|
Το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) είναι αποτέλεσμα μιας φανερής παρεξήγησης των εμπειρικών ενδείξεων εξαιτίας της προκατάληψης, ότι το Σύμπαν πρέπει να έχει μια αρχή ύπαρξης και
της επιπόλαιας ερμηνείας του φαινομένου Doppler. Η αξιοπιστία του έχει αμφισβητηθεί από γνωστούς φυσικούς και από πολλούς φιλόσοφους και δεν
έπαψαν να γίνονται προσπάθειες για να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα με νεότερες παραλλαγές της
θεωρίας (με τις αποκαλούμενες θεωρίες του πληθωριστικού Σύμπαντος).
Όταν θεωρούμε, πως έχει μια αρχή δημιουργίας ή εξέλιξης σαν σύνολο μέσα στο χρόνο και ότι πριν από αυτήν την αρχή δεν υπήρχε -ή τουλάχιστον έτσι όπως το γνωρίζουμε- τότε με έναν πρωτοφανή αντιεπιστημονικό τρόπο
το απομονώνουμε σαν ένα μέρος. Καταστρέφουμε την έννοια του χρόνου και ορίζουμε παράλογα, ότι το Σύμπαν δεν είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων και απ’ όλους τους χρόνους. Κάνουμε αυτό, το οποίο ο Σπινόζα ονόμαζε «αναγωγή εις την άγνοια».
Είναι αδιανόητο να ονομάζουμε Σύμπαν το σύνολο των πραγμάτων ως ένα όριο του χρόνου ή του χώρου και πέρα από εκείνο το όριο να το θεωρούμε εκτός Σύμπαντος (ή σαν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς κοινά
στοιχεία με τη δική μας). Με αυτήν την έννοια του Σύμπαντος, βέβαια, η επιστήμη δε θα μπορούσε να εξηγήσει την ανυπαρξία του πριν από τη στιγμή της δημιουργίας του! Η απλή λογική μας οδηγεί να αναγνωρίσουμε ότι το Σύμπαν δεν έχει αρχή σαν σύνολο ή ότι πριν από την αρχή υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα που αποτελεί μέρος του και όχι ένα άλλο Σύμπαν. Αν αμφισβητούμε αυτήν την
απλή λογική των εννοιών, τότε να μην αποδεχόμαστε ότι ορισμένα στοιχεία της πιο άμεσης περιβάλλουσας πραγματικότητας αποτελούν κοινά γνωρίσματα
μιας
πολύ ευρύτερης πραγματικότητας μέσα στο χώρο και στο χρόνο (και για ένα μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων από εκείνα που έχουμε αντιληφθεί).
Γιατί, όμως, η επιστήμη έφθασε σε αυτό το άτοπο μέσα από την εμπειρική γνώση
και με την αξιοπιστία των παρατηρήσεων;
Η παραπλάνηση τροφοδοτήθηκε από τις συνέπειες
της επαναστατικής θεωρίας της σχετικότητας (της περιορισμένης και της γενικής), την
οποία διατύπωσε ο Αϊνστάιν (Alb. Einstein1879-1955). Σύμφωνα με την πρώτη, η ταχύτητα του φωτός
καθορίστηκε αξιωματικά σαν αξεπέραστο όριο και σταθερή ανεξαρτήτως των σχετικών κινήσεων μέσα στο
χώρο. Επομένως, προέβλεψε τους όρους, με τους οποίους αυτό επιτυγχάνεται ανεξάρτητα από
τις σχετικές κινήσεις και ειδικά στις πολύ μεγάλες ταχύτητες, στις οποίες οι
προηγούμενες θεωρίες της κίνησης αποτύγχαναν. Η οριακή ταχύτητα του φωτός και οι
προηγούμενοι νόμοι της κίνησης έπρεπε να είναι τα ίδια για όλους (τους αδρανειακούς
παρατηρητές όπως τους αποκαλούν), ανεξαρτήτως της σχετικής κίνησης του ενός προς το
άλλο. Αλλά αυτό μπορούσε να γίνεται χωρίς να χρειάζεται ένας κοινός χρόνος για
όλες τις σχετικές κινήσεις και χωρίς τον υπολογισμό μίας απόστασης ανεξάρτητης από την
κίνηση. Έτσι, η έννοια του χρόνου έπαψε να εκφράζει μία σταθερή ή μία κοινή
πραγματικότητα και δε βρέθηκε κανένα σημείο αναφοράς, σε σχέση με το οποίο να μπορεί να
προσδιοριστεί η κίνηση, η ταχύτητα και η απόσταση, ανεξάρτητα από τις κινήσεις των άλλων
πραγμάτων. Παρέμεινε, όμως, η ταχύτητα του φωτός (c = 2,9979245 x108
m/sec) σαν η μοναδική κίνηση που γίνεται με σταθερή ταχύτητα για όλους και αυτό
δεν έπρεπε να προσπεραστεί αδιάφορα.
Έχει ενδιαφέρον να
διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα από τις σκέψεις του Χαίκελ (ή Χέκελ, Ernest
Haeckel 1834-1919) που αγγίζουν το γενικότερο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου,
για να αντιληφθούμε πόσο εύκολο ήταν να γίνουν ορισμένες φιλοσοφικές σκέψεις από
έναν φυσιοδίφη, που λίγο αργότερα απορρίφτηκαν εύκολα και στο χώρο της φυσικής
επικράτησαν οι αντίθετες απόψεις.
Στην εποχή του Χαίκελ :
Το 1887, οι Άλμπερτ
Μάικελσον (Albert Michelson) και Έντουαρντ Μόρλεϋ (Edward Morley)
πραγματοποίησαν το πείραμα που απόδειξε τη σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός
και οδήγησε στην απόρριψη ενός λεπτεπίλεπτου μέσου, μίας αόρατης ουσίας, την
οποία ονόμαζαν "αιθέρα".
Το 1888, ο Χερτς
παρήγαγε ραδιοκύματα και απόδειξε την ύπαρξη τους, όπως την είχε προβλέψει
θεωρητικά ο Μάξγουελ το 1865.
Ο Νικόλα Τέσλα εκείνα τα
χρόνια πειραματιζόταν με τα ραδιοκύματα και το εναλλασσόμενο ρεύμα και επινοούσε
συσκευές για την αξιοποίηση των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων.
Το 1901, ο Γκουλιέλμο
Μαρκόνι επέτυχε την πρώτη ραδιοτηλεγραφική σύνδεση μεγάλης εμβέλειας.
Η Ειδική Θεωρία της
Σχετικότητας του Einstein διατυπώθηκε το 1905 και η Γενική Θεωρία της
Σχετικότητα το 1916.
" Ο πολύ λεπτός και
ελαφρός, αλλά όχι και αστάθμητος αιθέρας, παράγει με τις κυματοειδείς κινήσεις
του όλα τα φαινόμενα του φωτός και της θερμότητας, του ηλεκτρισμού και του
μαγνητισμού. Όταν τον παίρνουμε είτε σαν ουσία συνεχή που γεμίζει το ενδιάμεσο
διάστημα ανάμεσα στα άτομα ή και σαν ν' αποτελείται επίσης από ξεχωριστά μόρια,
θα πρέπει ν' αποδώσουμε σ' αυτά τα άτομα του αιθέρα, μια εσωτερική δύναμη
απώθησης σε αντίθεση με την έμφυτη στα άτομα της σταθμητής ύλης δύναμη της
έλξης. Με την έλξη των τελευταίων και την απώθηση των πρώτων, θάπρεπε με τη
διαδοχή να εξηγηθεί μια για πάντα ο μηχανισμός της παγκόσμιας ζωής. Μπορούμε
επίσης να αναγάγουμε "την ενέργεια του παγκόσμιου διαστήματος", σύμφωνα με τον
καθηγητή Schlesinger, στους κραδασμούς του παγκόσμιου αιθέρα (...)
Οι πρόοδοι που
επιτεύχθηκαν με την επίγνωση του αιθέρα αποτελούν μεγάλη ωφέλεια για την
μονιστική φιλοσοφία. Και πραγματικά, μ' αυτές τις προόδους, οι εσφαλμένες
υποθέσεις για το κενό διάστημα και τις από απόσταση ενέργειες των σωμάτων
ανατράπηκαν. Το άπειρο διάστημα του σύμπαντος, παρ' όλο που τα άτομα με βάρος, η
σταθμητή ύλη δεν καταλαμβάνουν αυτό ολότελα, ωστόσο είναι γεμάτο απ' τον αιθέρα.
Η συνειδητή γνώση του χρόνου και του διαστήματος είναι κάθε άλλο παρά αυτή που
πριν ένα αιώνα εξαγγέλθηκε απ' τον Καντ (...)
Με ποιο τρόπο
προσφέρεται ο παγκόσμιος ελαφρός, ο ενεργών αυτός αιθέρας στη βαριά και αδρανή
μάζα αυτής της σταθμητής ύλης, την οποία εξετάζουμε χημικά και την οποία
μπορούμε να υποθέσουμε μοναχά σαν ν' αποτελείται από άτομα; (...) Εδώ όμως
συναντάμε αυτό το νέο μεγάλο ζήτημα: πώς καθορίζονται οι σχέσεις της αρχικής
αυτής ύλης με τον αιθέρα; Αυτές οι δύο αρχικές ουσίες βρίσκονται σε ουσιαστική
και αιώνια αντινομία; Ή μήπως ο εν δράσει ευρισκόμενος αιθέρας προηγήθηκε και
παρήγαγε την σταθμητή μάζα; ". (22-26) |
Η συνέπεια της σχετικότητας του χρόνου -λόγω της εξάρτησης του χρόνου από την κίνηση, την απόσταση και από την ύπαρξη ανώτερης οριακής ταχύτητας- δεν ανέτρεψε τη δυνατότητα ενός κοινού χρόνου. Όπως δεν ανέτρεψε την
ύπαρξη ενός κοινού χώρου και μιας χρονικής προτεραιότητας ανεξάρτητης από άλλες. Αντιθέτως, έβαλε αιτιολογημένα και υπολογισμένα ένα όριο στη γενική χρήση της έννοιας του χρόνου και διόρθωσε μια υπεραπλουστευμένη θεώρηση της αλλαγής και της σταθερότητας. Μια πλάνη, η οποία δημιουργείται όταν χρησιμοποιούμε την αφηρημένη έννοια του χρόνου αποσπασμένη
από τα πράγματα, ενώ αυτή δεν έχει νόημα παρά μόνο όταν υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν το ένα σε σχέση με το άλλο. Είναι αξιοπρόσεχτο πως μεγάλοι επιστήμονες έχουν πέσει σαν τυφλοί στην παγίδα τέτοιων μεγάλων λαθών και έχουν συμπαρασύρει πολλούς άλλους, εξαιτίας της απρόσεκτης σημασιοδότησης των αφηρημένων εννοιών στην απόπειρά τους να διατυπώσουν τις γενικές σχέσεις των
πραγμάτων. Κοινός εξωτερικός χρόνος θα σήμαινε, βέβαια, ότι ένα πράγμα και ένα γεγονός υπάρχουν στην ίδια στιγμή με όλα τα άλλα, ανεξαρτήτως του τρόπου που συνδέονται και μια επίδραση πάνω σ’ ένα πράγμα θα έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως μια επίδραση και στα άλλα. Όταν, όμως, ένα πράγμα επενεργεί πάνω σ’ ένα άλλο, αυτό είναι ένα γεγονός που μοιράζονται
τουλάχιστον αυτά τα δύο και αυτή η επενέργεια δεν υπάρχει για τα άλλα πράγματα παρά μόνο στη διάνοιά τους και όταν αντιλαμβάνονται. Υπήρξαν φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς και ο Μπέρκλεϋ, οι οποίοι απέφυγαν με τον τρόπο τους να δώσουν μια τέτοια αφηρημένη σημασία στο χρόνο.
Ωστόσο, καλό είναι να προσέξουμε ότι ο κοινός εξωτερικός χρόνος δεν είναι μια τυχαία διανοητική σύλληψη ή μια αυταπάτη, χωρίς κανένα νόημα για την πραγματικότητα.
Μπορούμε να θεωρούμε πως τα πράγματα βρίσκονται σ’ έναν
κοινό εξωτερικό χρόνο υπό τον όρο, ότι στην ίδια στιγμή δεν υπάρχουν και δε συνδέονται όλα ταυτόχρονα (με όλους τους δυνατούς τρόπους) και ότι ταυτοχρόνως θα επέλθουν πολλές αλλαγές.
Αυτή την άποψη για τον κοινό χρόνο που συνυπάρχει με τους ιδιαίτερους χρόνους των
επιμέρους μεταβολών, την είχε σκεφτεί ήδη ο Αριστοτέλης.* Η ύπαρξη κοινού εξωτερικού χρόνου για πολλά πράγματα και αλλαγές και
η ύπαρξη του χώρου, αυτά από μόνα τους δείχνουν την
ανεπάρκεια της θεωρίας της περιορισμένης σχετικότητας. Διότι ΑΝ Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΙΔΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ, ΤΟΤΕ Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΚΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ. Ακόμα και με τον πιο αφηρημένο τρόπο μπορούμε να πούμε πως αν ο χρόνος εξαρτιόταν και καθοριζόταν μόνο έτσι σχετικά και έμμεσα από τις κινήσεις των εξωτερικών πραγμάτων, αυτό θα σήμαινε πως η πραγματικότητα είναι ευρύτερη εκ τύχης ή ότι η συνύπαρξη πολλών
συσχετισμένων κινήσεων είναι σχετική και θα μπορούσαν να μη συνυπάρχουν αλληλεξαρτημένες σαν ένα σύνολο!
Δεν υπάρχει 'αιθέρας', δεν υπάρχει 'απόλυτη' κίνηση, 'απόλυτο' σύστημα αναφοράς, μόνο
'σχετικές' κινήσεις 'ειδικών' παρατηρητών διακήρυξε ο Αϊνστάιν και κυριολεκτικά από τότε
μας έχουν ζαλίσει για να το αποδεχτούμε.
Η σχετικότητα του χρόνου και του μήκους δεν τους
εμπόδισε να αναφέρονται συνολικά στα πράγματα, να μετράνε τις αποστάσεις των γαλαξιών
και την ηλικία του Σύμπαντος. Να ο κοινός χρόνος: είναι ο
ισότροπος χώρος, με το κοινό όριο της μέγιστης απόστασης, με
την ενέργεια του οποίου διατηρείται η ύλη (σαν εξωτερική παρουσία),
με τα ίδια όρια μίας μέγιστης και μίας ελάχιστης απομάκρυνσης, με
τον ίδιο ταχύτατο ρυθμό στην αλληλεπίδρασή του με την ύλη και
ανεξάρτητα από τον όποιο σχετικό τρόπο επίδρασης μεταξύ των
πραγμάτων. Διότι οι
υλικοί φορείς συνδέονται ενεργειακά με το χώρο σε μικροσκοπικές
διαστάσεις και γίνονται συγχρονισμένοι με
την ίδια συνολική ποσότητα της ενέργειας του χώρου, ώστε να
παραμένουν πάντα με τις ίδιες ιδιότητες και στον ίδιο αριθμό.
Ασχέτως αν τα πιο σύνθετα πράγματα υπάρχουν σε διαφορετικούς χρόνους
και αποστάσεις από τα άλλα εξωτερικά τους πράγματα, και συνδέονται
μεταξύ τους σε πολλά και διαφορετικά χρονικά διαστήματα και με
οποιοδήποτε τρόπο. Ο κοινός χώρος επιβάλει όριο στο ρυθμό που
μεταβάλλεται η ισοσταθμισμένη ενέργειά του και τότε παράγονται οι
κυματικές κινήσεις, όπως είναι το φως. Έτσι ακόμα, η ενέργεια ρέει
ακτινικά και μεταβιβάζεται με τα ίδιο όριο ποσότητας ανά μονάδα του
χρόνου και με τον ίδια μέγιστη ταχύτητα προς κάθε λεγόμενο πράγμα
και τη ροή αυτή ανιχνεύουμε εξερχόμενη σαν η/μ πεδίο, ενώ
εισερχόμενη σαν βαρυτικό πεδίο. Τα ίδια τα δομικά στοιχεία με τις
περιοδικές κινήσεις τους και τις σταθερές ιδιότητές τους αποτελούν
ρολόγια μέσα στη φύση.
|
|