εμπειρικών δεδομένων, σε παγίδες της "μισής αλήθειας" και σε χάσιμο χρόνου!

 

Οι φυσικοί δεν είχαν πει ότι δεν γνωρίζουν... Είχαν πει ότι δεν υπάρχουν όρια και ότι η μεταβολή σε ένα μέγεθος δεν εξαρτάται από τα όρια της μεταβολής της και από τα όρια σε ορισμένες άλλες σχέσεις! Οι απλούστερες σχέσεις της φυσικής, τις οποίες χρησιμοποιούν οι πιο ικανοί ερευνητές για να επιλύσουν τα πιο μπερδεμένα μαθηματικά προβλήματα και για να βρουν λύσεις στα αδιέξοδα της σύγχρονης φυσικής, αυτές οι σχέσεις έπρεπε να είχαν συμπληρωθεί και να είχαν οριοθετηθεί, έστω και δοκιμαστικά, από τους επαγγελματίες φυσικο­μαθηματικούς. Χάθηκαν πολλές δεκαετίες! Οι απλούστεροι τύποι της φυσικής μπορούσαν να έχουν συμπληρωθεί από ένα μαθητή της μέσης εκπαίδευσης!

 

Με μία τόσο σύντομη σκέψη (λ.χ. ότι δεν υπάρχει άπειρος αριθμός πραγμάτων), την οποία θα μπορούσε να πει ακόμα και ένας τρελός, προκύπτουν συνέπειες στον επιστημονικό χώρο που ειδικεύονται οι φυσικοί και οι αστρονόμοι. Με την υπόθεση ότι η παραπάνω άποψη ισχύει, επιβάλλονται από τη λογική κάποια όρια στα μεγέθη που μπορούν να λάβουν ορισμένοι γνωστοί τύποι της φυσικής. Κατά συνέπεια επιβάλλεται οι τύποι να συμπληρωθούν και να  διορθωθούν και να εφαρμόζονται στα σωστά πράγματα. Όταν αυτά τα όρια και οι υπολογισμοί των μεγεθών απο­δεικνύονται στην πράξη, τότε η υπόθεση πρέπει να αποκτάει μαθηματική αξιοπιστία.

Η θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου και του ολοκληρωμένου Σύμπαντος εισαγάγει γενικά και θεωρητικά την αναγκαία σχέση σύνδεσης και συνύπαρξης του ελάχιστου ορίου με του μέγιστου ορίου και μία σχέση διατήρησης των ορίων μέσα από τις  μεταβολές. Στο χώρο της φυσικής, τα όρια αυτά προσδιορίζονται τουλάχιστον στην ποσότητα της μάζας, της ενέργειας, του μήκους, του χρόνου, του ρυθμού και στη βαρυτική δύναμη. Από τη βασική αρχή της θεωρίας του Τελειωμένου Χρόνου, γίνεται κατανοητή η ύπαρξη των παγκόσμιων φυσικών σταθερών. Η διερεύνηση για τις ενδεχόμενες σχέσεις που έχουν μεταξύ τους οι παγκόσμιες φυσικές σταθερές και για τη σύνδεσή τους με άλλα επανα­λαμβανόμενα φαινόμενα, αυτή η διερεύνηση αποτελεί το πιο εύκολο ξεκίνημα* για την προσπάθεια να εκφραστεί μαθηματικώς η φυσική ερμηνεία της θεωρίας του Τελειωμένου Χρόνου.

 

Πρέπει να καταλάβουμε και να δεχτούμε  ότι το Σύμπαν Υπάρχει και Είναι μέσα στα χρονικά όρια μίας Συνολικής Στιγμής. Θα το διατυπώσω πιο κατανοητά, όπως το προσπάθησα σε συζήτηση με καλό φίλο. Ας υποθέσουμε ότι το Σύμπαν αρχίζει να υπάρχει σε μία στιγμή Α και μετά από εξέλιξη, αυτό τελειώνει να γίνεται και να υπάρχει σε μία στιγμή Ω. Μετά από την τελευταία στιγμή Ω, το Σύμπαν αρχίζει ξανά να υπάρχει και να γίνεται, όπως ήταν την αρχική στιγμή Α μέχρι να φτάσει ξανά στο Ω. Το χρονικό διάστημα που αρχίζει το Σύμπαν να γίνεται από τη στιγμή Α μέχρι που τελειώνει τη στιγμή Ω αποτελεί μία Μέγιστη Συνολική Στιγμή, ας την πούμε  ΑΩ. Καταλαβαίνουμε μέχρι εδώ; Αυτή η συνολική χρονική στιγμή ΑΩ είναι πεπερασμένη, έχει όρια, είναι ένας μεγάλος αλλά σταθερός αριθμός, όχι άπειρος και αποτελεί ένα μέγιστο χρονικό όριο για όλα ανεξαιρέτως τα επιμέρους πράγματα (ΤΣύμπαντος). Με την κοινή λογική, ο αριθμός αυτός, που αντιστοιχεί στη Μέγιστη Συνολική Στιγμή δεν διαιρείται σε άπειρες μικρότερες χρονικές στιγμές. Πρέπει να υπάρχει μία ελάχιστη χρονική στιγμή (ας την πούμε Αx), μικρότερη από την οποία δεν υπάρχει, ώστε το σύνολο των ελάχιστων στιγμών να μην είναι άπειρο.

Ποιο θα ήταν το Σύμπαν εάν αυτό άρχιζε να γίνεται ή να υπάρχει στην ελάχιστη δυνατή χρονική στιγμή Αx; Σε αυτή την ελάχιστη χρονική στιγμή... το Σύμπαν δεν θα προλάβαινε να Είναι ή να γίνει κάτι. Μόλις που θα γινόταν κάτι τι. Σε αυτή την ελάχιστη χρονική στιγμή θα υπήρχε κάτι εξαιρετικά λίγο, πολύ μικρό και με ελάχιστη κίνηση, τόσο όσο μπορεί να υπάρξει στον ελάχιστο δυνατό χρόνο (δηλαδή ένα ελάχιστο, ένα αρχικό πράγμα). Ο ελάχιστος δυνατός χρόνος στον οποίο το Σύμπαν γίνεται ή αρχίζει να Είναι  αποτελεί ένα άλλο όριο, το ελάχιστο χρονικό όριο (Τmin) και αυτό το όριο είναι πάλι το ίδιο για όλα ανεξαιρέτως τα επιμέρους πράγματα.

Κατά συνέπεια, έχουμε δύο τουλάχιστον προκαθοριστικά όρια (για τις υλικές αλλη­λεπιδράσεις και για τους δυνατούς τρόπους-χρόνους). Το Μέγιστο Συνολικό Χρόνο στον οποίο Υπάρχει όλο το Σύμπαν Σύμπαν) και τον ελάχιστο δυνατό χρόνοmin), στον οποίο υπάρχει το "ελάχιστο" του Σύμπαντος. Όλα τα επιμέρους πράγματα, υπάρχουν και γίνονται ανάμεσα σε αυτά τα χρονικά όρια. Όπως και να συνδεθούν, με οποιοδήποτε τρόπο, σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο, θα υπάρχουν και θα γίνονται σε χρονικές στιγμές που προκαθορίζονται από τα όρια που είπαμε. Γίνονται και κινούνται στην ελάχιστη χρονική στιγμή, σε πολλαπλάσιες ή υπο­πολλαπλάσιες στιγμές, το πολύ μέχρι ένα μέγιστο χρόνο και πάντοτε ενδιάμεσα σε ορισμένα ακραία και αμετάβλητα όρια χρόνου και απόστασης. Τα χρονικά όρια της ελάχιστης στιγμής και του μέγιστου χρόνου του Σύμπαντος και τα αντίστοιχα όρια της απόστασης "εσαναγκάζουν" τα υλικά σε ορισμένους συνδυασμούς και αλληλε­πιδράσεις με μαθηματικές σχέσεις και δεν επιτρέπουν την "ανεξέλεγκτη" σύνδεση, αλ­ληλεπίδραση και μεταβολή τους μέσα στο χώρο και στο χρόνο.

Εάν μέχρι εδώ το καταλάβαμε και το δεχτούμε αυτό, τότε γίνεται φανερό γιατί οι αριθμοί μπορούν να περιγράφουν και να υπολογίζουν τις μεταβολές στα πράγματα και να εκφράζουν σχέσεις αναλογίας με μαθηματικούς τύπους. Ο συνολικός χρόνος με τα όριά του κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχεί στο "μέτρο" της φωτιάς, που αναφέρεται σε γνωστό απόσπασμα του Ηράκλειτου. Τώρα ξέρουμε ότι το μέτρο είναι το μέγιστο και το ελάχιστο χρονικό όριο... Το Κοινό Σύνολο παραμένει με ακριβώς τις ίδιες δυνατότητες και τίποτα δεν γίνεται που δεν είχε ξαναγίνει. Πάντα μέσα σε κάποιο μέγιστο χρονικό διάστημα, το οποίο αν υπολογιστεί, η θεωρία θα αποκτήσει φυσικομαθηματική διατύπωση, αλλά θα μπορούν να προκύψουν θεωρητικά ένα πλήθος άλλων μεγεθών και σταθερών της φύσης και ίσως στατιστικές προβλέψεις για ορισμένα φαινόμενα.

"Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον εποίησε, αλλ' ήταν από αιώνια ζωντανό πυρ, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο"

► Η αρχή και το τέλος του χρονικού διαστήματος ΑΩ για την ύπαρξη του Σύμπαντος δεν είναι μία συνολική αρχή για όλη την ύπαρξή του, παρά μόνο για τα μέρη του, τα οποία υπάρχουν σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Το παρελθόν και το μέλλον -που γνωρίζουμε μόνο εμείς τα μέρη- αποτελούν το ευρύτερο «τώρα» του 100% Σύμπαντος. Το Σύμπαν στο σύνολο του χρόνου είναι ολοκληρωμένο πριν από τη σχετική στιγμή στην οποία ξεκινούν να υπάρχουν τα μέρη του. Η ελάχιστη χρονική στιγμή Αx του Σύμπαντος δεν βρίσκεται πριν από την ύπαρξή του, και η δημιουργία του γίνεται από τις μικρο­σκοπικές διαστάσεις του, την ίδια στιγμή που το Σύμπαν είναι πλήρες μέσα στα όρια της μέγιστης χρονικής στιγμής ΑΩ. Γι' αυτό και δεν υπάρχει χρονική στιγμή t=0 sec, αφού σε αυτή τη στιγμή το Σύμπαν είναι ήδη με όλους τους δυνατούς τρόπους σύνδεσης των πραγμάτων... Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της νέας φυσικής ερμηνείας για τη δημιουργία και τη διατήρηση του κόσμου, η οποία ξέφυγε από τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα και ανοίγει τις πύλες για να ερμηνευτούν ενοποιημένα ένα πλήθος παρατηρήσεων στο φυσικό κόσμο...

 

Γιατί τα μαθηματικά μπορούν να εφαρμόζονται με επιτυχία στα πράγματα, να εκφράζουν σχέσεις αναλογίας και να υπολογίζουν με τύπους τις μεταβολές, τα μεγέθη και τις ποσότητες;

 

 

 

* Η πρώτη προσπάθεια διερεύνησης για να ξεκινήσει η μαθηματική διατύπωση της θεωρίας παρουσιάζεται σε ξεχωριστή εργασία. Κοίταξε από την  ΕΙΣΟΔΟ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥΣ